Του Δρ.Ν. Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη
Μεταδιδακτορικού Ερευνητή Νομικής ΑΠΘ
δικηγόρου-διαπιστευμένου διαμεσολαβητή-DPO
Εισαγωγή
Κατά το άρθρο 1518 του Αστικού Κώδικα, η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Το βιβλίο Οικογενειακού Δικαίου του Αστικού Κώδικα, κάνει μνεία σε χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας, η θεωρία του αστικού και δη οικογενειακού δικαίου εξέφρασε επιφυλάξεις για προς τη σκοπιμότητα των σχετικών άρθρων.
Η παλαιότερη επιστημονική ανάλυση των άρθρων του ΑΚ εδράζεται στην παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής· η παλαιά -παρωχημένη, κατά τα κατωτέρα παρατιθέμενα- θεωρία εστίαζε στην έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας για το ανήλικο παιδί, και την επακόλουθη αναστάτωση και απορρύθμισή του σε περίπτωση συνεπιμέλειας. Επικαλείται την ύπαρξη συνεχών εντάσεων και τριβών από τους γονείς λόγω της ανυπαρξίας πραγματικής διμερούς συνεργασίας σχετικά με τις επιλογές και τη διαχείριση του παιδιού. Ελλείψει τέτοιας συνεργασίας, η ανατροφή του ανηλίκου καθίσταται «αντιπαραγωγική».[1]
Διεθνής τάση
Αντιθέτως με την παρωχημένη ελληνική θεωρία και νομολογία, προσεγγίζεται το ζήτημα σε διεθνές επίπεδο. Τόσο σε επίπεδο ηπειρωτικού όσο και αγγλοσαξωνικού δικαίου προκρίνεται η εναλλασσόμενη κατοικία (αγγλ.: shared residence). Η διεθνής τάση πρεσβεύει μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς για την φροντίδα και ανατροφή των παιδιών. Έτσι παρέχεται στο παιδί η ευχέρεια να βιώνει την καθημερινότητά του και με τους δύο γονείς του. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο λειτουργικές κατοικίες, αυτή του πατέρα και αυτή της μητέρας. Έτσι υπάρχουν τα εχέγγυα για μια ειλικρινή και ισόρροπη σχέση του ανήλικου με αμφότερους τους γονείς και ανιόντες (παππούδες) συγγενείς του.
Το ζήτημα δεν άπτεται μόνο της νομικής επιστήμης. Τουναντίον αποτελεί κλάδο μελέτης και για άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες και επιστήμες υγείας και δη την κοινωνιολογία, την ψυχολογία αλλά και την ιατρική. Οι πλειάδα δημοσιευμένων μελετών στον ιατρικό και ψυχολογικό τύπο κατατείνει στο ότι δε συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες η κοινή ανατροφή παιδιών που διαβιούν ισομερώς σε δύο κατοικίες, μητέρας και πατέρα αντίστοιχα. Τουναντίον οι νέες απόψεις στη διεθνή αρθρογραφία δέχονται πως η διπλή κατοικία επιδρά ευεργετικά στο παιδί και συμβάλει στην ισόρροπη ανάπτυξή του.[2]
Σε συμβουλευτικό επίπεδο, προκρίνουν τη λύση αυτή και διεθνείς και ευρωπαϊκοί θεσμοί εγνωσμένου κύρους. Ιδίως το Συμβούλιο της Ευρώπης, προκρίνει τη συνεπιμέλεια.[3] Το Συμβούλιο της Ευρώπης καλεί τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν το ψήφισμά τους και να ενσωματώσουν στις εθνικές έννομες τάξεις την έννοια της εναλλασσόμενης επιμέλειας. Μοναδική περίπτωση που ο ευρωπαϊκός αυτός θεσμός αντιτίθεται στην εναλλασσόμενη επιμέλεια είναι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης του ανηλίκου, αλλά και αποδειχθείσα αδιαφορία από τον γονέα· τις περιπτώσεις αυτές αναγνωρίζει ως γενεσιουργά αίτια για την σωματική και ψυχική κακοποίηση ενός παιδιού.
Ελληνική θεωρία και νομολογία
Σήμερα σε επιστημονικό επίπεδο παρατηρείται στροφή της ελληνικής θεωρίας και αρθρογραφίας, αφού γίνεται πλέον αποδεκτό πως η εξακρίβωση της καταλληλότητας της μητέρας, δε συνεπάγεται ακαταλληλότητα του πατέρα για την άσκηση της επιμέλειας.[4] Ταυτόχρονα προκρίνεται ως βέλτιστη λύση η ενεργητική συμμετοχή και φυσική παρουσία αμφότερων των σε διάσταση/διαζευγμένων γονέων στην ανατροφή των παιδιών τους [Κ. Δεμερτζής (2008), «Η ουσιαστική και δικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση της επιμέλειας», Δίκη, τ. 2008, σ. 140 επ.]. Η θεωρία προβάλλει μετ’ επίταση πως το ανήλικο παιδί χρειάζεται ισόρροπα και τους δύο γονείς του και λογίζεται ως κεκτημένο δικαίωμα του παιδιού να επιτύχει μια ισόρροπη σχέση και με τους δύο γονείς του.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την ελληνική έννομη τάξη με την έκδοση της με αρ. 7131/2017 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας,[5] η οποία έχει άριστη επιστημονική νομική τεκμηρίωση. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι αποφάσεις 60/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας,[6] η 156/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου (αδημ.), και, η απόφαση 250/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.[7] Σε κάθε περίπτωση ο τρόπος άσκησης της εκ συνεπιμέλειας εναπόκειται να καθοριστεί από το Δικαστήριο, δηλαδή αν θα ασκείται εναλλάξ τους μονούς ή ζυγούς μήνες, ανά εβδομάδα κ.λπ. όπως νομολογείται και σε εφετειακό επίπεδο με τη την απόφαση 1831/2014 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.[8] Οι παραπάνω αποφάσεις έρχονται σε αντίθεση με την παλαιότερα συχνά επικαλούμενη από την νομολογία πρώτη απόφαση -259/1994 του δικαστηρίου της Καλαμάτας-[9] που έκρινε επί της συνεπιμέλειας και η οποία είναι παρωχημένη, αφού αφορά κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και δεδομένα 26 χρόνια πριν. Συνεπώς έχει αρχίσει να αναπτύσσεται γόνιμος διάλογος μεταξύ των λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, δικαστών και δικηγόρων, σχετικά με την αναγκαιότητα προσαρμογής της νομολογίας στην διαφαινόμενη τάση της συνεπιμέλειας.[10]
Προϋποθέσεις για ανάθεση συνεπιμέλειας
Τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αφορούν τον τόπος κατοικίας των γονέων και δη αυτός να είναι κοινός εντός της ίδιας πόλης ή περιφέρειας και σε κάθε περίπτωση να μην μεταβάλλεται το σχολικό περιβάλλον του ανηλίκου, να παραμένει ίδιος ο κοινωνικός του κύκλος (φίλοι, συγγενείς, γνωστοί), και να αποφεύγονται αλλαγές στο πρόγραμμα των σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Ακόμα, να υπάρχουν οι σχετικές υποδομές στις κατοικίες αμφοτέρων των γονέων και ιδίως παιδικά δωμάτια, αλλά και οι γονείς να επιτελούν προσηκόντως τις οικοκυρικές εργασίες.
Σε πραγματικό – βιωματικό επίπεδο, για να εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια διασφαλίζοντας το συμφέρον του τέκνου πρωτίστως, απαιτείται κατά τη νομολογία, αφενός μεν -όπως προαναφέρθηκε να υπάρχουν κοντινοί τόποι διαμονής των γονέων- ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη και ασφαλής πρόσβαση του παιδιού και στις δύο χωριστές κατοικίες και από αυτές στο σχολείο και τις λοιπές δραστηριότητές του, αφετέρου δε να τηρούν οι γονείς μεταξύ τους καλές και αρμονικές σχέσεις, έτσι ώστε, η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του, ούτε να δημιουργούν σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, όπως θα συμβαίνει αν συνεχίζει να ζει σε κλίμα συνεχών εντάσεων και τριβών μεταξύ των γονέων του, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των γονέων στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό.[11] Τα ως άνω κριτήρια δεν είναι περιοριστικά, αλλά η νομολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από αποφάσεις του Αρείου Πάγου, κινείται στο να τα λαμβάνει υπόψη για τη ρύθμση της επιμέλειας.[12]
Συμπεράσματα
Σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι νέες κοινωνικές συνθήκες. Η σύγχρονη Ελληνίδα, ως ασκούσα επαγγελματική δραστηριότητα αντιμετωπίζει ίδιες δυσκολίες με τους άνδρες στο να διαθέσει χρόνο αποκλειστικά στα παιδιά. Ομοίως, με την πάροδο των ετών, έχει μεταβληθεί προς το καλύτερο η σχέση των πατέρων με τα παιδιά. Τόσο οι στατιστικές όσο και οι θεωρητικές προσεγγίσεις συμφωνούν πως δυο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν αποτελούν επαρκή χρόνο για τον πατέρα να συμβάλει ουσιαστικά και θετικά στην ανατροφή των παιδιών. Στα πλαίσια αυτά θεωρείται επιστημονικά ορθότερη, εφόσον συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, η ανάθεση της συνεπιμέλειας σε αμφότερους τους γονείς και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις να ανατίθεται αποκλειστικά η επιμέλεια σε έναν γονέα.
[1] Θ. Παπαχρίστου (1985), «Συνεπιμέλεια», Αρμενόπουλος, τ. 1985, σ. 101-103
[2] R. Bauserman (2002), «Child adjustment in joint-custody versus sole-custody arrangements: a meta analytic review», Journal of Family Psychology, τ. 16, σ. 91-102, καθώς και T. Bjarnason/A.M. Arnarsson (2011), «Joint physical custody and communication with parents: A cross – national study of children in 36 western countries», Journal of Comparative Family Studies, τ. 42, σ. 871 – 890 αλλά και L. Nielsen (2014), «Shared physical custody: Summary of 40 studies on outcomes of children», Journal of Divorce & Remarriage, τ. 55, σ. 613-635, όπου και παραπέρα παραπομπές σε βιβλιογραφία και αρθρογραφία.
[3] Ψήφισμα Ολομέλειας Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, αρ. 20792 (2015), «Ισότητα και εναλλασσόμενη γονεϊκή ευθύνη: ο ρόλος των πατέρων», κατά την 39η συνεδρίαση της 2ης Οκτωβρίου 2015, με τη σύμφωνη γνώμη του με αρ. 13896/30-09-2015 γνωμοδοτικού εγγράφου της επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης
[4] Σ. Μιχαλακάκου (2015), Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη νομολογία, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σειρά Νομικά Μελετήματα, σ. 40
[5] ΜΠΑθ 7131/2017, δημοσ. σε Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, τ. 10, ετ. 2017.
[6] ΜΠΑθ 60/2017, δημοσ. σε Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, τ. 2017, σ. 55.
[7] ΜΠΞ 250/2016, δημοσ. σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών (ΤΝΠ) Νomos, αρ. 697992.
[8] ΕφΘεσ 1831/2014, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 635739.
[9] ΜΠΜεσ 259/1994, δημοσ. σε Αρχείο Νομολογίας, τ. 50, σ. 836
[10] Γ. Πλαγάκος (2020), Μερικές σκέψεις για την από κοινού επιμέλεια (συνεπιμέλεια) των ανηλίκων τέκνων μετά τη διάσταση και τη λύση του γάμου των γονέων τους, δημοσ. σε ιστολόγιο Δικαστής, 20.01.2020, http://dikastis.blogspot.com/2020/01/blog-post_26.html τελευταία ανάκτηση 25 Νοεμβρίου 2020.
[11] ΜονΕφΑθ 504/2019, α’ δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ.768445.
[12] ΑΠ 317/2015, ΑΠ 357/2012, ΑΠ 1910/2005, άπασες δημοσ. σε ιστότοπο Αρείου Πάγου.