-Ευχαριστώ, Τάκη, δε σε θέλω πια, τρέχα σπίτι, είπε στο αγοράκι.
Κι έμπασε τον Αποστόλη μόνο, κι έκλεισε την πόρτα.
Η κάμαρα φωτίζουνταν από ένα κερί που έκαιε στο μοναδικό τραπέζι, εμπρός σε μια ψάθινη καρέκλα που ήταν η έδρα της δασκάλισσας.
Στο κούφωμα του παραθύρου κάθουνταν ένας παπάς με πυκνή μαύρη γενειάδα. Το καλυμμαύκι του κατέβαινε ώς τα φρύδια του, μαύρα και δασιά, που σκίαζαν τα μάτια του, μεγάλα, γεμάτα φωτιές και φοβέρες. Κάθουνταν ακίνητος στο βαθούλωμα του παραθύρου, μα το βλέμμα του από την πόρτα γύριζε στο παράθυρο και από το παράθυρο στην πόρτα.
-Είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, είπε η κυρία Ασπασία σιμώνοντας.
Με το δάχτυλο έδειξε ο παπάς το παράθυρο.
-Και ο μικρούλης ποιος ήταν; ρώτησε.
-Ο Τάκης; Μην τα ρωτάτε! Είναι ορφανό. Δεν έχει κανένα στον κόσμο. Τον πήρα στο σπίτι μου και τρώγει ό,τι τρώμε μεις, η μάνα μου κι εγώ, αποκρίθηκε η κυρία Ασπασία.
-Είναι Κουλακιώτης;
-Τον κάναμε Κουλακιώτη. Από πού είναι, καλά- καλά δεν ξέρω. Ήταν με βουλγάρους αρκουδαραίους, ξυλοκόπους, καρβουνιάρηδες, κι εγώ δεν ξέρω τι. Σαν πέρασε πέρσι τον Απρίλιο ο καπετάν Μπούας με τον καπετάν Ακρίτα τον Αλιάκμονα, στο πέρασμα της Κόκοβας, εκεί κοντά στο μοναστήρι του Προδρόμου, βρέθηκε ο μικρός με τους Βουλγάρους που πιάσανε οι καπεταναίοι. Έγινε ένα δυστύχημα, βούλιαξε το καράβι, μια σχεδία δηλαδή, στο πέρασμα της Κόκοβας...
-Ξέρω, διέκοψε ο παπάς σουφρώνοντας τα φρύδια του.
-Και πνίγηκε ολόκληρη η βαρκαδιά. Ήταν όλοι Βούλγαροι. Γλίτωσε μόνο ο μικρός, που δεν ήταν στο καράβι απάνω, και τον πήγαν τότε στη Μονή του Προδρόμου, κάπου νότια, εκεί κοντά...
-Ώστε είναι Βουλγαράκι;
-Όχι, είναι δικός μας. Τον κλέψανε, φαίνεται, οι Βούλγαροι, σε κάποια σφαγή...
- Ποια σφαγή; αναφώνησε ο παπάς. Και σηκώθηκε ξαφνικά ταραγμένος.
Ήταν πολύ ψηλός, λιγνός, ξερακιανός. Τα γένια του φαίνουνταν πολύ βαριά για το λιγνό του πρόσωπο, όπου γυάλιζαν όλο φωτιές τα μάτια του.
-Μη με πολυρωτάτε, αποκρίθηκε η δασκάλισσα. Μου το 'φεραν μια μέρα, το λυπήθηκα και το πήρα σπίτι μου. Μα το γνωρίζετε; Γιατί ρωτάτε;
-Γιατί γυρεύω το χαμένο παιδί τού... κάποιου φίλου μου, αποκρίθηκε ο παπάς - μια στιγμή κοντοστάθηκε.
Και παραμερίζοντας τον αέρα με μια γοργή κίνηση του χεριού του, εξακολούθησε:
-Μα θα τα ξαναπούμε. Τη δουλειά μας πρώτα. Αποστόλη, ξέρεις, να με πας νύχτα στην Κάλιανη;
-Στο χωριό;
-Στην εκκλησία.
-Ξέρω. Είναι πάνω από το δρόμο, λίγο απόμερα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.
-Πώς θα περάσουμε το Λουδία;
-Με μονόξυλο.
- Θα βρούμε κει;
-Βρίσκομε, είπε ο Αποστόλης.
Κοίταζε τον παπά και δίσταζε. Ποιος ήταν και τι γύρευε; Και ποιος τον πρόσταζε να πάγει μαζί του;
Η κυρία Ασπασία είδε και κατάλαβε τη δυσπιστία του. Χαμηλόφωνα του είπε:
-Διαταγή του Κέντρου. Θα πας.
Σήκωσε πάλι τα μάτια ο Αποστόλης και αντάμωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια του παπά.
Χαμογέλασε ο ιερωμένος και τα γένεια του κούνησαν παράξενα μονοκόμματα. Σιγά είπε:
-Το μήνυμα του κυρίου Ζώη, του Προξενείου. Κλειδί... Κρυφή... Κατάλαβες;
-Κατάλαβα, είπε ο Αποστόλης.
Σύντομα και βιαστικά αποχαιρέτησε την κυρία Ασπασία κι έφυγαν.
Ήταν νύχτα σκοτεινή. Ο κακοπατημένος, για πεζούς μόνο και μουλάρια, δρόμος, λασπωμένος, όλο λάκκους, γλιστρούσε κάτω από τα πόδια, που συχνά βουτούσαν στο βούρκο ώς τον αστράγαλο.
Πήγαιναν σιωπηλοί, παπάς και Αποστόλης, ο πρώτος βαστώντας ψηλά το ράσο του, ο δεύτερος λαφρύς κι ευλύγιστος, με την ακούμπωτη κάπα του ριχμένη στους ώμους.
Ήταν σκοτεινή νύχτα. Μα τα γατίσια μάτια του Αποστόλη έβλεπαν τη νύχτα όσο και την ημέρα. Με περιέργεια παρατήρησε τις αρβύλες του παπά, χοντρές, γερές, από την πόλη αγορασμένες, που δεν ταίριαζαν με τα τουζλούκια8 και το μακεδονίτικο μπενιβρέκι9 που φαίνουνταν κάτω από το ανασηκωμένο του ράσο.
Ήταν μεγαλόσωμος και ξερακιανός. Πρέπει να ήταν χεροδύναμος πολύ. Περνούσε μες στις λάσπες με μεγάλα αποφασιστικά βήματα, που δε θα ήταν εύκολο να τα διακόψεις αν δεν ήθελε ο ίδιος.
Ποιος ήταν και από πού; Ούτε τ' όνομά του δεν ήξερε. Αν ήθελε να του αποτείνει το λόγο, πώς θα τον έλεγε; «Δάσκαλε»; «Πάτερ»;
Το ανήσυχο μυαλό του Αποστόλη δεν ικανοποιούνταν με αόριστους υπολογισμούς και μαντείες. Ήθελε να ξέρει. Τα μάτια του; τ' αυτιά του, τα ρουθούνια του, ήταν ανοιχτά, γρηγορούσαν, έτοιμα ν' αρπάξουν κάθε σημείο που θα τον έβαζε στα ίχνη του μυστηριώδικου παπά. Δουλειά του το είχε κάνει από μικρός να μαντεύει τα πιο κρυφά, να καταλαβαίνει τα πιο ακατάληπτα, να λύνει σκοτεινά προβλήματα. Και τούτος ο παπάς του ήταν πρόβλημα. Σα φθάσουν στο Λουδία και τον ρωτήσουν πού θέλει να περάσει, ίσως ακούσει τίποτα...
Μα φθάσανε στον ποταμό περασμένα μεσάνυχτα, και ψυχή δε βρίσκουνταν εκεί.
Άρχισε να χιονίζει ψιλά.
Στάθηκε μια στιγμή ο Αποστόλης, τάχα σε αμηχανία, προκαλώντας κάποια κουβέντα και κάποιες ερωταποκρίσεις.
Στάθηκε και ο παπάς και περίμενε.
Έκανε ο Αποστόλης πως ψάχνει στ' απάνω και στα κάτω του ποταμού. Και πάλι γύρισε κοντά στον παπά, ξύνοντας το κεφάλι του.
-Δεν έχει βάρκα μουρμούρισε.
Ούτε στιγμή δε δίστασε ο παπάς.
-Ξέρεις κολύμπι; ρώτησε.
Ο Αποστόλης ήξερε. Μα δεν ήθελε να τ' ομολογήσει και να διευκολύνει τη δουλειά του παπά.
-Τα νερά είναι βαθιά χειμώνα καιρό... Και κάνει κρύο, χιονίζει... είπε τάχα φοβισμένα.
-Ξέρεις κολύμπι; επανέλαβε με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση ο παπάς. Σα φθάσομε αντίκρυ, σε ζεσταίνω εγώ, πρόσθεσε, σηκώνοντας δυο μεγάλα δυνατά χέρια, έτοιμα να δείρουν.
Ο Αποστόλης υποχώρησε.
-Αν δεν είσαι κουρασμένος, δάσκαλε, πρότεινε, πάμε λίγο παρακάτω... εκεί που χωρίζει το Καρά-Αζμάκl0 από τον παραπόταμο. Εκεί έχει βάρκα και είναι πιο ρηχά τα νερά.
-Πάμε στον παραπόταμο, αποκρίθηχε ο παπάς πιο γλυκά.
Και ξαναπήραν το δρόμο τους, ακολουθώντας την ακροποταμιά, κατά τις εκβολές του Λουδία.
Δεν είχε αστεία με το διαβολόπαπα αυτόν! Θα πήγαινε ώς τη θάλασσα ο οδηγός, θα πήγαινε ώς την κόλαση αν το ήθελε. Δεν έπαιρνε από συζήτηση ο γέροντας...
Και με την άκρη του ματιού του τον έβλεπε o Αποστόλης που προχωρούσε στο βούρκο, με τ' αποφασιστικά μεγάλα του βήματα, που εμπόδια δε δέχουνταν.
Έφθασαν στο μέρος όπου ενώνουνταν οι δυο βραχίονες, και λίγο παράμερα στέκουνταν μια ξύλινη φτωχοκαλύβα, σκεπασμένη με ραγάζι. Χτύπησε την πόρτα o Αποστόλης μια δυο φορές, και απο μέσα του αποκρίθηκε μια νυσταγμένη φωνή:
-Κιμ ντιρ;11
-Άνοιξε, Τράικο! Εγώ είμαι, ο Αποστόλης... αποκρίθηκε ο οδηγός.
Η πόρτα άνοιξε κι ένας ψαράς με φέσι παρουσιάστηκε, μισοκοιμισμένος ακόμα.
-Έλα μέσα, του είπε φιλόξενα· κάνει κρύο...
-Εσύ έλα έξω, του αποκρίθηκε ο Αποστόλης.
Θέλει να περάσει αντίκρυ ο πάτερ... ο πάτερ...;
Γύρισε στο σύντροφό του, περιμένοντας να πει τ' όνομά του.
Μα ο παπάς δεν ταράχθηκε.
-Έχεις βάρκα; ρώτησε τον ψαρά με το προστακτικό του ύφος, πιότερο στρατιωτικού ύφος παρά κληρικού, και που δε σήκωνε αντιλογία.
Ο ψαράς είδε το μακρύ μαύρο ράσο και ταράχθηχε.
-Έχω, έκανε και υποκλίθηκε, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.
-Λοιπόν πέρασέ μας αντίκρυ, πρόσταξε ο παπάς. Και δε θα μας βγάλεις εδώ. Θα μας πας παραπάνω, εκεί που περνά ο δρόμος.
Πάλι υποκλίθηχε ο ψαράς, και μαζεύοντας μια παλιά λιωμένη κάπα από το αχυρένιο στρώμα του, κατέβηκε με τον παπά και τον Αποστόλη στο ποτάμι.
Το χιόνι είχε παύσει, μα το κρύο έτσουζε. Στο χώμα τραβηγμένη, κοίτουνταν μια φαρδιά βάρκα με πλατιά καρένα. Έκανε να τη σπρώξει ο ψαράς, μα είχε κολλήσει στη λάσπη.
-Τράβα εσύ να σπρώξω εγώ, είπε του Αποστόλη. Μα με μια κίνηση του χεριού τον παραμέρισε o παπάς, και, πιάνοντας τη βάρκα από το κάθισμα, τη σήκωσε και την έσπρωξε στο νερό.
Τρομαγμένος, κοίταζε ο ψαράς. Και ο Αποστόλης μια στιγμή έμεινε μαγεμένος. Μα σηκώνοντας το ράσο του μπήκε ο παπάς στη βάρκα και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν. -Εμπρός, τους είπε, δεν έχομε καιρό για χάσιμο. Υποταγμένος κατέβηκε ο ψαράς στα πιο ρηχά νερά, πέρασε στην απέναντι μεριά, και ακολουθώντας την όχθη, ανέβηκε πάλι το ποτάμι, και ύστερα στα βαθιά νερά, κατά το δρόμο.
Η κίνηση της βάρκας λίγο λίγο νάρκωνε τον Αποστόλη που άρχιζε να αισθάνεται την κούραση ολόκληρης της μέρας και αποκοιμήθηκε εκεί που κάθουνταν. Μα το βαρύ χέρι του παπά τον έσπρωξε από τον ώμο.
-Σβέλτα, του είπε. Ο βαρκάρης δε βρίσκει το δρόμο. Πού είναι;
-Δε βλέπω, είναι σκοτάδι, απολογήθηκε ο ψαράς. Μα ο Αποστόλης έβλεπε. Είχαν περάσει πέρα απο τη σκοτεινή γραμμή του δρόμου, που ξεχώριζε αμυδρά στο μουσκεμένο κάμπο, και γύρισαν πίσω. Έτσουζε το κρύο και ο ψαράς ολοένα τυλίγουνταν στην τρυπημένη του κάπα. Σίμωσαν την όχθη, και ο παπάς βγήκε πατώντας στο νερό.
Γύρισε κι έβαλε στο χέρι του ψαρά κάτι που κρότησε.
-Ν' αγοράσεις καινούρια κάπα, είπε. Σαστιμένος είδε ο Αποστόλης στο σκοτάδι δυο χρυσά νομίσματα.
-Άναψε ένα σπίρτο, Τράικο, και βλέπε, του ψιθύρισε.
Άναψε ο ψαράς και είδε. Και άπλωσε τα δυο του χέρια, το πρόσωπο σηκωμένο σε δέηση.
- Ο Θεός... ο Θεός... μουρμούρισε. Μα ο παπάς ήταν κιόλα μακριά.
Έτρεξε και τον πρόφθασε ο Αποστόλης.
-Δάσκαλε, σ' ευχαριστεί ο Τράικος... άρχισε o Αποστόλης.
Μα ο παπάς εξακολούθησε το δρόμο του σα να μην άκουσε, και ο Αποστόλης δεν τόλμησε να πει άλλο τίποτα.
Συλλογίζουνταν όμως και διερωτούνταν πώς αυτός, παπάς, βρήκε στις τσέπες του δυο λίρες; Οι παπάδες στη Μακεδονία δεν είχαν λίρες να δίνουν, ούτε καν μετζίτια, και ήταν ζήτημα αν είχαν κάποτε και γρόσια.
Και πήγαινε ο Αποστόλης στο λασπωμένο δρόμο πλάγι στον παπά, και στο νου του γυρνούσε και δούλευε το πρόβλημα.
Ήταν οι πρώτες πρωινές ώρες, σαν είδαν ν' ασπρίζουν στο σκοτάδι ένα δυο χαμόσπιτα.
Ο παπάς στάθηκε.
-Πού είναι η εκκλησία; ρώτησε. Ο Αποστόλης άπλωσε το χέρι.
-Εκεί, είπε, δείχνοντας αόριστα. Μα πρέπει να μπούμε στο χωριό, να πάμε στου παπα-Ηλία, να πάρομε τα κλειδιά...
Τον διέκοψε ο παπάς.
- Πήγαινέ με στην εκκλησία, πρόσταξε.
Δε σήκωνε συζήτηση η προσταγή. Γύρισε ο Αποστόλης δεξιά, έξω απο το χωριό, και σε λίγο έφθασαν σ' ένα ύψωμα οπου μισοφέγγριζε το εκκλησιδάκι.
Μπρος στην πόρτα στάθηκε ο παπάς, έβγαλε ένα κλειδί και άνοιξε.
-Έμπα μέσα, πρόσταξε τον Αποστόλη.
Ήταν σκοτεινά. Ούτε καντήλα έκαιε, ούτε κεράκι. Και το κρύο έπιανε στο κόκκαλο.
Ο παπάς μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.
-Είναι μακριά το Κλειδί; ρώτησε.
-Όχι. Μα είναι άσχημος ο δρόμος, αποκρίθηκε o οδηγός.
-Λοιπόν πέσε να κοιμηθείς. Δεν έχω στρώμα να σου δώσω, μα ένας πολεμιστής πρέπει να ξέρει να κοιμάται και στις πλάκες, είπε ο παπάς.
Και γέλασε. Και το γέλιο του, βαθύ, γλυκό, αντήχησε ζεστό στην έρημη εκκλησία.
Στα σκοτεινά τυλίχθηκε ο Αποστόλης στην κάπα του και μαζεύθηκε στον τοίχο πλάγι. Ακουσε και τον παπά που πήγαινε στην πόρτα μπροστά, και πλάγιαζε , και αυτος.
Ο Αποστόλης δεν ήθελε να κοιμηθεί. Η σκέψη του άγνωστου παπά τον απασχολούσε.
Μα είχε περπατήσει όλη μέρα, ήταν τσακισμένος. Τα βαριά του μάτια έκλεισαν μονάχα τους και τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε ξαφνισμένος. Μια αχτίδα ηλιακή είχε μπει από το παράθυρο κι έπεφτε στο πρόσωπό του. Ανασηκώθηχε, κοίταξε γυρω του την ξένη εκκλησία και θυμήθηκε.
Γύρεψε τον παπά. Μα ο παπάς είχε φύγει. Η πόρτα ήταν κλειστή και ήταν μόνος. Πετάχθηκε πάνω. Τι ώρα ήταν; Και πού ήταν ο παπάς;
Έτρεξε στην πόρτα. Δεν ήταν κλειδωμένη. Μα το κλειδί έλειπε. Καρφωμένο στην κάπα του βρήκε ένα χαρτάκι σχισμένο από σημειωματάριο. λίγα λόγια ήταν γραμμένα με μολύβι:
«Πήγαινε στο Κλειδί, σε περιμένουν. Εκεί θα λάβεις οδηγίες».
Καμιά υπογραφή. Περίεργος γύρισε ο Αποστόλης όλη την εκκλησία. Κάτω από το γωνιακό στασίδι βρήκε ένα καλοδιπλωμένο μαύρο δέμα. Το άνοιξε. Ήταν ένα ράσο, και μέσα τυλιγμένο ένα καλυμμαύκι και μια μακριά μαύρη γενειάδα.
Τα ξαναδίπλωσε αργά, τα έβαλε όπου τα βρήκε και βγήκε έξω.