Από τη Ρωσία, από τη συλλογή της Βέρα Ξενοφόντοβνα ντε Μπλούμενταλ, 1903
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα χωριό στη μέση της μεγάλης ρωσικής στέπας, ζούσαν δύο αδέλφια. Ο ένας ήταν πλούσιος και τρανός, με τροφαντή γυναίκα και πολλά παιδιά, ο άλλος φτωχός και χήρος, με μόνη συντροφιά του την εφτάχρονη κόρη του.
Μια μέρα τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να πάνε στην πρωτεύουσα όπου, όπως κάθε χρόνο, γινόταν το μεγάλο παζάρι - ο πλούσιος με το όμορφο άτι του, ο φτωχός με τη φοράδα του. Δρόμο πήραν δρόμο άφησαν και, την ώρα που σουρούπωνε, είδαν μπροστά τους μια έρημη καλύβα.
«Εδώ να περάσουμε τη νύχτα!» είπε ο πλούσιος. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα έξω από το καλυβάκι και έπεσαν να κοιμηθούν. Πολύ πρωί, τους ξύπνησαν χλιμιντρίσματα. Βγαίνουν στην πόρτα, και τι να δουν! Τα άλογα ήταν τρία! Το τρίτο ήταν ένα πουλαράκι, που το είχε γεννήσει η φοράδα τη νύχτα. Στεκόταν, μισοτρεκλίζοντας, πλάι στο άλογο του πλούσιου αδελφού.
«Δικό μου είναι!», φώναξε ο Ντιμίτρι, ο πλούσιος.
«Από ποΥ κι ως ποΥ;» ρώτησε ο Ιβάν, ο φτωχός. «Αφού το γέννησε η φοράδα μου!»
«Ναι, αλλά στεκόταν πλάι στο άλογό μου!» απάντησε ο Ντιμίτρι.
Τα δύο αδέλφια άρχισαν να μαλώνουν και κανένας δεν υποχωρούσε. Στο τέλος αποφάσισαν, μόλις φτάσουν στην πόλη, να ζητήσουν από τον βασιλιά να αποδώσει δικαιοσύνη.
Έτσι κι έκαναν. Ο βασιλιάς τους δέχτηκε καθισμένος στον θρόνο του και τους άκουσε προσεκτικά. Από τα πρώτα τους κιόλας λόγια κατάλαβε ότι το πουλάρι ανήκε στον Ιβάν, επειδή όμως ήθελε να διασκεδάσει λιγάκι, είπε:
«Πολύ μπερδεμένα μου τα λέτε εσείς οι δυο και δεν μπορώ να αποφασίσω. Θα δώσω, λοιπόν, το πουλάρι σ' όποιον μου πει ποιο πράγμα στον κόσμο είναι το γρηγορότερο, ποιο είναι το παχύτερο, ποιο είναι το απαλότερο και ποιο το πολυτιμότερο. Να έρθετε σε μία βδομάδα με τις απαντήσεις σας!».
Τα αδέλφια πήραν αμίλητα τον δρόμο του γυρισμού. Ο πλούσιος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του και εξιστόρησε όσα έγιναν στη γυναίκα του.
«Μα, δεν σε ρώτησε και τίποτα δύσκολο ο βασιλιάς!», είπε εκείνη. «Να τι θα του απαντήσεις: Το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι το άλογό σου, το παχύτερο το γουρούνι μας, το απαλότερο το πάπλωμά μας και το πολυτιμότερο ο μικρός μας γιος».
Ο φτωχός γύρισε στο φτωχικό του καταστενοχωρημένος. Πήρε την κορούλα του στην αγκαλιά του και της είπε όσα είχαν συμβεί. Εκείνη, σκέφτηκε λίγο και του απάντησε: «Να πεις στον βασιλιά ότι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι ο παγωμένος βόρειος άνεμος τον χειμώνα, το παχύτερο είναι το χώμα των χωραφιών της πατρίδας μας, το απαλότερο είναι το χάδι ενός παιδιού και το πολυτιμότερο είναι η τιμιότητα».
Πέρασαν οι μέρες και τα δύο αδέλφια παρουσιάστηκαν και πάλι μπρος στον βασιλιά. Εκείνος ξεκαρδίστηκε με τις απαντήσεις του Ντιμίτρι, όμως άκουσε με προσοχή τον Ιβάν και θα του έδινε το πουλάρι στη στιγμή, αν δεν ήθελε να τον δοκιμάσει λίγο ακόμη.
«Εσύ τα σκέφτηκες όλα αυτά;» τον ρώτησε.
«Οχι, εγώ, μεγαλειότατε», απάντησε ο Ιβάν, «η εφτάχρονη κορούλα μου».
«Για να δούμε αν είναι τόσο έξυπνη όσο φαίνεται», είπε ο βασιλιάς. «Σε εφτά ημέρες να τη φέρεις στο παλάτι. Να εμφανιστεί όμως μπροστά μου ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο ούτε με δώρα ούτε με άδεια χέρια. Αν τα καταφέρει, θα πάρεις και το πουλάρι και εκατό ασημένια δουκάτα».
Ο Ιβάν γύρισε σπίτι ακόμα πιο στενοχωρημένος. Είπε δακρυσμένος στην κόρη του τι ζητούσε ο βασιλιάς, εκείνη όμως, χωρίς να ταραχτεί καθόλου, του ζήτησε να της φέρει έναν λαγό και μια πέρδικα και να πάψει να ανησυχεί.
Έφτασε η μεγάλη μέρα... Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο παλάτι, περιμένοντας να δει πώς θα εμφανιζόταν η κορούλα του Ιβάν μπροστά στον βασιλιά. Κι εκείνη, ήρθε τυλιγμένη σε ένα ψαράδικο δίχτυ, καβάλα σ' έναν λαγό, κρατώντας στα χέρια της μια πέρδικα.
«Ωραία!» φώναξε ο βασιλιάς. «Δεν είναι ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο. Τα χέρια της όμως είναι γεμάτα!» Τότε το κοριτσάκι άνοιξε τα δάχτυλα και η πέρδικα πέταξε στον αέρα. Θαυμάζοντας την εξυπνάδα του κοριτσιού, ο βασιλιάς τη ρώτησε με γλυκιά φωνή:
«Τόσο φτωχοί είστε, λοιπόν; Τόσο πολύ χρειάζεστε το πουλάρι;» «Ναι, μεγαλειότατε!», απάντησε το κοριτσάκι. «Ζούμε με τους λαγούς που πιάνει ο πατέρας μου απ' το ποτάμι και με τα ψάρια που μαζεύει από τα δέντρα».
«Αχά!», φώναξε θριαμβευτικά ο βασιλιάς. «Να που δεν είσαι και τόσο έξυπνη! Πού ακούστηκε να υπάρχουν λαγοί στα ποτάμια και ψάρια στα δέντρα;»
«Και πού ακούστηκε αρσενικό άλογο να γεννάει πουλάρι;», απάντησε το κοριτσάκι.
Τραντάχτηκε το παλάτι από τα γέλια και τα χειροκροτήματα. Ο βασιλιάς διέταξε να δοθούν αμέσως στον Ιβάν το πουλάρι και τα δουκάτα και δήλωσε με δυνατή φωνή:
«Μονάχα στο βασίλειό μου θα μπορούσε να γεννηθεί ένα τόσο σοφό κορίτσι!»