Στέφανος Δάνδολος
Τι παρακινεί μια καθαρίστρια στα Τρίκαλα να παραδώσει έναν φάκελο με εξακόσια πενήντα ευρώ που δεν είναι δικά της;
Εξακόσια πενήντα ευρώ είναι ένα μηνιάτικο. Είναι δώρο εξ’ ουρανού. Δεν βλέπει; Δεν διαβάζει τι γίνεται σε αυτή τη χώρα; Δεν ακούει για τις οφ-σορ εταιρείες με τα κρυμμένα εισοδήματα, για το αδήλωτο μαύρο χρήμα σε μαύρες τσάντες προς μακρινούς παραδείσους; Μήπως η μέση της δεν έχει σπάσει για πέντε ευρώ την ώρα; Πού βρίσκει το θράσος αυτή η γυναίκα να δίνει ελπίδα σε μια χώρα, τώρα που τα φώτα έχουν σβήσει προ πολλού;
Με πιάνει ένας φίλος χθες και μου λέει: «Ρε συ, δεν μπορώ να καταλάβω τι διάολο συμβαίνει, φαίνεται ότι δεν υπάρχει λογική σε αυτά που λέγονται. Άκουγα τον Λαφαζάνη. Έλεγε ότι συναίνεση συνεπάγεται πολιτική νέας λεηλασίας και νέας διάλυσης. Μετά άκουσα ότι ο Τσίπρας ζητάει ραντεβού διαλόγου με τον Σαμαρά. Γιατί το ζητάει, αναρωτήθηκα, αφού αποκλείουν την συναίνεση; Μετά άκουσα ότι ο Τσίπρας αποφάσισε ο ίδιος για την ατζέντα του ραντεβού, το μόνο θέμα που θα θέσει είναι οι εκλογές. Τι σόι ραντεβού διαλόγου είναι αυτό; Μετά άκουσα τον Πάγκαλο να τα χώνει στον Παπανδρέου, άκουσα την Κωνσταντοπούλου να τα χώνει στον Υψηλάντη, τον Άδωνι να σκοτώνεται με τον…»
«Για την καθαρίστρια άκουσες;» τον διέκοψα.
Όχι, δεν είχε ακούσει κι ούτε φάνηκε να ενδιαφέρεται. Τον έκαιγαν τα μεγάλα. Η χώρα που οδεύει προς το παγόβουνο, κάνοντας πως δεν το βλέπει. Η καυτή επικαιρότητα. Τα δελτία που αναλώνονταν κατά το ήμισυ με τα της Βουλής, και κατά το άλλο ήμισυ με τον Πρόεδρο που κάποτε διαλαλούσε «Πρώτα η Ελλάδα» και έβγαζε τα φράγκα του έξω.
Σταματάω έναν άγνωστο στο δρόμο. «Γιατί να θέλει μια καθαρίστρια στα Τρίκαλα να παραδώσει έναν φάκελο με εξακόσια πενήντα ευρώ που δεν είναι δικά της;» τον ρωτάω. «Μπορεί να ήταν πλαστά», μου λέει και φεύγει. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ξαναδιαβάζω την είδηση. Όχι, δεν ήταν καθόλου πλαστά, μια χαρά χρήματα ήταν.
Πέφτω σε έναν άλλο φίλο. «Το ξέρεις ότι οι γιατροί που είναι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥ πληρώνονται την επίσκεψη όταν έχουν συμπληρώσει διακόσιες επισκέψεις τον μήνα; Το ξέρεις ότι τηλεφώνησα σε τριάντα γιατρούς σήμερα και όλοι είχαν συμπληρωμένες τις διακόσιες επισκέψεις; Το ξέρεις ότι μπήκα σε ένα σάιτ που μπορεί να σου δείξει ποιοι γιατροί έχουν συμπληρώσει τις διακόσιες επισκέψεις και τσέκαρα έναν προς έναν τους γιατρούς στους οποίους είχα τηλεφωνήσει; Και το ξέρεις ότι οι είκοσι επτά από τους τριάντα γιατρούς δεν είχαν συμπληρώσει ούτε τις μισές από τις διακόσιες; Τι γίνεται σε αυτή τη χώρα; Δηλαδή σπουδάζει κάποιος δεκαπέντε χρόνια για να σου λέει ψέματα μπας και βάλει στην τσέπη το εικοσάρικο της επίσκεψης; Εκεί έχουμε…»
«Για την καθαρίστρια άκουσες;» τον διέκοψα.
Όχι, δεν είχε ακούσει κι ούτε φάνηκε να ενδιαφέρεται. Τρεις μέρες γύρευε ορθοπεδικό για τα γόνατά του. Τον έκαιγε ο ΕΟΠΥ.
Βρίσκω τον ανιψιό μου. Είναι εννιά χρονών. Πολύ ώριμος, πολύ τρυφερός, πολύ δίκαιος, πολύ ειλικρινής. «Θα σου πω ένα παραμύθι και εσύ θα μου δώσεις μιαν ερμηνεία», του λέω.
Και ξεκινάω. «Ήταν μια καθαρίστρια στα Τρίκαλα, που ξυπνούσε κάθε πρωί χαράματα, κατάκοπη από την προηγούμενη μέρα και με τα χέρια της να τσούζουν. Ετοίμαζε το παιδί της για το σχολείο, έβαζε κάτι στο στόμα της και έφευγε για την δουλειά. Όλη μέρα έπλενε, καθάριζε, σιδέρωνε, σφουγγάριζε, τίναζε, και το βράδυ γυρνούσε ξεθεωμένη, διάβαζε το παιδί της, του έβαζε να φάει, το μπανιάριζε και στεκόταν στο προσκέφαλό του μέχρι να κοιμηθεί. Μετά την έπαιρνε κι αυτήν ο ύπνος με την τηλεόραση ανοιχτή, γιατί τα μάτια της έσβηναν. Και την επόμενη μέρα συνέβαινε πάλι το ίδιο, και την επόμενη πάλι το ίδιο, και τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει αυτή την άγρια καθημερινότητά της, γιατί τα χρήματα τα μάζευε στάλα-στάλα με τον ιδρώτα της, και άρρωστη ακόμα να ήταν στην δουλειά της θα πήγαινε, δεν είχε την πολυτέλεια να λείψει. Και στο μεταξύ πέρασαν χρόνια, μπορεί να άλλαξαν πρωθυπουργοί αλλά η ζωή της δεν άλλαξε, μπορεί να φυλακίστηκαν υπουργοί που πλούτισαν αλλά εκείνη ούτε καν να σκεφτεί πόσο ηλίθια ήταν που πήγαινε με το σταυρό στο χέρι. Δούλευε και μεγάλωνε το παιδί της. Ώσπου μια μέρα, χθες, βρήκε εξακόσια πενήντα ευρώ που δεν ήταν δικά της και τα παρέδωσε. Τα γύρισε πίσω. Δώσε μου την ερμηνεία λοιπόν. Γιατί τα γύρισε πίσω;»
«Επειδή δεν ήταν δικά της», μου απάντησε. Ήταν τόσο αυτονόητο που ξάφνου φαντάστηκα μια γυναίκα μόνη, στην πλώρη ενός πλοίου, με τα χέρια ανοιγμένα μπροστά, έτοιμη να σπρώξει το παγόβουνο μακριά μας.
Τελικά, ίσως τα φώτα δεν έχουν σβήσει εντελώς.
Πηγή: /www.iefimerida.gr