Γι’ αυτή την αίσθηση του άφθαστου
Δυο ώρες πικρές περάσαμε σ’ αυτό το καταραμένο παγκάκι, χωρίς να μπορούμε να σπάσουμε τη σιωπή που μας κρατάει απ’ το σβέρκο.
― Έρικα, αγάπη μου, λέω σε μια στιγμή κ’ είναι σα μια πνιγμένη κραυγή.
Δε λέει τίποτα, δεν ρίχνεται στην αγκαλιά μου να κλάψουμε, σε λίγο σηκώνεται.
― Είσαι εντάξει, Κώστας, λέει. Την έκανες για μένα την αγγαρεία. Εσύ δεν ήθελες να ’ρθεις.
― Και πειράζει, που την έκανα για σένα; ρωτάω.
― Πειράζει. Άλλο θα ’ταν να το θέλαμε κ’ οι δυο, λέει πεισματωμένη και ξεκινάει να φύγουμε.
Δεν μιλήσαμε σ’ όλο το δρόμο – ξέρουμε κ’ οι δυο μας. Είναι το τέλος.
Πόσο το πήγαμε αυτό το τέλος; Δυο μήνες, τρεις μήνες; Μήτε να ’μαστε σαν πρώτα μήτε να χωρίζουμε. Σερνόμασταν. Εμείς που αγαπηθήκαμε τόσο… Την έκανα εγώ την αρχή. Δεν πέρασα ένα βράδι στο κατάστημα να την πάρω. Εκείνη δεν ήρθε το Σάββατο σπίτι – είμουνα μέσα και την περίμενα. Εγώ δεν πήγα την Κυριακή στο δικό της σπίτι – εκείνη θα ’τανε μέσα και θα περίμενε.
Πέντε μήνες όλο κι όλο βάσταξε ο δικός μας έρωτας. Τόσο, λέω, να ’ναι η νόρμα του και για τους άλλους; Ή μήπως ο έρωτας δεν είναι για τους φτωχούς – τα μπερδεύουν όλα και πεινασμένοι γι’ αυτό που λέγαμε, την αληθινή ζωή – τα περιμένουν όλα μονάχα απ’ τον έρωτα; Ή μήπως ακόμα, έτσι είναι ο κόσμος αυτός ο σημερινός μας – ξεμάθαμε ν’ αγαπούμε, δεν ξέρουμε τι μας φταίει – και διαολιζόμαστε με τον έρωτα, όσο να τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα;
Έτσι τον έμαθα και τον έρωτα. Έμαθα, πως είναι μεγαλύτερος απ’ τον άνθρωπο, είναι λοιπόν, ακατόρθωτος. Μια φαντασία για κάποιον καιρό και καταλαγιάζει, σκορπίζεται. Και πρέπει, λέω, να ’ναι πολύ σπάνιο πράμα – της τύχης ολότελα – τα δυο πλάσματα να μπορούν να μείνουν ενωμένα, έτσι που τα θέλαμε εμείς. Ο συμβιβασμός που μπορούν να κάνουν – ορίστε, τον έκανα εγώ – δεν είναι για να σώσουν τον έρωτα, είναι για να τον ξεφύγουν, να παραιτηθούν απ’ αυτόν. Και πάλι δεν σώζεται τίποτα. Άλλοι μένουνε παραιτημένοι, μαζί και χωρίς τον έρωτα. Οι άλλοι χωρίζουν – να μην τον προδώσουν. Κ’ έτσι κι αλλιώς η πίκρα πάντα μένει. Για πάντα. Δεν είναι που λείπει τ’ αγαπημένο πρόσωπο, αυτό που φάνηκε πως είταν ο έρωτας. Είναι για την γνωριμιά του ακατόρθωτου. Γι’ αυτή την αίσθηση του άφθαστου που έχω και εγώ. Η Έρικα και κείνα τα τραίνα τα μισητά μου που δεν πάνε πουθενά, γίναν ένα πράμα. Είναι ο μεγάλος, ο άπιαστος κόσμος – που δεν υπάρχει. Η φαντασία μας τον άγγιξε μια στιγμή με τον έρωτα. Μια στιγμή μονάχα – και χάθηκε.
Η Έρικα που ’ταν ο έρωτας έφυγε. Η άλλη η Έρικα είναι μια κοπέλα που δουλεύει χαμάλισσα σ’ ένα κατάστημα λίγο πιο κάτω απ’ το Ντομ. Γλυκιά, φτωχή, βολικιά. Είναι μια τίμια κοπέλα – τίμια στο φίφτυ-φίφτυ, τίμια στον έρωτα, τίμια στο χωρισμό. Από μας τους φτωχούς – και γω πολύ την αγάπησα. Άμα θέλω, μπορώ να πάω, στέκομαι και περιμένω την ώρα που θα σκολάσουν, την παίρνω στο σπίτι, ξαναπηγαίνουμε στο δικό της. Για το φίφτυ-φίφτυ, χωρίς τον έρωτα. Και πάω την Κυριακή το πρωί και στα μανιτάρια της – για τον αέρα τον καθαρό, για να σκοτώνουμε τον καιρό – αφού δεν έχουμε και τι να τον κάνουμε. Και παντρευόμαστε κιόλας – για το γάμο, χωρίς τον έρωτα. Κ’ έχουμε και δύο μιστούς. Και κάνουμε και δύο παιδιά, από τα δώδεκα που ’θελε. Έτσι δεν είναι; Έτσι δε γίνεται μ’ όλους;
Ε, λοιπόν, όχι του κερατά… Μένω με την άλλη – που δεν θα ξανάρθει. Εκείνη την Έρικα που ’χε τον τρόμο στα μάτια. Να πικραίνομαι, να μετανιώνω, ν’ αποδιώχνω το βράδι την αγαπημένη της θύμηση, να την ονειρεύομαι μέσα στον άπιαστο κόσμο – ναι, ναι, εγώ το τίποτα των ανθρώπων, ο Κώστας εκείνος ο ανύπαρκτος…