« …Το ρολόι του στραπατσαρισμένου μου παλιού κινητού δείχνει 6.00 το πρωί και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα από τα καφεκίτρινα φυλλώματα των θεόρατων οξυών του δάσους.
Οι πρωινοί ήχοι και τα χαρούμενα τσιρίγματα των πετούμενων, με κάνουν να κοντοσταθώ λίγο, να σκουπίσω το ιδρωμένο μου μέτωπο και να αφουγκραστώ την άγρια ομορφιά.
Κάποια σκιουράκια χοροπηδούν με απίστευτα ζογκλερικά κόλπα από κλαδί σε κλαδί, κατανικώντας κάθε νόμο της φύσης και της βαρύτητας, ενώ κάπου στην κορυφογραμμή, ακούγονται τα ερωτικά καλέσματα ενός ζαρκαδιού, που με το κεφάλι ψηλά μουγκανίζει και κορδώνεται, θέλοντας να εντυπωσιάσει το θηλυκό του ταίρι, το οποίο παρακολουθεί λίγα μέτρα μακρύτερα σωστή βασίλισσα μέσα στις καφέ λωρίδες του τριχώματός του.
Ένα κοπάδι από πολύχρωμες πέρδικες προσγειώνεται στο παραδίπλα ποταμάκι, κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο με τα φτερά τους, και με βουλιμία βουτάνε τα μυτερά τους ράμφη στο κελαριστό παγωμένο νεράκι, πίνοντας το δώρο της μάνας γης, σηκώνοντας που και που το κεφάλι τους ψηλά, ευχαριστώντας θαρρείς με αυτό τον τρόπο τον Δημιουργό.
Σε ένα άνοιγμα της κατάφυτης περιοχής, μπορώ να αντικρίσω στον ασυννέφιαστο γαλανό ουρανό μια λευκή γραμμή, από το αεροπλάνο που πέρασε πριν λίγη ώρα, κουβαλώντας ένας θεός ξέρει ποιους και τι.
Προσγειώνομαι στην πεζή πραγματικότητα, καθώς ένα ρίγος μου διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου, από την πρωινή δροσιά και στρέφω την προσοχή μου προς τον σύντροφό μου.
Τον παρατηρώ δίπλα μου λίγα μέτρα πιο πέρα, να πασχίζει και να παλεύει με έναν φρεσκοκομμένο κορμό δέντρου, να τον κομματιάσει να τον ετοιμάσει για να τον φορτώσουμε στο όχημά μας.
Εγώ, καθαρίζω τα άχρηστα κλαδιά, ανοίγοντάς του χώρο, να τον διευκολύνω να εργαστεί με ευχέρεια.
Έχουμε έρθει από πολύ νωρίς, σε αυτή την απόμακρη πλαγιά, κρυφά σαν τους κλέφτες, για να υλοτομήσουμε λίγα ξύλα, παράνομα, να εφοδιάσουμε το φτωχικό μας για τον δύσκολο χειμώνα που θάρθει σε λίγους μήνες.
Δεν ντρέπομαι καθόλου γι αυτό που κάνουμε, δεν είμαστε έμποροι, απλά μια μικρή προμήθεια θα πάρουμε για να ζεστάνουμε την φωλίτσα μας και τα δυο μικρά παιδάκια μας. Ούτε θα καταστρέψουμε το πλούσιο δάσος, ούτε θα δημιουργήσουμε ανεπανόρθωτο κακό στην χλωρίδα, αυτό τα κάνουν άλλοι, πιο «ειδικοί».
Ζούμε με αξιοπρέπεια και εργαζόμαστε τίμια χωρίς να ενοχλούμε τον συνάνθρωπό μας και το μέλημά μας είναι να επιβιώσουμε σε αυτές τις δύσκολες εποχές.
Είχαμε μαζέψει έναν μικρό σωρό από ξύλα και είχα ξεχωρίσει παράμερα μια στοίβα με τσακανάκια, δουλεύοντας όσο πιο αθόρυβα γίνεται, με τον φόβο μην μας αντιληφθεί κανείς κι έχουμε άσχημες περιπέτειες.
Αφού τελειώσαμε για σήμερα την αποστολή μας, κάθισα δίπλα στον σύντροφό μου, πετώντας του στον ώμο ένα παλιό τζάκετ, για να μην πλευριτώσει από την πρωινή αύρα, ενώ έβγαλα από το σκισμένο μου σακίδιο ένα ψωμοτύρι, που είχα ετοιμάσει στο σπίτι και του το πρόσφερα χαμογελώντας του τρυφερά, κατανοώντας την κούραση, που ανέδυε το ιδρωμένο του πρόσωπο, ενώ άκουγα βαριά την ανάσα του να προσπαθεί να ανακτήσει τους κανονικούς της ρυθμούς.
Ξεφλούδισα μια καραμελίτσα που είχα στη τσέπη μου κι ένιωσα την γλυκιά της γεύση να πλημμυρίζει το στόμα μου, ευχαριστώντας το Θεό, που σχεδόν τελειώσαμε για σήμερα.
Καθόμουν δίπλα του, τα μπράτσα μας ακουμπούσαν και δεν μιλούσαμε, μόνο κοιτούσαμε την απέναντι βουνοκορφή, βυθισμένοι οι δυο μας στις σκέψεις μας, έχοντας ο καθένας τις έγνοιες του για το υπόλοιπο της ημέρας.
Ο καλός μου, μή δίνοντας σημασία στην κούρασή του, σκύβει, διπλώνεται στα δύο και κόβει ένα λευκό αγριολούλουδο, που φύονταν ανάμεσα στα τρεμάμενα από την κόπωση πόδια του και μου το προσφέρει μειδιώντας.
Του γνέφω "ευχαριστώ" και το βάζω στον κόρφο μου.
Ξάφνου, εκεί χαμηλά στον δασικό δρόμο που οδηγούσε την φιδίσια διαδρομή προς το βουνό, ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και σαν ένα τρένο φάντασμα πλησίαζε προς την τοποθεσία μας.
- Γρήγορα γυναίκα, να φύγουμε μην μας πιάσουν.
Η φοβισμένη βροντερή του φωνή με έκανε να πεταχτώ σαν ελατήριο και με τα μάτια μου διάπλατα ανοιχτά, τον κοιτούσα να μου δώσει οδηγίες τι να κάνω.
-Εγώ θα τρέξω να κρυφτώ εκεί σε κείνη την πλαγιά του πευκοδάσους κι εσύ θα πάρεις τον κατήφορο , ακολουθώντας το ποτάμι και θα βρεθείς στο χωριό. Κάνε γρήγορα, φύγε, φύγε.
Μη μπορώντας να αρθρώσω λέξη, έριξα στον ώμο μου το σακίδιο κι άρχισα να τρέχω προς την κατεύθυνση που μου υπέδειξε.
Με την άκρη του ματιού μου, το είδα να έχει ζωστεί τα εργαλεία του κι άρχισε να χάνεται στην πλαγιά, σωστό αγριοκάτσικο.
Εγώ πήρα τον κατήφορο και παραμερίζοντας τα διάφορα εμπόδια, χωνόμουν όλο και πιο βαθιά στο απόκρημνο τοπίο, έχοντας στόχο τον ποταμό, τον ήχο του οποίου άκουγα στο βάθος.
Η ανάσα μου έγινε πολύ βαριά, από την τρομάρα περισσότερο παρά από την κούραση και σε λίγα λεπτά μπορούσα να διακρίνω τον γκρεμό, που θα με οδηγούσε στην κοίτη του ποταμού.
Σε μια στιγμή, γυρίζω το βλέμμα μου πίσω, να δω, να σιγουρευτώ ότι ο σύντροφός μου έφτασε στο ασφαλές σημείο. Δεν διέκρινα τίποτα…..
Και τότε…..
Νιώθω το δεξί μου πόδι να σκαλώνει σε ένα ξερόκλαδο.
Αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή, νιώθω να πετάω, να αιωρούμαι στο κενό, απλώνω τα χέρια μου να πιαστώ από κάπου. Τίποτα. Μόνο κενό και μια αίσθηση ότι ξαφνικά έγινα πουλί.
Στα μάτια μου μπροστά βλέπω το ποτάμι να έρχεται καταπάνω μου, με ταχύτητα υπερηχητική, κι όλο να μεγαλώνει και τα ορμητικά νερά, σαν ένα λευκό σεντόνι να ανοίγουν μια αγκαλιά και να με προσκαλούν και έναν βράχο να μετατρέπεται σε γίγαντα πλησιάζοντάς με χαμογελώντας μου βλοσυρά.
Ένας γδούπος.....
Ξαφνικά όλα άσπρισαν.
Ένα λευκό φως τύλιξε τα πάντα.
Δεν πονούσα πλέον.
Δεν βαριανάσαινα.
Δεν είχα φόβο στη ψυχή μου, ούτε έγνοιες.
Όλα ήταν τόσο γαλήνια.
Τόσο Παραδεισένια.
Μπορούσα να νιώσω την δροσιά του γάργαρου νερού.
Να αισθανθώ την οσμή του λευκού αγριολούλουδου να με περιλούζει τόσο λυτρωτικά, τόσο εξιλεαστικά.
Να ακούσω τα τιτιβίσματα των πέρδικων και το κροτάλισμα του δρυοκολάπτη στον ξερό κορμό.
Ακόμη και κάποιες αγωνιώδεις κραυγές κάποιου ανθρώπου με μια περίεργη στολή:
“Νάτη, την βρήκαμε. Εδώ είναι. Νεκρή»…»