Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ
Κυκλωμένος από σύννεφα με χρώμα όμοιο με αίμα και όλα με κορυφές μυτερές, και καθισμένος σ΄ ένα σύννεφο μαύρο σαν πίσσα, ο Μέγας Θεός έριχνε ματιές στο μεγάλο καζάνι, που κοντά του έβραζε, ένα πελώριο καζάνι και άσπρο, κάτασπρο σαν από χιόνι. Δίπλα του σα σωρός φασολιών, ήτανε ριχμένες οι ψυχές περιμένοντας τη σειρά τους για να μπούνε, να βράσουν. Κάτω, κοντά στο καζάνι, μαζεμένη, τροφοδοτούσε τη φωτιά η γριά Μοίρα, βάζοντας σ΄ αυτή φίδια ξυλιασμένα, και μουρμουρίζοντας όπως πάντα. Κ΄ έλεγε σιγά.
— Σε όλους κάνουν εκκλησιές, σε όλους!... Και μόνο σε μένα δε βρέθηκε κανείς να κάνει!... Εμένα δε με λογαριάζουν, έτσι μ΄ αφήνουν! Α, μα καλά κάνω κ΄ εγώ, καλά κάνω, που τους ανακατεύω!
Κι εγέλασε σιγαλά ένα κακό γέλιο.
Ο Πλάστης γύρισε και την είδε και της είπε με φωνή σα βροντή μεγάλη, που ταραχτήκανε τα σύννεφα, πούχανε χρώμα όμοιο με αίμα.
— Είναι καιρός νομίζω!
Η Μοίρα ξεσκέπασε το καζάνι και ο Πλάστης βούτηξε το χέρι του κ΄ έσυρε δυο ανθρωπάκια.
— Να, λέει στη μοίρα, είν΄ έτοιμα!...
Και τα ΄στησε όρθια.
Το ένα είχε εκλεκτό πρόσωπο, που φαινόταν το ωραίο και οι ιδέες οι μεγάλες, οι ψηλές.
Το άλλο ήταν όλως διόλου το αντίθετο. Στο πρόσωπό του φαινόντουσαν πολλά, μα πολλά του κτήνους.
Ο Μέγας Θεός πάλι στράφηκε στη Μοίρα, που είχε σηκωθεί :
— Αυτόν, της είπε, για τον καλό ανθρωπάκο, θα τον πας εκεί!...
Κι έδειξε κάτω, πέρα μακριά, ένα μέγαρο ΄Αρχοντα, που ο ήλιος τρομαγμένος έτρεξε να φωτίσει.
— Αυτός κάνει για Άρχοντας.
Ύστερα έδειξε τον άλλον ανθρωπάκο.
— Τούτον εδώ τον μαγκούφη θα τον πας εκεί!...
Και της έδειξε μια καλύβα χαμάλη, που ο ήλιος πάλι φώτισε δυνατά, θαμπωτικά.
— Εμπρός!
Η Μοίρα άρπαξε τα δυο ανθρωπάκια και όρμησε με καμπουριασμένο σώμα, αλλά με μεγάλα βήματα προς το μέρος, που διέταξε ο Πλάστης.
Ο Μέγας Θεός για πρώτη φορά την ακολούθησε με το βλέμμα.
Ξαφνικά όρθωσε το κορμί του...
— Μα τι κάνει αυτή, τι κάνει!... είπε.
Είχε δει τη Μοίρα ν΄ αφήνει στο μέγαρο του Άρχοντα τον ανθρωπάκο, πούχε κάνει για χαμάλη, κι έπειτα να πηγαίνει δρομαία τον άλλον, τον ωραίο, τον καλό, πούχε για άρχοντα, στην καλύβα του χαμάλη.
Να την τιμωρήσει δεν ήθελε. Κι έπειτα την είχε κάνει από μια τρίχα του μουστακιού του.
Η Μοίρα ερχόταν.
— Τι έκανες κει; της φωνάζει θυμωμένος.
Και ο θυμός του ξεσπά σε σεισμό, σε καταστροφή, κάτω, στη γη.
Η Μοίρα πήγε πάλι κοντά του, και ενώ ο Μέγας Θεός οργισμένος έριχνε κεραυνούς στο κενόν, αυτή τον κοίταζε κατάματα γελώντας μ΄ αναίδεια...-
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 46-48.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.