6:03:00 μ.μ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
Τρεις μέρες. Έχω να φάω. Τρεις μέρες. Ένα τοστ δαγκωμένο. Έπεσε από ένα παιδί. Μετά σφαλιάρα η μάνα του. Και στα σκουπίδια. Το μάζεψα. Το ‘φαγα. Τρεις μέρες. Ένα τοστ. Είμαι ξελιγωμένος. Κάνω ένα βήμα. Στέκομαι. Δύο, ξανά στέκομαι. Φτάνω στην πλατεία. Πεινάω. Διψάω. Σιντριβάνι. Νερό. Ζητάω λεφτά. Απλωμένο χέρι. Δέκα δραχμές. Είκοσι δραχμές. Στους νέους δεν δίνουν. Ξελιγωμένος. Θυμάμαι το φαΐ. Η πείνα είναι όνειρο. Να γεύεσαι. Να γεμίζεις. Να ρεύεσαι. Πονάει το στομάχι μου. Άδειο. Όλα είναι θολά.
Κάθομαι στο σιντριβάνι. Σκύβω να πιω νερό. Ζαλίζομαι. Πέφτω μέσα. Γίνομαι μούσκεμα. Μεγάλη ντροπή. Βγαίνω, περπατάω γρήγορα. Θέλω να φύγω μακριά. Κοιτούν όλοι. Ντροπή. Τα παπούτσια μου βαριά. Πλουτς. Το νερό τρέχει στη μέση μου. Κρυώνω. Περπατάω και με ακούν όλοι. Δεν μπορώ να μείνω μόνος. Όλοι με βλέπουν. Ζαλίζομαι. Ξελιγωμένος. Κρυώνω. Όλα γυρίζουν. Περνάνε κάτι παιδιά. Γελάνε μαζί μου. Εγώ κοιτάω κάτω. Το έδαφος γυρίζει. Νιώθω τις σταγόνες να τρέχουν. Από το σώμα στα πόδια. Στάζω.
Μπροστά μου ένα θολό χαρτί. Γαλάζιο. Έχει το νούμερο πέντε. Ζαλίζομαι. Τρία μηδενικά. Πεντοχίλιαρο! Αγωνία. Είναι τρία βήματα μακριά. Ένα βήμα. Ήχος από στύψιμο. Το πεντοχίλιαρο γυρίζει γύρω γύρω. Σαν να μου φεύγει. Κι άλλο βήμα. Φυσά αεράκι. Ανατριχιάζω. Ένα βήμα ακόμα και χορτάτος. Θα φάω. Λίγο ακόμα πιο κει. Κολλαριστό. Πετάει εύκολα. Κι άλλο βήμα. Σκύβω. Σχεδόν μπουσουλάω. Γλιστράω. Ξελιγωμένος. Πέφτω. Σκάω στο τσιμέντο σαν μπαλόνι με νερό. Δεν έχω δύναμη να σηκωθώ. Δεν βλέπω τα λεφτά. Ήταν παραίσθηση.
Είμαι μπρούμυτα στις πλάκες της πλατείας. Με τις κουτσουλιές. Βλέπω από κοντά τις αυλακώσεις τους. Τις χαρακιές. Χαρακιές στο στομάχι. Πεινάω. Δεν νιώθω. Όταν πεινάς τόσο δεν υπάρχει τίποτα. Δεν νιώθεις καθόλου. Θυμάμαι το πεντοχίλιαρο. Ζεστό τσιμέντο. Ζεσταίνει τις παλάμες μου. Ανακούφιση. Είμαι βρεγμένος. Ψηλαφώ ξανά τριγύρω. Μετά χτυπάω τα χέρια μου στο τσιμέντο. Με όση δύναμη έχω. Σκέφτομαι ότι κάνω σα μωρό. Τα λεφτά πουθενά. Μόνο στο μυαλό μου. Όταν πεινάς, πεινάς παντού. Και στο μυαλό. Πρέπει να σηκωθώ. Καμία απογοήτευση. Μόνο η πείνα. Είμαι πολύ βαρύς. Πρέπει να σηκώσω όλο αυτό το μουσκίδι. Νηστικός και τόσο βαρύς. Στηρίζομαι στα χέρια μου. Μια χάρτινη αίσθηση στο ένα χέρι. Το πεντοχίλιαρο κολλημένο στο χέρι μου. Χορταίνω ήδη!
Τώρα το γραπώνω γερά, στέκομαι στα πόδια μου χωρίς δυσκολία, έχω φτερά, διασχίζω την πλατεία, σέρνομαι, αλλά γοργά, περνώ δίπλα από το σιντριβάνι, απέναντι σαντουιτσάδικο, πλατς, μπαίνω μέσα, στάζω, κοιτάζω τη βιτρίνα, σταγόνες από τα μαλλιά μου στο τζάμι της, σταγόνες από τα μαλλιά μου στα χείλια μου ή μήπως είναι σάλια, είμαι ευτυχισμένος μόνο από τη μυρωδιά, γήπεδο, ο πατέρας μου, η ευτυχία είναι σάντουιτς, παραγγέλνω, διπλό τυρί, μπέικον, μπιφτέκι, καπνιστό, ζαμπόν, μανιτάρια, πιπεριά, ντομάτα, μαγιονέζα, πήγαινε πρώτα στο ταμείο, μου λέει, πάω στο ταμείο, τι; Δεν χαλάει πεντοχίλιαρο. Λέει. Σε παρακαλώ, πεινάω. Τέλος, λέει. Να το χαλάσω. Πού να το χαλάσω. Δεν αντέχω. Έχω γεμίσει νερά το μαγαζί, λέει. Να φύγω. Να χαλάσω και να ξανάρθω. Πού να χαλάσω. Και το σάντουιτς; Μόλις χαλάσεις, λέει.
Ζαλίζομαι. Η πλατεία γυρίζει. Έχετε να χαλάσετε; Κανείς δεν μου μιλάει. Με αποφεύγουν οι άνθρωποι. Το σιντριβάνι. Το σιντριβάνι γυρίζει. Να ακουμπήσω. Έχετε να χαλάσετε; Πλαστό θα είναι, ακούω. Κάθομαι. Μήπως έχετε να χαλάσετε; Κανείς. Πάω στο περίπτερο. Έχεις να χαλάσεις; Το παίρνει στο χέρι του. Σαν να το χαϊδεύει. Πού το βρήκες ρε; Μου το δίνει πίσω. Το χαϊδεύω κι εγώ. Με τα δυο δάχτυλα. Όπως αυτός. Είναι ανάγλυφο. Μου ανακουφίζει τις ρώγες των δαχτύλων. Τα πόδια μου δεν με κρατούν. Έχετε να χαλάσετε; Οι άνθρωποι δεν με πλησιάζουν. Πεινάω. Ξελιγωμένος. Έχετε να χαλάσετε; Πλουτς, πλατς. Παραμιλάω. Φωνάζω. Μου το χαλάτε; Ανεμίζω το κολλαριστό πεντοχίλιαρο. Δεν με κρατάνε άλλο τα πόδια μου. Κάθομαι στο γείσο του σιντριβανιού. Ένα αγοράκι τρέχει μέσα στα περιστέρια. Αυτά πετάνε. Προχωρά καταπάνω μου. Πίσω τρέχει η μάνα του να το προλάβει. Έρχεται μπροστά μου. Είναι όμορφο. Το βλέπω θολά. Μου τραβάει τα λεφτά από το χέρι. Τ’ αφήνω. Δεν έχω δύναμη. Κρατάει μια σοκολάτα. Μισολιώνει στο χέρι του. Την τείνει αδέξια προς το μέρος μου. Καλό παιδί. Η μαμά του είναι σχεδόν δίπλα. Μη! του φωνάζει. Αρπάζω τη σοκολάτα και τη χώνω απευθείας στο στόμα. Με το χαρτί. Αυτή αρπάζει το χαρτονόμισμα από το γιο της. Τι σου έχω πει; Το σκίζει σε χίλια κομμάτια και το πετάει. Ρεύομαι.
Το κείμενο "Η ευτυχία είναι σάντουιτς" είναι ένα από τα επιμέρους κείμενα στη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα Η Βικτώρια δεν υπάρχει που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Ο Γιάννης Τσίρμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης. Είναι εκλεγμένος λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως ειδικός επιστήμονας ανάλυσης της επικοινωνίας. Εκτός από επιστημονικές δημοσιεύσεις, δημοσιεύει άρθρα και βιβλιοκριτικές στον Τύπο και στο Διαδίκτυο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε πανελλαδικούς διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η Βικτώρια δεν υπάρχει είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο.
© Γιάννης Τσίρμπας + Εκδόσεις Νεφέλη
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.