Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020
Αποστειρωμένος Παράδεισος
Ο μπαρμπα Γιάννης ρουφάει και την τελευταία γουλιά από το φλυτζάνι του σκέτου ελληνικού καφέ, και αφού τακτοποιεί την κιτρινισμένη κορνίζα της μακαρίτισσας, καταπίνει βιαστικά τα χάπια της πίεσης και της καρδιάς.
Ρίχνει στην πλάτη του το σακίδιό του με το νερό και το ξεροκόμματο, που ετοίμασε αποβραδίς και ρίχνοντας μια ναρκισσιστική ματιά στο καθρεφτάκι της κουζίνας, στρίβει με μαεστρία το πλούσιο κάτασπρο μουστάκι του μειδιώντας.
Κλείνοντας πίσω του την εξώπορτα, βγάζει ένα μακρόσυρτο σφύριγμα και στη στιγμή, εμφανίζεται μπροστά του ένας μεγαλόσωμος μαλλιαρός σκύλος, κουνώντας νωχελικά την φουντωτή ουρά του. Αφού κοιτιούνται υπονομευτικά για μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια, ξεκινούν, άνθρωπος και σκύλος, με αργά βήματα και παίρνουν το δρόμο προς τα περιφερειακά του οικισμού.
Η πρωινή δροσιά που έχει κατακαθίσει, χτυπάει ευχάριστα το ρυτιδιασμένο μέτωπο του 80χρονου, που υποβασταζόμενος στο χειροποίητο σκαλιστό μπαστούνι του, παρατηρεί με περισσή σπουδή τον γύρω χώρο. Ακολουθώντας την πανέμορφη όχθη του χειμάρρου με το λιγοστό, λόγω θέρους, τρεχούμενο νερό, ρίχνει κλεφτές ματιές πίσω του, να επιβεβαιώσει ότι ο πιστός του σύντροφος τον ακολουθεί. Κάπου κάπου στη διαδρομή, βατραχάκια αναπηδούν τρομαγμένα, τσαλαβουτώντας στο νερό με ηχηρούς παφλασμούς, δημιουργώντας τέλειους κυκλικούς δακτύλιους ανάμεσα στα πράσινα νούφαρα.
Ο γερο σκύλος καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να τρέξει, όπως όταν ήταν νεότερος, αλλά το μόνο που καταφέρνει να κάνει, είναι μερικά μέτρα και μετά, με σαλιωμένη από αφρούς τη γλώσσα του, αναγκάζεται να συμβιβαστεί στο γνώριμο αργόσυρτο περπάτημά του.
Αρκετή ώρα αργότερα οι δυο ήρωές μας, φτάνουν τελικά στον προορισμό τους, με τον ήλιο να έχει πάρει την ανηφόρα προς το στερέωμα και να γίνεται ιδιαίτερα αισθητός.
Η τοποθεσία που ξεπροβάλει μπροστά τους, είναι μια ανοιχτωσιά, ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πανύψηλα, αιωνόβια και βαθύσκιωτα πλατάνια, χωρισμένη σε δυο επίπεδα, σαν αναβαθμίδες, και αποκαλύπτει ένα μικρό αυτοσχέδιο κηπάκο, με όμορφη διάταξη και χαρίκια λες και είναι σχεδιασμένα με διαβήτη.
Είναι το επίγειο βασίλειο του μπαρμπα Γιάννη, όπου μπορείς να δεις διάφορες σειρές με ζαρζαβατικά, χόρτα, μέχρι και λουλούδια, ενώ ολόγυρα διάφορα οπωροφόρα δέντρα περιστοιχίζουν τον χώρο. Ένα παλιό κατεστραμμένο ψυγείο σε μια γωνιά, και μέσα του αποθηκευμένα διάφορα εργαλεία, γάντια και φυτοφάρμακα, η απόλυτη αποθήκη για τον νοικοκύρη γέροντα.
Στο ψηλότερο σημείο του ξέφωτου, ένας θεόρατος βράχος, στη βάση του οποίου πηγάζει μια μικρή πηγή, από την οποία αναβλύζει γάργαρο κελαριστό νερό, που με έναν δαιδαλώδη σχεδιασμό, ο μπαρμπα Γιάννης, το οδηγεί σε όλον τον χώρο, για το πότισμα.
Αφού παίρνουν τις σχετικές ανάσες, ο μεν σκύλος απομακρύνεται, ακολουθώντας την όσφρησή του, κυνηγώντας ποιός ξέρει τί, ο δε γέροντας καταγίνεται στο ξεχορτάριασμα, αγνοώντας το τρίξιμο των ασθενικών οστών του σε κάθε του κίνηση . Ένα μικρό ραδιοφωνάκι με μπαταρίες, κρεμασμένο στο κλαδί μιας ροδακινιάς, παίζει τραγούδια από τον αγαπημένο σταθμό του μπαρμπα Γιάννη, διαχέοντας μελωδικές νότες που ενώνονται με το κελάιδημα των πουλιών, δημιουργώντας την πιο τέλεια συμφωνία της φύσης.
Ώρες αργότερα, και αφού έχει τελειώσει σχεδόν η σημερινή αποστολή, ο εργατικός γέροντας κάθεται δίπλα στη πηγή και μοιράζει το λιτοδίαιτο σάντουιτς, μισό μισό με τον σύντροφό του και μασουλώντας βιαστικά, απολαμβάνουν τις τελευταίες στιγμές της ημέρας, μιας και ο ήλιος έχει πάρει την κατιούσα και κρύφτηκε πίσω από τις πλαγιές, αφήνοντας ρόδινες αποχρώσεις.
Συνειδητοποιώντας ότι έχουν αργήσει, ο ηλικιωμένος, πασχίζει να σηκωθεί και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής, αλλά οι κινήσεις του είναι αργές και χρονοβόρες.
Ξάφνου από μακρυά ακούγονται κορναρίσματα παρατεταμένα και φωνές ανθρώπινες, βρισιές θαρρείς, βλαστήμιες.
Σε λίγα λεπτά ξεπροβάλλει στο ξέφωτο ο γιος του γέροντα. Είναι ένας σαραντάρης ξερακιανός τύπος, ψηλός και ευθυτενής και οι γοργές κινήσεις του και οι βηματισμοί, υποδηλώνουν, ότι είναι πολύ θυμωμένος, ενώ τα μάγουλά του είναι κατακόκκινα, δείγμα υψηλής πίεσης. Πλησιάζοντας προς τον πατέρα του και τον σκύλο, μπορείς να διακρίνεις τις βρισιές και διάφορες ακαταλαβίστικες προτάσεις. Ο σκύλος θέλοντας να δείξει τη χαρά του στο νεότερο αφεντικό, τον πλησιάζει κουνώντας την ουρά του, αλλά στη στιγμή, το τακούνι του σαραντάρη προσγειώνεται με δύναμη στο κεφάλι του, κάνοντάς τον να φύγει τρέχοντας και ουρλιάζοντας.
Ο νέος άντρας με ακατονόμαστες εκφράσεις πιάνει βίαια τον πατέρα του και με γοργές κινήσεις τον αναγκάζει να επιστρέψουν στον κάτω δρόμο, όπου άφησε το αυτοκίνητό του.
-" Σου έχω ξαναπεί να μην εξαφανίζεσαι. Τί βλακείες είναι αυτές; Θέλεις να με βάλεις σε μπελάδες; Γύρνα στο σπίτι, στο δωμάτιό σου. Τι είναι αυτά που κάνεις; Όλα σου τα έχω εκεί. Δεν χρειάζεται να έρχεσαι εδώ. Στον παράδεισο σε έχω κι εσύ έρχεσαι εδώ στα κατσάβραχα;"
Τον ρίχνει σχεδόν τσουβαλιαστό τον μπαρμπα Γιάννη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και αναπτύσσοντας ταχύτητα, κατευθύνονται προς το σπίτι τους. Ξοπίσω τους με υπερπροσπάθεια τους ακολουθεί ασθμαίνοντας ο σκύλος ξεπερνώντας τον πόνο της κλωτσιάς.
Στη διαδρομή ο ηλικιωμένος πατέρας, σκουπίζει κρυφά ένα δάκρυ από τα υγρά του μάτια, δεν λέει κουβέντα και κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά ακούει τον "εξάψαλμο" του γιού του.
Θέλει να του πει πολλά, πως ο "παράδεισος" δεν είναι οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου του, πως η ζωή δεν είναι η αποστείρωση του εγκλεισμού, πως ζωντανός δεν είναι κάτω από την φαινομενική ασφάλεια της αυλής πως, πως, πως θέλει να φανεί χρήσιμος, πως είναι ακόμη ζωντανός, πως θέλει να βλέπει τον ήλιο να βγαίνει κάθε μέρα, να βοηθάει τη φύση να αναγεννάται, πως θέλει να λερώνει με λάσπη τα χέρια του, πως στις φλέβες του το αίμα ρέει ακόμη, πως θέλει να ζήσει, πως το σκοτάδι του δωματίου του τον πλακώνει, πως, πως, πολλά.
Καταπνίγει την απογοήτευσή του και δεν του λέει τίποτα.
Φτάνοντας στο σπίτι ο εξοργισμένος ακόμη γιός συνεχίζει να βρίζει και να επιπλήττει και αφού τον βάζει στο δωμάτιό του πλησιάζει στην εξώπορτα για να φύγει στο σπίτι του που είναι δίπλα...
Ο Μπαρμπα Γιάννης τον σταματάει και με τρεμάμενη και στοργική φωνή του λέει:
-"Στάσου λίγο παιδί μου. Να, πάρε λίγα ώριμα και νόστιμα σύκα που έκοψα από τον κήπο, να τα φάτε μαζί με τα εγγονάκια και να γλυκαθείτε".
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.