Τρίτη 18 Ιουλίου 2017
Έξι και τριάντα. Ένα ξημέρωμα αλλιώτικο από τα άλλα.
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Αχ, η παλιά η γειτονιά μου! Αν κάτι έπρεπε να ζηλεύουν οι άνθρωποι του σήμερα είναι ακριβώς αυτό, την παλιά γειτονιά. Οι κάτοικοι, φίλοι μεταξύ τους και τα παιδιά, έμεναν με την αίσθηση ότι αποτελούσαν μιαν οικογένεια. Κάπως μεγάλη βέβαια, αλλά μια ιδιότυπη οικογένεια που τα άτομα δεν συνδέονταν με δεσμούς αίματος, αλλά με αυτά της Αγάπης και της φιλίας.
Οι γείτονες, της ίδιας πάνω κάτω οικονομικής επιφάνειας και μόρφωσης, με τους νέους να προηγούνται με βραχείαν κεφαλήν στον τομέα αυτόν τουλάχιστον. Κάπως έτσι επιτυγχάνεται η πρόοδος του ανθρώπου.
Ανάμεσα στη μικρή αυτή κοινωνία και μία τριμελής οικογένεια, η πιο φτωχιά ίσως, μα και η πιο περίεργη. Μία απίστευτα άσχημη μάνα με δύο πανέμορφα αγόρια, τα παιδιά της. Εργαζόταν σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό και όταν κάποτε η τότε Βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέφτηκε τον χώρο, πήγε η κυρά που λέγαμε και της μίλησε όπως θα μιλούσε στη μάνα μου, στη μάνα σας, άφοβα, μα με σεβασμό που άφησε κατάπληκτη τη γαλαζοαίματη εστεμμένη για την έλλειψη οσφυοκαμψίας της παράξενης και υπερήφανης αυτής εργαζόμενης.
Τα έφηβα αγόρια της εκ διαμέτρου αντίθετα στα πάντα. Το μεγάλο, παιδί των γραμμάτων και των τεχνών και το μικρό τεμπελάκος και μάγκας, το καμάρι της μάνας και η κρυφή της αδυναμία. Ο μεγάλος πήγαινε σχολείο και ο μικρός κάλφας σε ένα σιδηρουργείο.
Και ένα ηλιόλουστο και μαύρο μεσημέρι (σχήμα οξύμωρο) βλέπει η μάνα τον άγγελό της να γυρίζει από τη δουλειά του με το χέρι του όλο μπανταρισμένο και το πρόσωπο το αγγελικό του κατακίτρινο και φοβισμένο. Πάγωσε το γέλιο στο στόμα της φτωχιάς, αλλά με ψυχραιμία για να μην τρομάξει πιότερο το βλαστάρι της τον ρωτά ψύχραιμα να της πει τι συνέβη. Το τεράστιο μπαντάρισμα βέβαια δεν άφηνε περιθώρια να υποθέσει ότι επρόκειτο για κάτι απλό από μόνο του φώναζε τη σοβαρότητα της κατάστασης και απορίας άξιον πώς και το παιδί δεν το κράτησαν στο Νοσοκομείο, όπου το είχαν πάει για τις πρώτες βοήθειες. ΈΝΑ από τα λάθη της άσπρης μπλούζας. Επρόκειτο να ακολουθήσουν και άλλα.
Έδωσε του παιδιού της να πιει ένα ποτήρι νερό με μέσα λίγες σταγόνες λεμόνι και μία κουταλιά μέλι, κάθισε στα πόδια του και τον άφησε να της διηγηθεί το τι συνέβη εκείνο το πρωινό, που έμελλε να το θυμάται η οικογένεια μία ζωή, όπως και όλοι εμείς, η ευρύτερη οικογένειά του, απόδειξη ότι σας το διηγούμαι μετά από μισό αιώνα και βάλε.
«Μάνα, για ό,τι έγινε δικό μου το λάθος και μη τολμήσεις να ζητήσεις ευθύνες από κανέναν. Μια στιγμή μοιραίας απροσεξίας και το ηλεκτρικό σιδεροπρίονο με το οποίο έκοβα μια λαμαρίνα μού ξέφυγε και η λαμαρίνα πήρε το χέρι μου. Είχα Άγιο να λες που δεν πήρε το χέρι μου πέρα για πέρα να το κόψει σαν κλαράκι. Με έτρεξαν βέβαια στο Νοσοκομείο και 'κει μου είπαν ότι θα μου κάνουν αντιτετανικό ορό. Ξέρεις δα πόσο τις τρέμω τις ενέσεις. Βλέποντας ότι το χέρι μου δεν το έχασα και νιώθοντας τυχερός, αυτό μου αρκούσε και αρνήθηκα τις περεταίρω τσιριμόνιες και τα σου και μου. Αφού δεν δέχτηκα τον ορό με έβαλαν και υπέγραψα ότι με δική μου ευθύνη έγινε αυτό και μου είπαν να πάω στο καλό. Αυτό έκανα και να ‘μαι».
«Και οι γιατροί συμφώνησαν μαζί σου ένα παιδάκι 14 χρόνων;»
«Να πω την αλήθεια επέμεναν εκείνοι, μα η δική μου επιμονή νίκησε και γλύτωσα τα εργαλεία τους πανάθεμα τους, μου ανακατεύονταν τα άντερα έτσι που τους έβλεπα σαν τους χασάπηδες μέσα στο αίμα βουτηγμένους, μπρ μπρ. Γλύτωσα εγώ το χεράκι μου; Ε, όλα τ’ άλλα είναι πράσινα άλογα και μαλα… συγγνώμη βρε μάνα».
Έλα όμως που η μάνα, ναι μεν ντιπ αμόρφωτη, αλλά ξύπνια, όταν πρόκειται για τα παιδιά της, τα έβαλε με τους ασπρομπλουζάδες που υπάκουσαν στο κωλόπαιδο και αν μη τι άλλο δεν το κράτησαν στο Νοσοκομείο μη και έχει κάποια επιπλοκή. Σιγά μαντάμ και μη χολόσκαναν. Αυτοί ήταν πλήρως καλυμμένοι με την υπογραφούλα του.
Και το ατυχηματάκι θα ξεχνιόταν αν δεν μεσολαβούσε ένα κρυολόγημα του νεαρού, μια ψύξη, όπως απεφάνθη ο γιατρός που κάλεσαν, με τον πυρετό που δεν έλεγε να κατέβει σκαλί κάτω από το 40. Η μάνα τράταρε τον γιατρό γλυκό του κουταλιού νερατζάκι και εκείνος τράταρε τον μικρό ένα μπατσάκι στο μάγουλο που έβραζε, έδωσε και κάτι φάρμακα και είπε ότι θα ξαναπερνούσε να τον δει. Την επομένη και μεθεπομένη ο πυρετός 42 (όχι 40 και 2, αλλά 42!) και τα σαγόνια του νεαρού αγοριού να μην μπορούν να ανοίξουν να του δώσουν ένα κουταλάκι νερό.
Και ο γιατρός: «τς, τς, τς, άσχημη ψύξη, μα θα περάσει». Αυτή τη φορά προτίμησε συκαλάκι γλυκό που μόλις είχε φτιάξει η κυρά Σοφία και έφυγε καθησυχάζοντας και καναδυό γείτονες που ήταν παρόντες. Έλα όμως που όχι δεν περνούσε η ψύξη μα το παιδί μη μπορώντας να κλάψει ή να παραμιλάει από τον πυρετό, άρχισε να μουγκρίζει ένα πράγμα να τρελαίνεσαι. Μαζεύτηκε πλήθος και λαός στο φτωχικό, πραγματικά σκασμένοι οι πάντες και μια φωνή ακούγεται να λέει ξάφνου: «Ρε σεις τι καθόμαστε, το παιδί πεθαίνει!». Ειδοποιούν το 166, αλλά αδυνατούσε να έρθει γιατί είχαν απεργία οι τραυματιοφορείς και το μόνο που δεν απεργούσε αναγκαστικά και σε εφημερία, ήταν αραγμένο, παρουσιάζοντας ανήκεστον βλάβην! Φωνάζουν και τον γιατρό ξανά μανά και ο επιστήμων αποφαίνεται: «Γρήγορα το γιατρό, το νοσοκομειακό ήθελα να πω, ΤΕΤΑΝΟΣ». Μπράβο γιατρέ σαΐνι του κερατά, μπράβο τα διπλώματά σου μέσα. Βάζουν τον αναίσθητο μικρό σε ένα καρότσι που χρησιμοποιούσε ο παγοπώλης για τη διανομή πάγου και τον μεταφέρουν τρέχοντας στο γειτονικό Νοσοκομείο και από 'κει αστραπή στο Λοιμωδών. Το παιδί στα τελευταία του και η γειτονιά ένας θρήνος, τύφλα να ’χει η Επίδαυρος και ο Αρχαίος Χορός με την Συνοδινού να ωρύεται «ωιμέ ωιμέ». Και εδώ είναι το παράδοξο της υπόθεσης: Οι πάντες να κλαίνε και να οδύρονται εκτός της μάνας. Η καψερή, ή της είχε σαλέψει από τον πόνο, ή καθώς ήταν και Θεούσα περιφερόταν σιωπηλή κάνοντας και διάφορες μικροδουλειές του σπιτιού λέγοντας: «Αν θέλει ο Θεός να μου τον πάρει εγώ τι μπορώ να κάνω;» Η γυναίκα μάλλον το είχε χάσει ηλίου φαεινότερον.
Οι γιατροί επιβεβαίωσαν την θαυμάσια γνωμάτευση του άριστου συναδέλφου (κόρακας κοράκου μάτι… κτλ. κτλ.) και είπαν ότι, όχι οι μέρες, μα οι ώρες του μικρού ήταν μετρημένες.
Και αρχίζει ένας Γολγοθάς απερίγραπτος. Οι πάντες στη γειτονιά σε εγρήγορση αναμένοντας το φρικτό μαντάτο, που δεν έλεγε και αυτό να φανεί προφανώς μην αντέχοντας μιαν τέτοια ευθύνη, ένα τέτοιο βάρος. Και περνάει η μέρα η πρώτη και περνάει η δεύτερη και η τρίτη και η τέταρτη και ναι μεν ο μικρός στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου σε μια πάλη του Χάροντα με τη ζωή που δεν θυμόταν να είχε ξαναπαλέψει έτσι, με την ζυγαριά πόντο πόντο να γέρνει προς το μέρος του αήττητου δρεπανοφόρου!
Και φτάνει η 10η ημέρα με τη μάνα εξαντλημένη να έχει γύρει στα πόδια του κρεβατιού που τελείωνε το παιδί της βυθισμένη σε έναν εφιαλτικό ύπνο. Φαίνεται όμως ότι το μυαλό της βρισκόταν σε εγρήγορση γιατί ξάφνου ακούει το παιδί να ψιθυρίζει αχνά αλλά καθαρά:
«Μάνα, πού πήγε ο φίλος μου;»
«Φίλος σου μωρό μου; Κανένας φίλος δεν ήταν εδώ αφού εσύ κοιμόσουνα».
«Έλα τώρα, πλάκα μου κάνεις; Αφού καθόταν κοντά σου στα πόδια του κρεβατιού μου και μιλάγαμε, ενώ εσύ λαγοκοιμόσουν».
«Όχι αγαπούλα μου, κανείς δεν ήταν δεν με πιστεύεις;»
«Μάνα το ‘χασες; Ή δεν τον ξέρεις τον φίλο μου; Εκείνος ο ψηλός, ο Ξανθός, που φοράει μια περίεργη ζακέτα με κάτι σαν φτερά στην πλάτη και μου είπε πως τον λένε Μιχαήλ, συνονόματός μου δηλαδή! Μάλιστα μου είπε ότι αυτός ξέρει ένα φάρμακο που θα με κάνει καλά και να μη φοβάμαι καθόλου».
Η κυρά Σοφία ένιωσε να είναι στα πρόθυρα λιποθυμίας και κρατώντας την ψυχή της στα δόντια της κάλεσε τους γιατρούς να έρθουν, νομίζοντας ότι έφτασε η φοβερή Στιγμή, ερμηνεύοντας και πολύ σωστά ποια ήταν αυτή η παρουσία που περιέγραψε το ετοιμοθάνατο παιδί της. Μα οι γιατροί το μόνο που έκαναν ήταν να πουν έκπληκτοι ότι ο έφηβος διέφυγε τον κίνδυνο, ίσως γρήγορα να γινόταν καλά, και ότι επρόκειτο περί θαύματος, που, βέβαια, ήταν υποχρεωμένοι να πιστέψουν.
Ξημέρωνε μια μέρα γιορτινή μια Κυριακή αξέχαστη. Το νέο διαδόθηκε αμέσως στη γειτονιά με την εκκλησία να γεμίσει από τους Χριστιανούς πριν καν αρχίσει η πρώτη λειτουργία. Θα ήταν δεν θα ήταν έξι και τριάντα χαράματα.
Και μετά μία εβδομάδα, το παιδί πήρε εξιτήριο, με τους γιατρούς να μην μπορούν ακόμη να πιστέψουν πώς μια από τι χειρότερες μορφές τετάνου ιάθηκε πλήρως και μυστηριωδώς.
Τι σου είναι όμως και η Επιστήμη! Θαύματα κάνει πια!
ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.