Το αντίο...
Της Αθηνάς Μαραβέγια
Καρδιά του χειμώνα. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα κι εκείνος καθόταν εκεί, στην ακρούλα του βράχου. Έβλεπε τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας. Είχε πολύ αέρα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν τον πάγωνε το κρύο, όχι. Κρύωνε η ψυχή του. Καιρό τώρα κρύωνε η ψυχή του. Από κείνη τη μέρα, στα μέσα του καλοκαιριού, εκείνου η καρδιά πάγωσε ξαφνικά…
Εκείνη, αχ, εκείνη…. Γελούσε. Πάντα γελούσε. Και τα μεγαλύτερα προβλήματα κι αν αντιμετώπιζαν, εκείνη γελούσε. Έβρισκε πάντα τον τρόπο να χαμογελά. Ακόμα κι όταν τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, στα χείλη της ζωγραφιζόταν εκείνο το χαμόγελο, που τον πρώτο καιρό τον θύμωνε, μα με τα χρόνια έμαθε πως ήταν το μοναδικό της όπλο.
Το καλοκαίρι που πέρασε, δυο μεσήλικες πια οι δυο τους, είχαν πάει τις ομορφότερες διακοπές τους. Για δύο ολόκληρους μήνες γύριζαν τα νησιά, αφού πήγαν πρώτα στην Κομοτηνή, που τόσο πολύ ήθελε εκείνος να πάει. Από κει πήγαν στην Καβάλα και μετά επισκέφτηκαν τη Μυτιλήνη, τη Λήμνο, την Πάτινο – όπως έλεγε εκείνος την Πάτμο, και ήταν το νησί που ήθελε εκείνη να προσκυνήσει, όπως έλεγε – την Πάρο, τη Σαντορίνη, βρέθηκαν στην Κρήτη, στη Ρόδο… Και πού δεν πήγαν!!! Τι όμορφες και ξένοιαστες μέρες και νύχτες!!! Ούτε όταν ήταν νέοι κι ερωτευμένοι δεν έκαναν τέτοιο ταξίδι!
Ερωτευμένοι… Μα έπαψαν ποτέ να είναι ερωτευμένοι; Σαν όλα τα ζευγάρια, είχαν κι εκείνοι τις διαφορές και τους καβγάδες τους, μα ποτέ δεν έπαψαν να είναι ερωτευμένοι. Πώς τον κοίταζε στα μάτια… Και τότε η καρδιά του πετάριζε, όπως τότε, όταν την είχε πρωτοσυναντήσει….
Σαν κινηματογραφική ταινία περνάει η ζωή τους από μπροστά του και στ’ αυτιά του φτάνει εκείνο το γέλιο της! Ακόμα κι όταν αρρώστησε το παιδί τους και όλους τους μήνες που πάλευε με την αρρώστια του και μετά, όταν εκείνο έχασε τη μάχη, την έβρισκε πάνω από τον τάφο να του μιλάει, να χαμογελάει, ακόμα-ακόμα και να γελά. Είχε φοβηθεί τόσο πολύ τότε, μην της σαλέψει το μυαλό. Πήγαινε, τον πρώτο καιρό κάθε μέρα και μετά πιο αραιά, και την έβρισκε να λέει εκεί, στο ανθοστόλιστο μνήμα, όλα τα νέα, για τις σκανταλιές των μικρών τους κοριτσιών, θύμωνε με την πολιτική κατάσταση, γελούσε με τα ευτράπελα…
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, με κείνη πάντα να χαμογελά. Τα δύο τους παιδιά, σαν μεγάλωσαν, κι έγινα κοπέλες πανέμορφες, άνοιξαν τις φτερούγες τους κι έφτιαξαν τις δικές τους φωλιές. Έτσι του έλεγε, όταν εκείνος στενοχωριόταν που έφυγαν τα κορίτσια μακριά τους. Κι οι ευλογημένες, ήταν ανάγκη η μία να φύγει για την Αυστραλία κι η άλλη για τον Καναδά;…
Πόσο κρυώνει… Σαν να μην έχει στάλα αίμα μέσα του. Από κείνη τη μέρα, σαν να στέρεψε η καρδιά του. Τι κι αν ήρθαν τα κορίτσια τους και μαλώνανε ποια θα τον πάρει μαζί της… Εκείνος ανένδοτος.
«Εδώ θα μείνω. Δεν πάω πουθενά. Εκείνη, η μάνα σας, ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε. Πώς θα την αφήσω εγώ;»
Πόσο χαρούμενη ήταν εκείνη τη μέρα. Είχαν επιστρέψει στην Αθήνα, πριν πάνε και μια βόλτα στα Ιόνια κι από κει είχαν σκοπό να πάνε μέχρι τα Γιάννενα, που ήταν η καταγωγή του. Είχαν ξαπλώσει για μεσημέρι, όταν τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και του είπε ψιθυριστά:
«Σ’ ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο ταξίδι μας. Ελπίζω κι εύχομαι να σου άρεσε και σένα..»
«Και το ρωτάς; Δεν περάσαμε όμορφα; Κάναμε και τα μπάνια μας, φάγαμε τα φρέσκα ψαράκια μας…»
«Δεν εννοώ αυτό το ταξίδι, χαζούλη μου εσύ. Το άλλο ταξίδι εννοώ…»
«Αυτό που δεν πήγαμε; Γι αυτό το ταξίδι, θ’ αργήσουμε ακόμα, αν εννοείς το μεγάλο ταξίδι. Πρώτα θα πάω εγώ και πολύ μετά εσύ…»
«Το ταξίδι της ζωής μας εννοώ. Κι αν σε πίκρανα, συγχώρα με.» και τον φίλησε.
«Εσύ να με πικράνεις;» και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Εσύ δε με πίκρανες ποτέ. Εσύ με έμαθες ν’ αγαπάω, εσύ με έμαθες να χαμογελάω, ακόμα και στα δύσκολα. Σε σένα χρωστάω αν έφτασα μέχρι εδώ σήμερα…»
Και άρχισε να της απαριθμεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν παρέα, χρόνια και χρόνια, ώσπου κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πως δεν αντιδρά, όπως θα έκανε άλλοτε. Τον είχε αφήσει κι έλεγε, έλεγε – κάτι πολύ σπάνιο για κείνον – κι εκείνη δε σάλευε καν. Εκείνη ήταν εκεί, στην αγκαλιά του, με τα μάτια κλειστά, το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της και … άπνοη…
Πετάχτηκε πάνω σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της και προσπαθούσε να της δώσει ζωή απ’ τη ζωή του. Τη φώναζε, την ικέτευε ν’ ανοίξει τα μάτια της, ξανακόλλησε τα χείλη του στα δικά της…, τίποτα.
Με μηχανικές κινήσεις τηλεφώνησε στον ανιψιό του που είναι γιατρός, ο οποίος και ήρθε αμέσως.
«Έφυγε, θείε. Έφυγε…» προσπάθησε να τον παρηγορήσει.
Όλα γίναν τόσο γρήγορα… Έτσι του φάνηκε τουλάχιστον. Ήρθαν τα κορίτσια, έγινε η κηδεία… Πού βρέθηκε τόσος κόσμος… Άλλους τους γνώριζε, άλλους όχι… Κάποιοι μάλιστα είχαν την καλοσύνη να πουν και δυο λόγια αποχαιρετιστήρια…
Και τώρα τι κάνει εδώ πάνω; Εκείνη θα τον μάλωνε, που δεν προσέχει τον εαυτό του. Τι να προσέξει, όμως; Πόσο να προστατέψεις ένα σώμα που απλά υπάρχει, έτσι, για να μην αδειάζει τη γωνιά…
Σηκώθηκε με αργά βήματα, έριξε μια τελευταία ματιά στην αγριεμένη θάλασσα, ένοιωσε την αλμύρα στα χείλη του και χωρίς να το καταλάβει, είχε αρχίσει να σουρουπώνει κιόλας, βρέθηκε πάνω από το ανθοστόλιστο μνήμα που φιλοξενούσε εκείνη και το παιδί τους. Πήρε τη φωτογραφία της στα χέρια του, τη φίλησε κι ένοιωσε τα υγρά της χείλη. Σαν άνοιξε τα μάτια του, την είδε να στέκεται εκεί, μπροστά του, όπως τότε, χρόνια πριν, με τα καστανά μαλλιά της ξέπλεκα στους ώμους και του ζητούσε να χορέψουν.
«Μα δεν ξέρω να χορεύω…, και μάλιστα βαλς.» της είπε.
«Τώρα ξέρεις. Έλα, πιάσε με, μόνη μου θα χορεύω;…»
Σηκώθηκε αργά, στο ρυθμό της μουσικής και ναι, ναι, ήξερε να χορεύει κι ένοιωθε, επιτέλους, τόση ζεστασιά ξανά!!!
ΠΗΓΗ...
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.