ΕΘΙΜΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα τηρούνταν και τηρούνται ακόμη και σήμερα από τους κατοίκους των Προμάχων τα έθιμα του Δωδεκαημέρου, του διαστήματος δηλαδή που μεσολαβεί από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την ημέρα των Φώτων.
Κάποια από τα έθιμα αυτά είναι "διαβατήρια έθιμα", γιατί βοηθούν τους ανθρώπους να περάσουν με "καλούς οιωνούς" από τον προχωρημένο χειμώνα στην υποψία της άνοιξης, από τον παλιό χρόνο στον καινούριο. Πίσω από το θρησκευτικό περιεχόμενο των γιορτών αυτών κρύβεται κι ένα πρωτόγονο και ανθρωπολογικό περιεχόμενο, που εκφράζει τις συνεχείς ανησυχίες των ανθρώπων για το μέλλον τους, ανησυχίες που συμμερίζεται και σέβεται η εκκλησία.
Πρόκειται για γιορτές που ευνοούν την οικογενειακή ενότητα και θαλπωρή. Γύρω από το τζάκι, την προστατευτική εστία των αρχαίων Ελλήνων , μαζεύονταν όλη η οικογένεια τα βράδια του Δωδεκαημέρου και η γιαγιά, ευτυχισμένη, άρχιζε το παραμύθι.
Ένα παραμύθι που τις κρύες νύχτες του χειμώνα μιλούσε για τα καλικαντζαράκια, τα κακά αυτά πνεύματα, που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, κυριαρχούσαν το διάστημα αυτό στη γη, κάνοντας σκανταλιές.Λέρωναν ρούχα,αναποδογύριζαν όσα αντικείμενα δεν είχαν κρύψει οι νοικοκυρές, μόλυναν ό,τι άγγιζαν και κυρίως εχθρεύονταν την οικογενειακή ζωή. Εισέβαλαν στα σπίτια από την καμινάδα και, όπως έλεγε η γιαγιά, έτρωγαν σιγά σιγά τα θεμέλια της γης. Και μόνο στο άκουσμα της ευχής "κύριε ελέησον", στο αντίκρυσμα της φωτιάς και με τον ερχομό της ημέρας, εξαφανίζονταν έντρομα.
Το παραμύθι της γιαγιάς ενθουσίαζε τα παιδιά, διέγειρε την φαντασία τους, κέντριζε την περιέργειά τους και συγχρόνως μάγευε και τους μεγάλους. Φανέρωνε την αγωνία του ανθρώπου για το χειμώνα και τα σκοτάδια του, την ανησυχία του για την κτηνοτροφία και τη σοδειά. Και στηριζόταν το παραμύθι σε μια δοξασία που ανάγεται στα Ρωμαϊκά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκοταδιού πάλευαν με τον αήττητο Ήλιο.
Αλλά η γιαγιά, ανύποπτη και ευτυχισμένη, ίσως και να αγνοούσε τον συμβολισμό της δοξασίας αυτής.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ.
Σαράντα ημέρες πριν τα Χριστούγεννα ξεκινούσε η νηστεία των πιστών, για να εξαγνιστούν και να είναι ψυχικά έτοιμοι να δεχτούν το μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου.
Σαν ιεροτελεστία γινόταν σε κάθε οικογένεια η σφαγή του γουρουνιού, το οποίο εξέτρεφαν για τον σκοπό αυτό. Το γουρούνι αναλάμβαναν να σφάξουν οι άνδρες του σπιτιού την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιγνατίου στις 20 Δεκεμβρίου η την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μέλη της οικογένειας αντάλλαζαν μεταξύ τους ευχές. Το χοιρινό κρέας λοιπόν αποτελούσε το κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι των κατοίκων των Προμάχων, όπως άλλωστε και σήμερα. Επίσης έφτιαχναν λουκάνικα από το γουρούνι, τα οποία κρεμούσαν μέχρι να στεγνώσουν, ενώ το λίπος του γουρουνιού το αποθήκευαν σε δοχεία και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική. Οι νοικοκυρές συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, άνοιγαν φύλλα για τον μπακλαβά και έφτιαχναν το πατροπαράδοτο αυτό γλυκό χρησιμοποιώντας σουσαμόλαδο. Ήταν μια διαδικασία στην οποία επιδίδονταν οι άξιες νοικοκυρές με κέφι και μεράκι. Έπειτα, περήφανες μοίραζαν κομμάτια από τον μπακλαβά σε φιλικά σπίτια.
Το βράδυ της παραμονής, οι κάτοικοι κουβαλούσαν ξύλα από τα σπίτια τους και τα πήγαιναν στην πλατεία του χωριού, όπου άναβαν τη "μεγάλη φωτιά".Χαρούμενοι λοιπόν ξενυχτούσαν όλοι στη πλατεία αντικρίζοντας με θαυμασμό αυτή τη φωτιά, που συμβολίζει τη θεική λάμψη που έφερε ο Χριστός με τον ερχομό του στη γη. Πρόκειται για ένα έθιμο που και σήμερα τηρούν οι κάτοικοι με μεγάλη χαρά.
Ανυπόμονα και με διάχυτη στα πρόσωπά τους τη χαρά , περίμεναν τα παιδιά να έρθουν μεσάνυχτα , για να χωριστούν σε παρέες και να τραγουδήσουν στα σπίτια του χωριού τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Οι καιρικές συνθήκες με τις οποίες οι μικροί καλαντιστές έλεγαν τα κάλαντα ήταν συχνά αντίξοες. Συγκινητική η δήλωση κάποιων γιαγιάδων απο τους Προμάχους ότι, όταν οι ίδιες ήταν παιδιά και καλαντούσαν, δεν είχαν ούτε παπούτσια να φορέσουν και τους κατασκεύαζαν οι παππούδες τους τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού ειδικά για αυτή τη νύχτα, ενώ το ραβδί που κρατούσε το κάθε παιδί το προστάτευε από τα σκυλιά.
Χαρακτηριστικό ήταν ότι τα κάλαντα απευθύνονταν κυρίως στη γιαγιά του σπιτιού και παρέπεμπαν στη σφαγή των νεογέννητων, που έγινε από τον Ηρώδη, όταν έμαθε τη γέννηση του Ιησού. Τα κάλαντα λοιπόν των Χριστουγέννων έλεγαν χαρακτηριστικά:
"Σφαγή, γιαγιά σφαγή!
Ό,τι έχεις στο ράφι
βάλε μου στο σάκο
να πηγαίνω με παρέα(το θεό)
να μη με φάνε σκύλος και σκυλίτσα".
Αν και οι μικροί καλαντιστές, που τραγουδούσαν σηκώνοντας ψηλά το ραβδί που κρατούσαν, έδιναν τον κατάλληλο τόνο στη φωνή τους, τα κάλαντα ακούγονταν σαν μια κραυγή αγωνίας, που καλούσε σε βοήθεια. Και θυμίζουν τον ύμνο των αγγέλων τη νύχτα της γέννησης του Χριστού:"Δόξα εν υψίστοις θεώ...."
Χαρούμενες οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά όχι χρήματα, μιας και υπήρχε φτώχεια, αλλά ό,τι υπήρχε στο σπιτικό,Βρασμένο καλαμπόκι με ζάχαρη,κουλουράκια, καρύδια, κάστανα η καραμέλες. Η ανταμοιβή των παιδιών για τα κάλαντα δεν αποτελούσε ούτε και αποτελεί φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη ευγνωμοσύνης των νοικοκυριών στα παιδιά για τις ευχές που αυτά
τους έδιναν για την αφθονία και τον πολλαπλασιασμό των αγαθών.
Τα ξημερώματα μετά τα κάλαντα, κάθε παιδί έπαιρνε ένα κάρβουνο από τη μεγάλη φωτιά της πλατείας και το πήγαινε στους γονείς του, πράξη που συμβολίζει το πνευματικό φως που χαρίζουν τα αθώα παιδιά στους μεγάλους. Μεγάλη σημασία έδιναν στο ποδαρικό που έκαναν σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πρώτα την παραμονή. Η κάθε νοικοκυρά οδηγούσε τα παιδιά στον επάνω όροφο, τους έδινε ξυλαράκια και τα παιδιά τα έβαζαν στο τζάκι φωνάζοντας:"πουλάκια-κατσικάκια-προβατάκια
μεταξοσκώληκες". Ευχόταν επίσης τα παιδιά να γεννήσουν αυγά οι κότες και τα πουλερικά του νοικοκύρη και να ωφεληθούν γενικά τα ζωντανά του. Το έθιμο ενδεικτικό της ανησυχίας των απλών βιοπαλαιστών για την παραγωγή τους από την κτηνοτροφία και την πτηνοτροφία, κατέληγε στην παρακάτω φράση : "Μετάξι να σας δώσει ο θεός και ο μικρός Χριστός".
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, υπήρχε η συνήθεια να βάζει η γιαγιά στο τζάκι πέντε κάρβουνα, που το καθένα συμβόλιζε κάποιο αγροτικό προϊόν. Το ένα κάρβουνο ταυτιζόταν με το καλαμπόκι, το άλλο με το σιτάρι, το κριθάρι... Αν γινόταν μέχρι το πρωί στάχτη όλα τα κάρβουνα, τότε θα υπήρχε καλή σοδειά τη νέα χρονιά σε όλα τα προϊόντα. Αν όμως γίνονταν στάχτη μερικά κάρβουνα, τότε θα υπήρχε σοδειά μόνο στα προϊόντα που συμβόλιζαν τα αντίστοιχα κάρβουνα.
Σύμφωνα με κάποιο άλλο 'έθιμο το βράδυ της παραμονής, έβγαζε κάθε οικογένεια τρία κάρβουνα από το τζάκι. Το ένα αποσκοπούσε στη προστασία της οικογένειας από το θεό, το δεύτερο στην πρόοδο της οικογένειας και το τρίτο ήταν για τα ζωντανά.
Ο παππούς έκοβε ένα ξύλο ροδιάς η τζιντζιφιάς και το έβαζε στη φωτιά, που έκαιγε μέσα στο τζάκι. Εκεί το ξύλο καιγόταν λίγο-λίγο κατά τη διάρκεια του βραδινού φαγητού, διαδικασία που γινόταν κάθε βράδυ από την παραμονή μέχρι τα Φώτα. Έπειτα ο παππούς έκοβε ένα κομματάκι από το ξύλο που δεν είχε καεί και το έδενε στο αλέτρι, για να είναι "γερό" και για να υπάρχει αφθονία στη παραγωγή. Το καμένο ξύλο το έκρυβαν σε κάποιο σημείο του αμπελιού.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η γιαγιά ζύμωνε ένα ψωμί με σόδα, όπου έβαζε μια τρύπια δεκάρα και στη συνέχεια το έψηνε "στη στάχτη". Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού μαζεύονταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε το χριστόψωμο. Το πρώτο κομμάτι ήταν αφιερωμένο στο θεό, το δεύτερο στο σπίτι, για το "καλό", το επόμενο στα ζώα, για την παραγωγή τους. Έπειτα έπαιρνε ένα κομμάτι κάθε μέλος της οικογένειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μοίρασμα του χριστόψωμου είναι έθιμο που παραπέμπει στις σπονδές των αρχαίων Ελλήνων.
Στη συνέχεια η δυναμική γιαγιά έδενε με μια κλωστή το φλουρί σε ένα γκιούμι, όπου έμενε μέχρι το πρωί των Φώτων. Τότε τα εγγόνια πήγαιναν να γεμίσουν νερό στο γκιούμι, από το οποίο έπιναν όλοι, για να υπάρχει υγεία. Και η γιαγιά φύλαγε την "τρύπια δεκάρα" του τυχερού μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το πρωί των Χριστουγέννων, χαρούμενοι και καθαροί από τη νηστεία των σαράντα ημερών, οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού.
Το μεσημέρι συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια στο σπίτι, όπου γίνονταν πλούσιο φαγοπότι με βασικό φαγητό το χοιρινό κρέας κι έπειτα ακολουθούσε χορός και τραγούδι.
Μετά το χριστουγεννιάτικο δείπνο οι νοικοκυρές δεν "σήκωναν" το τραπέζι, γιατί κυριαρχούσε η δοξασία ότι θα καθόταν ο Χριστός για να φάει. Το τραπέζι το μάζευαν το επόμενο πρωί.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία του χριστουγεννιάτικου δέντρου, από τους κατοίκους του χωριού. Η καθιέρωσή του ήρθε μόλις την δεκαετία του 1960, όπου μας παραπέμπει σε ένα έθιμο των ρωμαϊκών χρόνων, όπου συνήθιζαν να στολίζουν τα σπίτια με κλαδιά δέντρων. Ο στολισμός του "χριστουγεννιάτικου δέντρου", συμβολίζει την αναπαραγωγή, την αναβλάστηση, το οικογενειακό δέντρο και την καινούρια ζωή. Χαρίζει κέφι και χαρά σε μικρούς και μεγάλους, απομακρύνοντάς τους από την πεζή πραγματικότητα.
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Με ανυπομονησία περίμεναν οι χωρικοί και την Πρωτοχρονιά.
Τη νύχτα της παραμονής, άναβαν φωτιά στην πλατεία του χωριού, όπως και τα Χριστούγεννα. Οι γέροι γλεντούσαν μπροστά στη φωτιά τρώγοντας λουκάνικα και πίνοντας τσίπουρο. Έτσι περίμεναν την αλλαγή του χρόνου.
Άλλοι ξενυχτούσαν παίζοντας χαρτιά στα σπίτια και κυρίως στα καφενεία. Κάποτε στο χωριό αυτός που κέρδιζε στα χαρτιά, έβγαζε τα όργανα στη πλατεία του χωριού και χόρευε με αυτόν που είχε χάσει. Ήταν μια πράξη ενδεικτική της ηθικής ανωτερότητας του πρώτου. Η χαρτοπαιξία συνηθίζεται και σήμερα και αποσκοπεί στη δοκιμή της τύχης καθώς και στον εκβιασμό της να μας πλουτίσει.
Το ξενύχτι της παραμονής είναι Ρωμαϊκό έθιμο. Αντιστοιχεί στα νυχτέρια των λαών κατά τις κρίσιμες στιγμές της αλλαγής των εποχών, στιγμές που οι άνθρωποι παρακολουθούσαν την τύχη τους. Χαρακτηριστική η προσπάθεια των ανθρώπων για αποφυγή κάθε άσχημης ενέργειας και συνήθειας την παραμονή, για να αποφεύγονται ανάλογες ενέργειες κατά τη διάρκεια της νέας χρονιάς. Αντίθετα υπήρχε η προτροπή προς κάθε θετική πράξη με την ελπίδα ότι έτσι θα πάει καλά η χρονιά.
Χαράματα Πρωτοχρονιάς τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα.
"Πρωτοχρονιά γιαγιά, πρωτοχρονιά ό,τι έχεις στο ράφι βάλε μου στο σακίδιο, να πηγαίνω με παρέα, να μη με φάει σκύλος και σκυλίτσα".
Στα παιδιά που καλαντούσαν έδιναν κομμάτια από τα λουκάνικα που είχαν φτιάξει για τα Χριστούγεννα ή λίγο χοιρινό κρέας. Κάποιοι έδιναν βρασμένο καλαμπόκι με ζάχαρη ή κουλουράκια.
Με χαρά και ανυπομονησία συγκεντρώνονταν η οικογένεια για την κοπή της βασιλόπιτας, έθιμο για το καλό της νέας χρονιάς. Η κοπή γινόταν από τον αρχηγό της οικογένειας τα μεσάνυχτα της παραμονής ή το πρωί της πρωτοχρονιάς. Το φλουρί του τυχερού το έβαζε η γιαγιά στο μέρος όπου η οικογένεια φύλαγε τα χρήματα του σπιτιού. Ήταν μια πράξη συμβολική, που αποσκοπούσε στον πολλαπλασιασμό των χρημάτων της οικογένειας και στην καλή τύχη τους. Το έθιμο παραπέμπει στους άρτους που προσέφεραν οι αρχαίοι στους θεούς, στους νεκρούς και στους κακούς δαίμονες, για την εξασφάλιση της υγείας και της τύχης , ενώ σε μας τους χριστιανούς πέρασε την εποχή του Αγίου Βασιλείου, όταν ο άγιος πρότεινε στους κατοίκους της Καισάρειας να φτιάξουν πίτες, στην κάθε μία από τις οποίες έβαλαν ένα από τα πολύτιμα αντικείμενα που προορίζονταν αρχικά για τον έπαρχο της Καππαδοκίας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ημέρας τιμής της μνήμης του Αγ.Βασιλείου, ιδιαίτερα αγαπητού στους λαούς της Ανατολής, οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία. Οι γυναίκες πήγαιναν ένα προζύμι, για να το ευλογήσει ο παπάς. Οι γυναίκες μαγείρευαν το "μεγάλο στομάχι" του γουρουνιού, το οποίο έτρωγε η οικογένεια το μεσημέρι.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΜΑΧΩΝ.