Δεν της έφτανε η μέρα. Πόσο λαχταρούσε να επιμηκύνει τον χρόνο, να γινόταν ένα θαύμα, να είχε η ώρα εξακόσια λεπτά. Στα εξήντα της χρόνια, τυραννισμένα τα περισσότερα, ένιωθε σαν τη Σταχτοπούτα.
Στη λαϊκή καμιά φορά χανόταν στις σκέψεις της. Χάιδευε για ώρα τις γυαλιστερές ολοστρόγγυλες ντομάτες, αν και στο τέλος πάντα διάλεγε δέκα ώριμες. Έσπρωχνε μετά το καρότσι της τρέχοντας, να προλάβει να μαγειρέψει για όλους. Διαφορετικά φαγητά: αλίμονο αν τάιζε τον εγγονό της τα ίδια με τους άλλους. Η κόρη της μετά το διαζύγιο είχε επιστρέψει στο πατρικό και στριμώχτηκε με τον γιο της στο παλιό παιδικό της δωμάτιο.
Από την πόρτα του σπιτιού μάζευε παπούτσια. Κάθε μέρα σφουγγάριζε τα πατώματα, ξεσκόνιζε τα ντουλάπια, καθάριζε τις τρίχες από το μπάνιο. Έπλενε τα πιάτα και έπειτα τα έτριβε με λεμόνι για να μην τους μυρίσουν. Τον άντρα της είχε συνηθίσει να τον βλέπει πάντα στην ίδια θέση. Στην πολυθρόνα του σαλονιού, μπροστά στην τηλεόραση. Μετά βίας τον έπειθε να μετακινηθεί λίγο στο πλάι για να χωράει και η σιδερώστρα της στο σαλόνι. Καθώς κολλάριζε τα πουκάμισα, ζήλευε αυτά που έλεγαν οι παρουσιάστριες, για εποικοδομητικό χρόνο, για λούσα, για ταξίδια. Λαχάνιαζε κάποιες στιγμές από τις δουλειές, αγανακτούσε κάποιες άλλες από τις έγνοιες. Αγνάντευε, από το παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη της, πέρα από τον παραμελημένο της κήπο, πέρα από την απέναντι πολυκατοικία, πέρα από τη λεωφόρο, τα κότερα της μαρίνας, τη λαμπερή άμμο, τα πολύχρωμα κοχύλια και τον ωκεανό. Κι εκείνη τι έκανε; Εκείνη είχε μονάχα καταλήξει να απαντά στη λέξη «μάνα» τριάντα φορές την ημέρα. Ή μάλλον το άκουγε σαν: «Αμάν, ρε μάνα». Σκεφτόταν ότι πρόσφερε απλόχερα όμως, και έτσι έπαιρνε παρηγοριά. Εξάλλου, μάνα τους ήταν. Όφειλε.
Ένα βράδυ που είχε μείνει μόνη στο σπίτι, ανέτρεξε στο οικογενειακό άλμπουμ. Φωτογραφίες των παιδιών της σε παιδικά πάρτι, σε οικογενειακά τραπέζια, σε διακοπές στο χωριό, ο γιος της φαντάρος, η κόρη της νύφη, ο εγγονός της στο μαιευτήριο. Όπως γύριζε τις σελίδες, τα χρόνια περνούσαν ένα ένα από μπροστά της. Συγκινήθηκε και τα μάτια της έσταξαν νοσταλγία. Παρατήρησε και την πεθερά της, μακαρίτισσα πια, στην άκρη άκρη όλων σχεδόν των φωτογραφιών, με ένα μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, να κοιτάει ανικανοποίητη. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, ο άντρας της την επέβαλε στο σπίτι τους. Αυτό το ανικανοποίητο της πεθεράς της σαν να αντάμωσε με το δικό της, κόχλασε μέσα της και της ανακάτεψε το στομάχι. Παράτησε το άλμπουμ και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Ένιωσε φουσκωμένη, δυσκολευόταν να ανασάνει. Για μια στιγμή φοβήθηκε, αλλά δεν ήταν τίποτα τελικά. Ρεύτηκε και σαν να της φάνηκε πως μύρισε μπαρούτι.
Τα πρώτα συμπτώματα ήταν αθώα. Πολύ αλάτι στα γεμιστά. Μόνο εκείνη έφαγε, οι υπόλοιποι δοκίμασαν δυο τρεις μπουκιές και της ζήτησαν αμέσως νερό να ξεδιψάσουν. Τους κοίταζε απορημένη. Το επόμενο ήταν να μπερδέψει τα ασπρόρουχα με τα χρωματιστά. Κοιμήθηκαν σε γκρίζα σεντόνια, παραπονούμενοι για την αφηρημάδα της. Ώρες ώρες, την έβλεπαν να τριγυρνά σαν χαμένη μέσα στο σπίτι, αλλά και πάλι δεν έδωσαν σημασία. Μια μέρα, στο κυριακάτικο τραπέζι, τους σέρβιρε ωμά τα μακαρόνια, από τη συσκευασία κατευθείαν στα πιάτα, και τα περιέχυσε με σάλτσα. Τότε αποφάσισε ο πατέρας τους να δουν έναν γιατρό.
«Μια χαρά είναι η μάνα σας, μας πρότεινε φυτικά χάπια να τονώσουμε τη μνήμη της» τους είπε μόλις επέστρεψαν. Και μετά, στα κρυφά, τους μίλησε με περισσότερες λεπτομέρειες. Ότι όλα ήταν εντάξει, απλώς το διαζύγιο της κόρης μπορεί να την προβλημάτισε, να μην τα περιμένουν όλα από εκείνη, η μάνα τους χρειαζόταν ξεκούραση.
Ήθελε να τους καθησυχάσει. Ο ίδιος είχε θορυβηθεί όμως και, ίσως και από τύψεις, το ίδιο βράδυ δοκίμασε να την πλησιάσει ερωτικά.
«Πάει πολύς καιρός…» τόλμησε να της πει και ξεκίνησε να της τρίβει την πλάτη μόλις εκείνη έγειρε δίπλα του στο κρεβάτι. «Να είμαστε αθόρυβοι, όπως στα νιάτα μας» συνέχισε και πλησίασε το σώμα του στο δικό της.
Του χαμογέλασε, του είπε να την περιμένει να λουστεί πρώτα, κι εκείνος αναθάρρησε. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Μετά από δέκα λεπτά γύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Έσταζε η νυχτικιά της νερό και αφρόλουτρα. Σαπουνάδες έβγαιναν από τα αυτιά της. Ένα περίγραμμα χαμόγελου με κόκκινο κραγιόν κάλυπτε το μισό της πρόσωπο. Είχε κρεμάσει κι από τον λαιμό της όλα της τα κολιέ. Αποσβολωμένος, έμεινε να την κοιτάει. Τον πλησίασε και έσκυψε να τον φιλήσει.
«Δεν φαίνεσαι καλά» της είπε με γουρλωμένα μάτια.
Εκείνη κλείδωσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και άρχισε να γδύνεται, λικνίζοντας το σώμα της με απαλές κινήσεις και σιγοτραγουδώντας. Πέταξε το βρεγμένο της νυχτικό στο πάτωμα, ανακάτεψε τα μαλλιά της κυριευμένη από ερωτικό οίστρο και άρχισε να χαϊδεύεται και να τρίβεται νωχελικά στο πρόσωπο και στο σώμα. Ω Θεέ μου,σκέφτηκε εκείνος έτσι όπως την έβλεπε πασαλειμμένη και κατακόκκινη, τι κακό μάς βρήκε;
Ακολούθησαν και άλλα επεισόδια παράλογης συμπεριφοράς. Συχνά έβγαινε γυμνή στον δρόμο και τους την έφερναν οι γείτονες, άναβε δυνατά την τηλεόραση ξημερώματα με τη δικαιολογία ότι κάποιο σημαντικό μήνυμα θα της έστελνε η ξαδέλφη της από την Αμερική μέσω του παρουσιαστή, επισκεπτόταν τους συγγενείς τους απρόσκλητη, έβαψε τους τοίχους του σαλονιού μπλε ελεκτρίκ, έφερε χώμα μέσα στην κρεβατοκάμαρα και φύτεψε φακές στα συρτάρια. Αντί να πηγαίνει στη λαϊκή, αγόραζε καφτάνια και μεγάλα χρωματιστά καπέλα. Μάταια προσπαθούσαν να συζητήσουν μαζί της σοβαρά. Τους άκουγε μεν προσεκτικά, συμφωνούσε κιόλας μαζί τους, όμως μετά έκανε πάλι τα ίδια και τα ίδια. Κατά καιρούς, τους απάγγελνε και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Ένα απόγευμα πήρε από το χέρι τον εγγονό της και ανέβηκαν μαζί στην ταράτσα. Τον σήκωσε στην αγκαλιά της και πλησίασε στα κάγκελα να δουν τη θέα από ψηλά. Με το που το αντιλήφθηκε η κόρη της, τους ακολούθησε και, βλέποντας τη σκηνή, άρχισε να ουρλιάζει. Της άρπαξε το παιδί με κλάματα υστερίας.
Έξι μήνες έκαναν υπομονή. Εντέλει, τακτοποίησε το θέμα ο άντρας της: «Γιατρέ, το και το, η γυναίκα μου τρελάθηκε. Ζητούμε, ως οικογένεια, εισαγγελική παραγγελία για ψυχιατρική εξέταση, με αίτημα τον ακούσιο εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο».
Στη βαλίτσα της, έβαλε μέσα μόνο τα απαραίτητα: εσώρουχα, ρόμπες, τέσσερα φουστάνια, μια οικογενειακή φωτογραφία, την Αγία Γραφή. Τους αποχαιρέτησε με μια ζεστή αγκαλιά και δεν αντιστάθηκε καθόλου στους νοσοκόμους.
Στο ίδρυμα, το πρώτο βράδυ κοιμήθηκε δώδεκα ώρες. Ξύπνησε, ντύθηκε απλά και βγήκε στον κήπο. Ήταν Απρίλιος και τα λουλούδια ήταν ήδη ανθισμένα. «Μπορώ να αναλάβω να περιποιούμαι τον κήπο σας» είπε με ήρεμη φωνή στον προϊστάμενο του προσωπικού. «Ένα κλαδευτήρι μού αρκεί προς το παρόν». Το απόγευμα, τηλεφώνησε σε μια φίλη της. «Σε περιμένω να πιούμε καφέ. Ναι, ναι, μια χαρά είμαι. Όλα είναι καταπληκτικά. Και οι πάντες εδώ είναι πολύ ευγενικοί. Θα σου εξηγήσω. Α, και φέρε μου και κανένα περιοδικό, σε παρακαλώ, από τα lifestyle, ναι; Μην το ξεχάσεις. Σε λίγο καιρό θα έχω και τη δική μου τηλεόραση, μου είπαν, ναι, και κανένα βιβλίο φέρε μου, μόνο την Αγία Γραφή πήρα μαζί μου, μην τυχόν και με καταλάβουν».
Ευχαριστώ θερμά τον Κυριάκο Αθανασιάδη για τις σημαντικές επισημάνσεις του στο διήγημα.
Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.
ΠΗΓΗ...
http://diastixo.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.