Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023
Έθιμα Δωδεκαημέρου στους Προμάχους
ΕΘΙΜΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα τηρούνταν και τηρούνται ακόμη και σήμερα από τους κατοίκους των Προμάχων τα έθιμα του Δωδεκαημέρου, του διαστήματος δηλαδή που μεσολαβεί από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την ημέρα των Φώτων.
Κάποια από τα έθιμα αυτά είναι "διαβατήρια έθιμα", γιατί βοηθούν τους ανθρώπους να περάσουν με "καλούς οιωνούς" από τον προχωρημένο χειμώνα στην υποψία της άνοιξης, από τον παλιό χρόνο στον καινούριο. Πίσω από το θρησκευτικό περιεχόμενο των γιορτών αυτών κρύβεται κι ένα πρωτόγονο και ανθρωπολογικό περιεχόμενο, που εκφράζει τις συνεχείς ανησυχίες των ανθρώπων για το μέλλον τους, ανησυχίες που συμμερίζεται και σέβεται η εκκλησία.
Πρόκειται για γιορτές που ευνοούν την οικογενειακή ενότητα και θαλπωρή. Γύρω από το τζάκι, την προστατευτική εστία των αρχαίων Ελλήνων , μαζεύονταν όλη η οικογένεια τα βράδια του Δωδεκαημέρου και η γιαγιά, ευτυχισμένη, άρχιζε το παραμύθι.
Ένα παραμύθι που τις κρύες νύχτες του χειμώνα μιλούσε για τα καλικαντζαράκια, τα κακά αυτά πνεύματα, που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, κυριαρχούσαν το διάστημα αυτό στη γη, κάνοντας σκανταλιές.Λέρωναν ρούχα,αναποδογύριζαν όσα αντικείμενα δεν είχαν κρύψει οι νοικοκυρές, μόλυναν ό,τι άγγιζαν και κυρίως εχθρεύονταν την οικογενειακή ζωή. Εισέβαλαν στα σπίτια από την καμινάδα και, όπως έλεγε η γιαγιά, έτρωγαν σιγά σιγά τα θεμέλια της γης. Και μόνο στο άκουσμα της ευχής "κύριε ελέησον", στο αντίκρυσμα της φωτιάς και με τον ερχομό της ημέρας, εξαφανίζονταν έντρομα.
Το παραμύθι της γιαγιάς ενθουσίαζε τα παιδιά, διέγειρε την φαντασία τους, κέντριζε την περιέργειά τους και συγχρόνως μάγευε και τους μεγάλους. Φανέρωνε την αγωνία του ανθρώπου για το χειμώνα και τα σκοτάδια του, την ανησυχία του για την κτηνοτροφία και τη σοδειά. Και στηριζόταν το παραμύθι σε μια δοξασία που ανάγεται στα Ρωμαϊκά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκοταδιού πάλευαν με τον αήττητο Ήλιο.
Αλλά η γιαγιά, ανύποπτη και ευτυχισμένη, ίσως και να αγνοούσε τον συμβολισμό της δοξασίας αυτής.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ.
Σαράντα ημέρες πριν τα Χριστούγεννα ξεκινούσε η νηστεία των πιστών, για να εξαγνιστούν και να είναι ψυχικά έτοιμοι να δεχτούν το μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου.
Σαν ιεροτελεστία γινόταν σε κάθε οικογένεια η σφαγή του γουρουνιού, το οποίο εξέτρεφαν για τον σκοπό αυτό. Το γουρούνι αναλάμβαναν να σφάξουν οι άνδρες του σπιτιού την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιγνατίου στις 20 Δεκεμβρίου η την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μέλη της οικογένειας αντάλλαζαν μεταξύ τους ευχές. Το χοιρινό κρέας λοιπόν αποτελούσε το κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι των κατοίκων των Προμάχων, όπως άλλωστε και σήμερα. Επίσης έφτιαχναν λουκάνικα από το γουρούνι, τα οποία κρεμούσαν μέχρι να στεγνώσουν, ενώ το λίπος του γουρουνιού το αποθήκευαν σε δοχεία και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική. Οι νοικοκυρές συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, άνοιγαν φύλλα για τον μπακλαβά και έφτιαχναν το πατροπαράδοτο αυτό γλυκό χρησιμοποιώντας σουσαμόλαδο. Ήταν μια διαδικασία στην οποία επιδίδονταν οι άξιες νοικοκυρές με κέφι και μεράκι. Έπειτα, περήφανες μοίραζαν κομμάτια από τον μπακλαβά σε φιλικά σπίτια.
Το βράδυ της παραμονής, οι κάτοικοι κουβαλούσαν ξύλα από τα σπίτια τους και τα πήγαιναν στην πλατεία του χωριού, όπου άναβαν τη "μεγάλη φωτιά".Χαρούμενοι λοιπόν ξενυχτούσαν όλοι στη πλατεία αντικρίζοντας με θαυμασμό αυτή τη φωτιά, που συμβολίζει τη θεική λάμψη που έφερε ο Χριστός με τον ερχομό του στη γη. Πρόκειται για ένα έθιμο που και σήμερα τηρούν οι κάτοικοι με μεγάλη χαρά.
Ανυπόμονα και με διάχυτη στα πρόσωπά τους τη χαρά , περίμεναν τα παιδιά να έρθουν μεσάνυχτα , για να χωριστούν σε παρέες και να τραγουδήσουν στα σπίτια του χωριού τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Οι καιρικές συνθήκες με τις οποίες οι μικροί καλαντιστές έλεγαν τα κάλαντα ήταν συχνά αντίξοες. Συγκινητική η δήλωση κάποιων γιαγιάδων απο τους Προμάχους ότι, όταν οι ίδιες ήταν παιδιά και καλαντούσαν, δεν είχαν ούτε παπούτσια να φορέσουν και τους κατασκεύαζαν οι παππούδες τους τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού ειδικά για αυτή τη νύχτα, ενώ το ραβδί που κρατούσε το κάθε παιδί το προστάτευε από τα σκυλιά.
Χαρακτηριστικό ήταν ότι τα κάλαντα απευθύνονταν κυρίως στη γιαγιά του σπιτιού και παρέπεμπαν στη σφαγή των νεογέννητων, που έγινε από τον Ηρώδη, όταν έμαθε τη γέννηση του Ιησού. Τα κάλαντα λοιπόν των Χριστουγέννων έλεγαν χαρακτηριστικά:
"Σφαγή, γιαγιά σφαγή!
Ό,τι έχεις στο ράφι
βάλε μου στο σάκο
να πηγαίνω με παρέα(το θεό)
να μη με φάνε σκύλος και σκυλίτσα".
Αν και οι μικροί καλαντιστές, που τραγουδούσαν σηκώνοντας ψηλά το ραβδί που κρατούσαν, έδιναν τον κατάλληλο τόνο στη φωνή τους, τα κάλαντα ακούγονταν σαν μια κραυγή αγωνίας, που καλούσε σε βοήθεια. Και θυμίζουν τον ύμνο των αγγέλων τη νύχτα της γέννησης του Χριστού:"Δόξα εν υψίστοις θεώ...."
Χαρούμενες οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά όχι χρήματα, μιας και υπήρχε φτώχεια, αλλά ό,τι υπήρχε στο σπιτικό,Βρασμένο καλαμπόκι με ζάχαρη,κουλουράκια, καρύδια, κάστανα η καραμέλες. Η ανταμοιβή των παιδιών για τα κάλαντα δεν αποτελούσε ούτε και αποτελεί φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη ευγνωμοσύνης των νοικοκυριών στα παιδιά για τις ευχές που αυτά
τους έδιναν για την αφθονία και τον πολλαπλασιασμό των αγαθών.
Τα ξημερώματα μετά τα κάλαντα, κάθε παιδί έπαιρνε ένα κάρβουνο από τη μεγάλη φωτιά της πλατείας και το πήγαινε στους γονείς του, πράξη που συμβολίζει το πνευματικό φως που χαρίζουν τα αθώα παιδιά στους μεγάλους. Μεγάλη σημασία έδιναν στο ποδαρικό που έκαναν σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πρώτα την παραμονή. Η κάθε νοικοκυρά οδηγούσε τα παιδιά στον επάνω όροφο, τους έδινε ξυλαράκια και τα παιδιά τα έβαζαν στο τζάκι φωνάζοντας:"πουλάκια-κατσικάκια-προβατάκια
μεταξοσκώληκες". Ευχόταν επίσης τα παιδιά να γεννήσουν αυγά οι κότες και τα πουλερικά του νοικοκύρη και να ωφεληθούν γενικά τα ζωντανά του. Το έθιμο ενδεικτικό της ανησυχίας των απλών βιοπαλαιστών για την παραγωγή τους από την κτηνοτροφία και την πτηνοτροφία, κατέληγε στην παρακάτω φράση : "Μετάξι να σας δώσει ο θεός και ο μικρός Χριστός".
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, υπήρχε η συνήθεια να βάζει η γιαγιά στο τζάκι πέντε κάρβουνα, που το καθένα συμβόλιζε κάποιο αγροτικό προϊόν. Το ένα κάρβουνο ταυτιζόταν με το καλαμπόκι, το άλλο με το σιτάρι, το κριθάρι... Αν γινόταν μέχρι το πρωί στάχτη όλα τα κάρβουνα, τότε θα υπήρχε καλή σοδειά τη νέα χρονιά σε όλα τα προϊόντα. Αν όμως γίνονταν στάχτη μερικά κάρβουνα, τότε θα υπήρχε σοδειά μόνο στα προϊόντα που συμβόλιζαν τα αντίστοιχα κάρβουνα.
Σύμφωνα με κάποιο άλλο 'έθιμο το βράδυ της παραμονής, έβγαζε κάθε οικογένεια τρία κάρβουνα από το τζάκι. Το ένα αποσκοπούσε στη προστασία της οικογένειας από το θεό, το δεύτερο στην πρόοδο της οικογένειας και το τρίτο ήταν για τα ζωντανά.
Ο παππούς έκοβε ένα ξύλο ροδιάς η τζιντζιφιάς και το έβαζε στη φωτιά, που έκαιγε μέσα στο τζάκι. Εκεί το ξύλο καιγόταν λίγο-λίγο κατά τη διάρκεια του βραδινού φαγητού, διαδικασία που γινόταν κάθε βράδυ από την παραμονή μέχρι τα Φώτα. Έπειτα ο παππούς έκοβε ένα κομματάκι από το ξύλο που δεν είχε καεί και το έδενε στο αλέτρι, για να είναι "γερό" και για να υπάρχει αφθονία στη παραγωγή. Το καμένο ξύλο το έκρυβαν σε κάποιο σημείο του αμπελιού.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η γιαγιά ζύμωνε ένα ψωμί με σόδα, όπου έβαζε μια τρύπια δεκάρα και στη συνέχεια το έψηνε "στη στάχτη". Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού μαζεύονταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε το χριστόψωμο. Το πρώτο κομμάτι ήταν αφιερωμένο στο θεό, το δεύτερο στο σπίτι, για το "καλό", το επόμενο στα ζώα, για την παραγωγή τους. Έπειτα έπαιρνε ένα κομμάτι κάθε μέλος της οικογένειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μοίρασμα του χριστόψωμου είναι έθιμο που παραπέμπει στις σπονδές των αρχαίων Ελλήνων.
Στη συνέχεια η δυναμική γιαγιά έδενε με μια κλωστή το φλουρί σε ένα γκιούμι, όπου έμενε μέχρι το πρωί των Φώτων. Τότε τα εγγόνια πήγαιναν να γεμίσουν νερό στο γκιούμι, από το οποίο έπιναν όλοι, για να υπάρχει υγεία. Και η γιαγιά φύλαγε την "τρύπια δεκάρα" του τυχερού μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το πρωί των Χριστουγέννων, χαρούμενοι και καθαροί από τη νηστεία των σαράντα ημερών, οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού.
Το μεσημέρι συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια στο σπίτι, όπου γίνονταν πλούσιο φαγοπότι με βασικό φαγητό το χοιρινό κρέας κι έπειτα ακολουθούσε χορός και τραγούδι.
Μετά το χριστουγεννιάτικο δείπνο οι νοικοκυρές δεν "σήκωναν" το τραπέζι, γιατί κυριαρχούσε η δοξασία ότι θα καθόταν ο Χριστός για να φάει. Το τραπέζι το μάζευαν το επόμενο πρωί.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία του χριστουγεννιάτικου δέντρου, από τους κατοίκους του χωριού. Η καθιέρωσή του ήρθε μόλις την δεκαετία του 1960, όπου μας παραπέμπει σε ένα έθιμο των ρωμαϊκών χρόνων, όπου συνήθιζαν να στολίζουν τα σπίτια με κλαδιά δέντρων. Ο στολισμός του "χριστουγεννιάτικου δέντρου", συμβολίζει την αναπαραγωγή, την αναβλάστηση, το οικογενειακό δέντρο και την καινούρια ζωή. Χαρίζει κέφι και χαρά σε μικρούς και μεγάλους, απομακρύνοντάς τους από την πεζή πραγματικότητα.
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Με ανυπομονησία περίμεναν οι χωρικοί και την Πρωτοχρονιά.
Τη νύχτα της παραμονής, άναβαν φωτιά στην πλατεία του χωριού, όπως και τα Χριστούγεννα. Οι γέροι γλεντούσαν μπροστά στη φωτιά τρώγοντας λουκάνικα και πίνοντας τσίπουρο. Έτσι περίμεναν την αλλαγή του χρόνου.
Άλλοι ξενυχτούσαν παίζοντας χαρτιά στα σπίτια και κυρίως στα καφενεία. Κάποτε στο χωριό αυτός που κέρδιζε στα χαρτιά, έβγαζε τα όργανα στη πλατεία του χωριού και χόρευε με αυτόν που είχε χάσει. Ήταν μια πράξη ενδεικτική της ηθικής ανωτερότητας του πρώτου. Η χαρτοπαιξία συνηθίζεται και σήμερα και αποσκοπεί στη δοκιμή της τύχης καθώς και στον εκβιασμό της να μας πλουτίσει.
Το ξενύχτι της παραμονής είναι Ρωμαϊκό έθιμο. Αντιστοιχεί στα νυχτέρια των λαών κατά τις κρίσιμες στιγμές της αλλαγής των εποχών, στιγμές που οι άνθρωποι παρακολουθούσαν την τύχη τους. Χαρακτηριστική η προσπάθεια των ανθρώπων για αποφυγή κάθε άσχημης ενέργειας και συνήθειας την παραμονή, για να αποφεύγονται ανάλογες ενέργειες κατά τη διάρκεια της νέας χρονιάς. Αντίθετα υπήρχε η προτροπή προς κάθε θετική πράξη με την ελπίδα ότι έτσι θα πάει καλά η χρονιά.
Χαράματα Πρωτοχρονιάς τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα.
"Πρωτοχρονιά γιαγιά, πρωτοχρονιά ό,τι έχεις στο ράφι βάλε μου στο σακίδιο, να πηγαίνω με παρέα, να μη με φάει σκύλος και σκυλίτσα".
Στα παιδιά που καλαντούσαν έδιναν κομμάτια από τα λουκάνικα που είχαν φτιάξει για τα Χριστούγεννα ή λίγο χοιρινό κρέας. Κάποιοι έδιναν βρασμένο καλαμπόκι με ζάχαρη ή κουλουράκια.
Με χαρά και ανυπομονησία συγκεντρώνονταν η οικογένεια για την κοπή της βασιλόπιτας, έθιμο για το καλό της νέας χρονιάς. Η κοπή γινόταν από τον αρχηγό της οικογένειας τα μεσάνυχτα της παραμονής ή το πρωί της πρωτοχρονιάς. Το φλουρί του τυχερού το έβαζε η γιαγιά στο μέρος όπου η οικογένεια φύλαγε τα χρήματα του σπιτιού. Ήταν μια πράξη συμβολική, που αποσκοπούσε στον πολλαπλασιασμό των χρημάτων της οικογένειας και στην καλή τύχη τους. Το έθιμο παραπέμπει στους άρτους που προσέφεραν οι αρχαίοι στους θεούς, στους νεκρούς και στους κακούς δαίμονες, για την εξασφάλιση της υγείας και της τύχης , ενώ σε μας τους χριστιανούς πέρασε την εποχή του Αγίου Βασιλείου, όταν ο άγιος πρότεινε στους κατοίκους της Καισάρειας να φτιάξουν πίτες, στην κάθε μία από τις οποίες έβαλαν ένα από τα πολύτιμα αντικείμενα που προορίζονταν αρχικά για τον έπαρχο της Καππαδοκίας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ημέρας τιμής της μνήμης του Αγ.Βασιλείου, ιδιαίτερα αγαπητού στους λαούς της Ανατολής, οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία. Οι γυναίκες πήγαιναν ένα προζύμι, για να το ευλογήσει ο παπάς. Οι γυναίκες μαγείρευαν το "μεγάλο στομάχι" του γουρουνιού, το οποίο έτρωγε η οικογένεια το μεσημέρι.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΜΑΧΩΝ.
Δεκέμβριος στους Προμάχους του 1979
Είναι Δεκέμβριος του 1979.
Ο δεκάχρονος Πέτρος ανηφορίζει τον χωματόδρομο του σχολείου, φορτωμένος με την παλιά του σάκα στον ώμο, αγκομαχώντας, με προορισμό το σπίτι του.
Τα μάγουλά του αναψοκοκκινισμένα, όχι τόσο από την κούραση, όσο από την ανυπομονησία του, να φτάσει γρήγορα στο ζεστό φτωχικό του σπίτι.
Σε λίγα λεπτά μπαίνει στην αυλή του σπιτιού, όπου ο πατέρας του, δίνει μάχη με έναν τεράστιο σωρό από φρεσκοκομμένα ξύλα οξιάς. Κρατώντας στα στιβαρά του χέρια ένα τεράστιο τσεκούρι, το ανεβοκατεβάζει με δυνατές και γρήγορες κινήσεις. στα αραδιασμένα καυσόξυλα και τα σχίζει με μαεστρία. Ιδρώτας κυλάει στο μέτωπό του και με κάθε κίνηση, βγάζει και μια ψιθυριστή κραυγή, δίνοντας θαρρείς περισσότερη δύναμη στο καλοτροχισμένο τσεκούρι.
Λίγο πιο μέσα, στην πόρτα της κουζίνας, ζωσμένη με μια "σαρένα" ποδιά, η μητέρα και νοικοκυρά του σπιτιού, παρακολουθεί με περηφάνια τον σκληροτράχηλο πατέρα, συμμετέχοντας νοερά στο δύσκολο έργο του. Γαργαλιστικές οσμές βγαίνουν από την μασίνα, όπου απάνω της τηγανίζονται χρυσοκίτρινες πατάτες του βουνού. Η ατμόσφαιρα πλημμυρίζει από το άρωμα φρεσκοτριμένης ρίγανης, κάνοντας τους σιαλογόνους αδένες του μικρού παιδιού, να ανοίγουν ανεπαίσθητα.
Ο Αράπης, το μικρό κατοικίδιο σκυλάκι της οικογένειας, τρέχει κουνώντας πέρα-δώθε την ουρά του προς το μικρό παιδί, καλωσορίζοντας το.
Ο πιτσιρικάς μετά από τα σχετικά παιχνιδάκια με τον Αράπη, πετάει τη τσάντα με τα βιβλία σε μια γωνιά και τσιμπολογάει με βιασύνη τις πατάτες του, μη δίνοντας σημασία στις φωνές της μητέρας, που τον προτρέπει να καθίσει στο τραπέζι.
Με το στόμα μπουκωμένο, παίρνει την μπαλωμένη αλλά πεντακάθαρη ζακέτα του, φοράει το σκούφο του στο κεφάλι και με γοργά βήματα αναχωρεί, για το σπίτι των φίλων του, όπου έχουν δώσει ραντεβού με άλλα παιδιά.
Έχοντας πάρει την συγκατάθεση των γονιών τους, τα παιδιά θα πάνε στο Τσουλές κάμιν, όπου θα προετοιμάσουν τη μεγάλη φωτιά, που ανάβουν καθ όλη τη διάρκεια των ημερών του Δεκέμβρη, εν αναμονή των Χριστουγέννων.
Επικρατεί ένας άτυπος διαγωνισμός, για το ποιά γειτονιά του χωριού θα ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά. Παρόμοιες φωτιές θα ανάψουν κι άλλες παρέες παιδιών, στη Μπουμπόβιστα, στα Γράμματα, στο Ταρπάνοβο, στα παλιά αλώνια και αλλού.
Οι μικροί μας ήρωες, μετά από τις απαραίτητες συνεννοήσεις, παίρνουν τον ανηφορικό δρόμο για τον προορισμό τους και αφήνοντας πίσω τους την πρώτη γέφυρα, την δεύτερη γέφυρα και την Τουπλίτσα, φτάνουν επιτέλους στον μεγάλο βράχο, σήμα κατατεθέν του Τσουλές κάμιν.
Σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, φωνάζοντας χαρούμενα, επιδίδονται στο απαραίτητο μάζεμα των ξύλων και σε λίγη ώρα, μια τεράστια πυραμίδα από ξερά ξύλα, σαν ινδιάνικη σκηνή, στήνεται στην ανοιχτωσιά. Οι μεγαλύτεροι της παρέας ρυθμίζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες, τοποθετώντας σούσλακ-ξερά φύλλα- στην βάση του σωρού και όλα είναι έτοιμα για την μαγική στιγμή.
Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και τα φώτα του χωριού άρχισαν ένα ένα να ανάβουν, θυμίζοντας διάσπαρτες πυγολαμπίδες στον κάμπο.
Ο Γιάννης, ο αρχηγός της παρέας και ο μεγαλύτερος σε ηλικία, βγάζει από τις τσέπες του μια χούφτα σίρκες-τζίντζιφα αποξηραμένα- και τα μοιράζει στο κάθε παιδί. Σπάει κι ένα γλυκό ρόδι, φροντίζοντας να το μοιράσει ισόποσα σε όλους.
Τα παιδιά νοιώθοντας την κούραση να τους καταβάλει, κάθονται καταγής μασουλώντας και περιμένοντας το σύνθημα του αρχηγού.
Ήδη έχει σκοτεινιάσει αρκετά και ο Γιάννης βγάζει το τσακμάκι, που δανείστηκε από τον παππού του και βάζει φωτιά στα ξερά προσανάμματα.
Σε λίγη ώρα η φωτιά επεκτάθηκε σε όλον το σωρό και οι φλόγες τινάζονται μέχρι τον ουρανό, προσπαθώντας να φτάσουν το άπειρο.
Τα παιδιά κοιτούν εκστασιασμένα το κατόρθωμά τους και με αλαλαγμούς χαράς, καμαρώνουν την τεράστια φωτιά.
Λίγα μέτρα παραπέρα, δυο υπαρχηγοί της ομάδας, έχοντας δεμένα με σύρμα, παλιά λαστιχένια παπούτσια, τα βάζουν φωτιά και τα περιστρέφουν με δύναμη γύρω από το σώμα τους. Ένας μαγικός πύρινος κύκλος δημιουργείται, και το θέαμα είναι μοναδικό, εξωκοσμικό.
Τα μικρά παιδιά βγάζουν δυνατές κραυγές, από τα βάθη της ψυχής τους, αναβιώνοντας το πατροπαράδοτο έθιμο, επιβεβαιώνοντας την συνέχεια και την συνοχή της τοπικής κοινωνίας.
"Κόλντα μπάμπο", "κόλντα μπάμπο".
Από τα απέναντι υψώματα ξεπροβάλλει η φωτιά της γειτονικής ομάδας. Μεγάλη και φανταχτερή. Λίγο δυτικότερα διακρίνεται η εστία και της άλλης ομάδας. Σουρεαλιστικό υπερθέαμα, που παραπέμπει στα πανάρχαια χρόνια, όπου με παγανιστικές τελετές οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό.
Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ η αποστολή εξετελέσθη με απόλυτη επιτυχία, η θαρραλέα ομάδα παίρνει τον κατηφορικό δρόμο του γυρισμού.
Στα μουτζουρωμένα παιδικά προσωπάκια, μπορείς να ξεχωρίσεις ένα χαμόγελο ικανοποίησης και περηφάνιας.
Σχολιάζοντας τις αντίπαλες φωτιές, κατευθύνονται προς τα σπίτια τους και ήδη σχεδιάζουν την επόμενη φωτιά, που είναι προγραμματισμένη για την άλλη βδομάδα.
Μπαίνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού ο Ντέντο-Μήτρες τους υποδέχεται με θερμά λόγια δίνοντας τους ευχές και συγχαρητήρια για την όμορφη φωτιά.
Ο μικρός μας Πέτρος, αφού πλύθηκε και σαπουνίστηκε καλά, φόρεσε τις καθαρές του πιτζάμες και ξάπλωσε στο ζεστό του κρεβατάκι. Η ξυλόσομπα του σπιτιού, του ζεσταίνει το παγωμένο κορμάκι, κάνοντάς τον να χαλαρώνει από την υπερένταση της βραδιάς.
Από το μικρό παράθυρο του δωματίου του, μπορεί να δει τα αποκαΐδια της φωτιάς τους, απέναντι στο ύψωμα.
Και εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, θαρρεί πως αντικρίζει ένα λευκό άρμα, που το σέρνουν τάρανδοι κι έναν ασπρομάλλη γεράκο ντυμένο στα κόκκινα να κάνει βόλτες στον ορίζοντα...
Ίχνη στο χιόνι...
Αριδαία. Χειμώνας, κάποια περασμένη δεκαετία.
Ο 67χρονος χωρικός, αποβιβάζεται από το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και από το σταθμό, ξεκινάει για την άλλη άκρη της, παγωμένης από την χθεσινή χιονόπτωση, πόλης.
Ένα χοντρό πανωφόρι τον τυλίγει, ενώ τα τρύπια του παπούτσια, χαμογελούν σε κάθε στραβοπάτημα στον ανώμαλο δρόμο.
Το κλασικό γέρικο, πέτσινο καπέλο, με τα αυτιά και την γούνινη επένδυση, συμπληρώνει την όλη ενδυματολογική του εμφάνιση.
Στον γυρτό του ώμο, έχει περασμένο έναν μακρύ τορβά, τον οποίο κρατάει με περίσσια δύναμη με το δεξί του χέρι.
Το τοπίο γύρω του είναι κάτασπρο από το χιόνι και λόγω της περασμένης ώρας, 3 το μεσημέρι, μόνο τον ήχο των βημάτων του μπορεί κανείς να ακούσει, αφού η πόλη παίρνει τον καθιερωμένο υπνάκο της.
“Να μη ξεχάσω να πάρω και την απόδειξη από τον έμπορο”, μονολογούσε συνεχώς κι όλο άλλαζε ώμο, μεταφέροντας το βαρύ ταγάρι δεξιά κι αριστερά.
Το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε, ήταν τα κέρματα από το παγκάρι της εκκλησίας του χωριού, που σαν επίτροπος που ήταν, ο παπα Γιάννης τον εξουσιοδότησε να τα παραδώσει στον μεγαλέμπορο, το συνεργείο του οποίου έκανε εργασίες στο ναό του χωριού.
Αγκομαχώντας λοιπόν ο φιλότιμος ηλικιωμένος βγάζοντας πυκνές αχνιστές ανάσες, φτάνοντας στα μέσα της διαδρομής, κοντοστάθηκε και άρχισε να συλλογιέται.
Ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω κάτω, και μη βλέποντας ψυχή ζώσα ολόγυρα, παίρνει την μεγάλη απόφαση.
“Θα κρύψω εδώ στο αυλάκι το ταγάρι, δίπλα από το κούτσουρο του κομμένου πεύκου, θα πάω μέχρι το μαγαζί του έμπορα και θα του πω να έρθουμε με το τρακτεράκι του να πάρουμε τα χρήματα, γιατί δεν αντέχω άλλο”.
Έτσι και έπραξε. Άφησε τον τορβά με τις 15.350 δραχμές και κίνησε με αποφασιστικό βήμα προς το εργοτάξιο για να βρει τον έμπορο.
Αφού έφτασε, του εξήγησε το σχέδιό του και ο καλόβολος μεγαλέμπορος κίνησε μαζί με τον κουρασμένο χωρικό δίπλα του στο τρακτεράκι, για να πάρουν τα κρυμμένα χρήματα του παγκαριού.
Φτάνοντας στην έρημη άκρια, όπου ήταν το κρυμμένο ταγάρι, τους περίμενε η έκπληξη της ζωής τους. Τα χρήματα είχαν κάνει φτερά και το μόνο που υπήρχε στην γύρω περιοχή ήταν τα ίχνη από τις πατημασιές του ηλικιωμένου που κατευθύνονταν προς το μαγαζί του εμπόρου και ένα άλλο περίεργο ζευγάρι ιχνών, που με βιαστικό τρόπο σβησμένο, κατευθύνονταν προς ένα παρακείμενο αγροτόσπιτο με κάτι περίεργες ψηλές καλαμιές για φράχτη, όπου οι κάτοικοι απέφευγαν να πλησιάζουν, λόγω του πολύ κακότροπου και επιθετικού ενοίκου του.
Ο φιλήσυχος χωρικός με κατακόκκινα τα μάγουλά του από την πίεση, άρχισε να οδύρεται και να καταριέται τον εαυτό του για την απερίσκεπτη πράξη του και συνεχώς επαναλάμβανε το πώς θα δικαιολογήσει την βλακεία του στον παπά και τους χωριανούς του.
Τότε ο μεγαλέμπορος, υπερβαίνοντας τα όρια της μεγαλοσύνης, τον χτυπά στον ώμο και του λέει:
“Έλα βρε πατριώτη, μην κάνεις έτσι, να πάρε την απόδειξη να την παραδώσεις στον παπά και πες του ότι όλα πήγαν κατ΄ευχήν. Τί διάολο, για την εκκλησία είναι, χαϊρλίτικα. Υπάρχει δικαιοσύνη για όλους μας”.
Μη πιστεύοντας στα αυτιά του, ο καημένος ο επίτροπος, αφού του φίλησε τα χέρια παίρνει τον δρόμο της επιστροφής ευλογώντας το Θεό για την απρόσμενη βοήθεια.
Επόμενη μέρα...
Οι τραυματιοφορείς σκεπάζουν με το σεντόνι το πτώμα και διασχίζοντας με δυσκολία την αυλή με τον παράξενο καλαμένιο φράχτη, το φορτώνουν στο ασθενοφόρο για τα περαιτέρω.
Ο ιατροδικαστής, παραμερίζοντας τον πεσμένο στο πάτωμα σωρό από τα κέρματα, συμπληρώνει την έκθεσή του:
“Αιτία θανάτου: ανακοπή.
Ώρα θανάτου: 15.35”
Σ.Σ. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
" Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος ..." Νίκος Καζαντζάκης
Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων. Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...
Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως τα βαθιά γεράματα, να μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
Άσφαλτα κατέχει η χωματένια αυτή μήτρα την αξία του κάθε παιδιού της· κι όσο ανώτερη η ψυχή που έπλασε, τόσο και δυσκολότερη της αναθέτει εντολή: να σώσει τον εαυτό του ή τη ράτσα του ή τον κόσμο· από την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη εντολή που σου αναθέτει διαβαθμίζεται η ψυχή σου.
Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι' αυτό κι απ' όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...
Δέν διαλέγεις αυτά που πιστεύεις. Αυτά διαλέγουν εσένα.
Πιστεύω στα αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα.
Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα τ'ανθρώπου, να σπας τα σύνορα! Ν' αρνειέσαι οτι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες:
Θάνατος δεν υπάρχει
Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.
Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού.
Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι' αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη.
Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό 'ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις!
Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
«Τα πτερόεντα δώρα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
(1907)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1985
Σελ. 191-192
ΠΗΓΗ...http://www.papadiamantis.org
Μια μικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Τα φώτα της πόλης ήταν μαύρα και κάτι μικρά σπιθουράκια, σαν άστρα σε καθαρό ουρανό, έδιναν την αίσθηση μια σκιάς πασπαλισμένης με άσπρες νιφάδες.
Τα χιόνι δεν ήταν λευκό. Ένα κόκκινο χρώμα, που όλο σκούραινε καθώς πλησίαζε στο δρόμο, γέμιζε τις λακκούβες με πληγές. Έπαιρνε εκείνο το βαθύ μπορντό, δείγμα πως όσο πιο πολύ μένει κάτι στο χρόνο, τόσο πιο έντονο γίνεται.
Οι άνθρωποι, ντυμένοι με ρούχα γιορτινά και διαθέσεις μουντές, στεκόταν μπροστά στα φορτηγά του Δήμου. Εκείνο το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς μοίραζαν δωρεάν κοκτέιλ συναισθημάτων.
Κάποιοι υπάλληλοι ντυμένοι στο πένθιμο τ’ ουρανού, με πολύχρωμα λαμπάκια πάνω στα καπέλα τους και γύρω στη ζώνη τους, άνοιγαν την κάνουλα των βαρελιών και γέμιζαν σιωπηλά, μηχανικά, σχεδόν απρόθυμα τα ποτήρια. Ένα μικρό τσιτσίρισμα ακούγονταν κάθε φορά που το μείγμα άφριζε.
Ένας άντρας γύρω στα 50, με ατσαλάκωτο γυαλιστερό κουστούμι και μεταξωτή γραβάτα είχε ήδη πιει τρία, όταν άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Σίγουρα είχαν πέσει παραπάνω τύψεις στη δοσολογία, γιατί είχε κάθισε και σε ένα παγκάκι, με τα χέρια στο πρόσωπο και μονολογούσε σπαρακτικά.
«Θεέ μου, τι έχω κάνει!», έλεγε και ξανάλεγε.
Μια κυρία, αρκετά μικρότερη του, με αέρα ντίβας που μύριζε πατσουλί, ντυμένη στα κόκκινα, παραπατούσε στη μέση της πλατείας πάνω στις ψιλές λουστρίν γόβες της. Γελούσε και τραγουδούσε. «Κάποτε αγαπήθηκα, μα όχι πια. Αγάπησε με, πριν να είναι αργά, αγάπη μου…».
Ύστερα έκανε παύση και φώναζε για σερβιτόρους, να της φέρουν λίγο ακόμη από δαύτο το μαγικό φίλτρο της αγάπης. Κανένας δεν έκανε βήμα. Όλοι την κοιτούσαν και κουνούσαν το κεφάλι τους με αποστροφή. Την λυπόταν περισσότερο από τους ίδιους, κι ας ήξεραν πως τους έλειπε το ίδιο, η αγάπη.
«Κουνήστε λίγο το βαρέλι!», ακούστηκε η φωνή ενός νεαρού άντρα, ενώ έφτυνε κάτω το υγρό που μόλις είχε δοκιμάσει.
«Ο Δήμαρχος υποσχέθηκε νέκταρ ευδαιμονίας και εσείς κερνάτε φαρμάκι!»
«Ηρεμήστε, κύριε», αντέδρασε συνωμοτικά ένας κοντός άντρας, με μουστάκι, διορθώνοντας το καπέλο του.
«Η καλλιέργεια και παραγωγή συναισθημάτων σε εξωτερικούς χώρους, πέραν δηλαδή της ψυχής, όπου λαμβάνει χώρα η φυσική διαδικασία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι ακόμη σε δοκιμαστικό στάδιο. Η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει μια εξαίρεση για τούτη τη μέρα, καθότι παρατηρήθηκε πως ο κόσμος, από φόβο μήπως πληγωθεί, έπαψε να συναναστρέφεται και ως εκ τούτου σταμάτησε να νιώθει δυνατά συναισθήματα. Το πνεύμα των γιορτών κινδυνεύει να εκλείψει, φαινόμενο που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ πριν μέσα στους αιώνες…»
Απομακρύνθηκα αηδιασμένος, στον απόηχο μιας ακόμη διαμαρτυρίας του νεαρού, που επέμενε πως έπρεπε ν’ ανοίξουν καινούργιο βαρέλι.
Βρέθηκα να σεργιανίζω σε κάτι στενά σοκάκια, λίγο πιο κάτω. Κλωτσούσα φύλλα, χωρίς καμιά διάθεση να δοκιμάσω απομίμηση συναισθημάτων σε ποσότητες διόλου ελεγμένες και πιστοποιημένες. Δίπλα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, ανάμεσα στα χαλάσματα, συνάντησα κάποιες καρδιές να τσαλαβουτούν σε λακκούβες γεμάτες με το αίμα τ’ ουρανού.
«Δικό μας είναι», μου ‘λεγαν γελώντας, «μα δεν πειράζει. Θα γιατρευτούμε κάποτε, μονάχα για να πληγωθούμε πάλι. Όποιος φοβάται τον πόνο, δεν ζει».
Θυμάμαι που με τράβηξαν από το χέρι και με χόρεψαν, άλλοτε όλες μαζί κι άλλοτε κάθε μια ξεχωριστά. Όλες τους έπαιρναν τη μορφή εκείνων που αγάπησα. Αλήθεια, πόσο μου έλειπαν! Ήθελα να τρέξω, να τους βρω, να τους πω όσα «σ’ αγαπώ» είχα αναβάλει.
Το ρολόι σήμανε δώδεκα. Κοίταξα κλεφτά, μακριά πίσω στην πλατεία. Ο χρόνος είχε αλλάξει, μα οι συμπεριφορές παρέμεναν οι ίδιες. Το κοκτέιλ είχε, καθώς φαίνεται, πολύ παροδικά αποτελέσματα. Κανείς δεν χαμογελούσε. Κανείς δεν αγκάλιαζε κανέναν. Κανείς δεν έλεγε «χρόνια πολλά» στον διπλανό του.
Εκείνον τον χειμώνα κανείς δεν πέθανε από το κρύο. Όλοι φορούσαν για παλτό τούς φόβους τους. Μόνο κάποιες καρδιές τίναξαν την κάπνα ερώτων που πέρασαν, βάλθηκαν ν’ ανάβουν φωτιές με σκόρπια σ’ αγαπώ και κάηκαν προσπαθώντας. Τι ευτυχία!
Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα
Ο Εσπερινός
Πρόμαχοι 3 Μαρτίου 2016. Ώρα 16.50μ.μ.
Αφήνοντας πίσω μου τον μουντό, έτοιμο να βρέξει, ουρανό του πολύβουου οικισμού, αναχωρώ βιαστικά για τον προορισμό μου, την Μονή του Αγίου, όπου σε 5 λεπτά θα ξεκινήσει ο Εσπερινός της Πέμπτης.
Αφήνοντας πίσω μου τον μουντό, έτοιμο να βρέξει, ουρανό του πολύβουου οικισμού, αναχωρώ βιαστικά για τον προορισμό μου, την Μονή του Αγίου, όπου σε 5 λεπτά θα ξεκινήσει ο Εσπερινός της Πέμπτης.
Με τους χτύπους της καρδιάς μου να χτυπούν δυνατά και τους αδένες του λαιμού να πάλλονται, οδηγώ γρήγορα, ως επικίνδυνα, και παραβλέποντας τους κώδικες του κοκ, παίρνω τον στενό ασφαλτόστρωτο δρόμο για τα ανατολικά τμήματα του χωριού, όπου βρίσκεται το επιβλητικό συγκρότημα της μονής του Αγίου Ιλαρίωνα.
Ήδη στο τζάμι του αυτοκινήτου, εμφανίζονται οι πρώτες χοντρές στάλες, ενώ η ανοιξιάτικη μπόρα έχει ξεκινήσει.
Λίγο πριν τη μονή, μπορώ να διακρίνω μια παρέα τριών γυναικών, που με γοργά βήματα, ανηφορίζουν κι αυτές προσπαθώντας να προφυλαχθούν από τη βροχή κάτω από κάτι μικροσκοπικές ομπρέλες, που το σιγανό αεράκι που πνέει, τις κυματίζει πέρα δώθε.
Προσπερνώντας τα κατάμεστα κοιμητήρια, ένα ολόκληρο χωριό θαρρείς, μπαίνω στην τελική ευθεία και προσεγγίζοντας στη σιδερένια ανοιχτή πύλη της μονής, με καλωσορίζει ένα τεράστιο άσπρο τσοπανόσκυλο, φευγάτο μάλλον από το παρακείμενο μαντρί.
Με βιαστικές κινήσεις αφήνω το αυτοκίνητο και παίρνω την τελική ανηφόρα, πεζή, ενώ το βλέμμα μου αιχμαλωτίζεται από τα πανέμορφα κατακόκκινα λουλούδια, που φυτεμένα πάνω στο πετρόχτιστο τοιχίο, φαντάζουν σαν αναγεννησιακός πίνακας.
Με την ανάσα σαν ατμομηχανή και τα μάγουλα κόκκινα από την κούραση, ελέω καθιστικής ζωής, φτάνω στην μεγάλη ανοιχτωσιά, όπου απλώνονται όλα τα κτίσματα της μονής, με το πέτρινο καθολικό των Αποστόλων Πέτρο και Παύλου να δεσπόζει στο χώρο, κάνοντάς με να αισθάνομαι μικροσκοπικός απέναντι στην επιβλητική μεγαλοπρέπειά του.
Από την μεγάλη αυτή αυλή, μπορώ να δω όλο τον κάμπο της Καρατζόβας, πιάτο, ενώ παρά την σιγανή βροχή που εξακολουθεί, διακρίνονται και τα γύρω χωριά, τοποθετημένα λες με τόση τελειότητα στη θέση τους από κάποιο μαγικό χέρι.
Στο βάθος του χώρου, διακρίνω πέντε-έξι σκουρόχρωμες σκιές, να μπαίνουν βιαστικά στον μικρό ναΐσκο, στο τέρμα της ανατολικής πλευράς της μονής, όπου και υποθέτω ότι θα τελεστεί ο Εσπερινός.
Προσπερνώντας γοργά το περίτεχνο καμπαναριό με τις πολύπλοκες καμπάνες και τις Ελληνορθόδοξες σημαίες, μπαίνω κι εγώ τελικά στο χολ του ναού, όπου είναι τοποθετημένες στη σειρά, καρέκλες για να ξαποσταίνουν οι επισκέπτες.
Μπαίνοντας στο κυρίως κτίριο, αφήνω στο παγκάρι τον οβολό μου και τοποθετώ τα έξι φυσικά κεριά στον στατήρα με την άμμο, ενώ κάποια κυρία ξεκινά να ανάβει όλα τα τοποθετημένα εκεί, κεριά.
Μπαίνω στο κυρίως τμήμα του μικρού ναού και καταβάλλοντας προσπάθεια λίγων δευτερολέπτων να συνηθίσουν τα μάτια μου στο μισοσκόταδο, στέκομαι όρθιος στα δεξιά, ακουμπώντας σε ένα ξύλινο στασίδι.
Ήδη ο Εσπερινός ξεκίνησε και κάνοντας τον σταυρό μου, προσπαθώ να εισχωρήσω στην όλη μυσταγωγία.
Στο μοναδικό ψαλτήρι, δεξιά της Ωραίας Πύλης, τρεις νεαρές μαυροντυμένες καλόγριες, ψάλλουν ύμνους , προσευχές, παρακλήσεις, ενώ με ένα μικρό κεράκι στο χέρι, φωτίζουν τα ιερά βιβλία, προσπαθώντας να βοηθήσουν την όρασή τους, αφού το ηλεκτρικό απουσιάζει, κατά το Αγιορείτικο τυπικό.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζω δυο μικρές κοπέλες, κοσμικές, που σιγοντάρουν ψάλλοντας κι αυτές μαζί τους.
Στην αριστερή πλευρά και σε κάποιο ταπεινό στασίδι ειδικά διαμορφωμένο, κάθεται ο μειλίχιος Γέροντας, βυθισμένος στην ουράνια επικοινωνία μαζί Του, διαβάζοντας ευχές και προσευχές.
Το λιγοστό απογευματινό φως, που μπαίνει από τα στενά παράθυρα, τον περιλούζει με μια δέσμη ακτίνων, κάνοντάς να φαντάζει σαν βιβλικό πρόσωπο, βγαλμένο θαρρείς από τις Γραφές.
Δίπλα μου και λίγο μπροστά, δυο άντρες, με το κεφάλι κατεβασμένο, προσεύχονται, σιγοψυθιρίζοντας, ενώ ανά τακτικά διαστήματα, προσκυνούν κάνοντας βαθιές υποκλίσεις, κάνοντάς με να νιώθω παρείσακτος, μή γνωρίζοντας και πολύ καλά όλο το τυπικό.
Στην πτέρυγα των γυναικών, έξι-εφτά κυρίες, σταυροκοπιούνται και μετέχουν στην όλη μέθεξη-επικοινωνία με το Θείο.
Ένα μικρό κοριτσάκι, κουνώντας τα κατάξανθα μαλλάκια του, εισβάλει τρέχοντας και πηγαίνει ευθεία στο μέρος του Γέροντα, του φιλά το χέρι κι εκείνος του χαϊδεύει στοργικά το κεφαλάκι χαμογελώντας της.
Ο συνδυασμός του ιλαρού ημίφωτος με τις εξιλεαστικές ψαλμωδίες των γλυκόλαλων μοναχών, ο κατευναστική οσμή του κεριού και του θυμιάματος, με κάνει να νομίζω, πως ο μικρός ταπεινός χώρος του Ναού, έχει μεγαλώσει, έχει ανοίξει. Πως δεν υπάρχουν τείχη και σκεπή, πως ένα υπέρλαμπρο Φως έχει κυριεύσει τον τόπο και νιώθω έντονη την παρουσία στρατιών Αγγέλων, Σεραφείμ και Χερουβείμ, που ανεβοκατεβαίνουν μια νοητή ανεμόσκαλα, μεταξύ ουρανού και γης, υμνώντας τον Πλάστη και Κύριό μου.
Και όταν ο Γέροντας κρατώντας το θυμιατό με τα μεταλλικά καμπανάκια, με πλησιάζει, όπως όλους τους παρευρισκόμενους στη σειρά, και με ευλογεί προσωπικά με το θείο ,σαν τριαντάφυλλο άρωμα , θυμίαμα, αισθάνομαι να λυγίζω και να λιώνω από την εκστατική στιγμή.
Υποκλίνομαι μηχανικά και σταυροκοπιέμαι, μή ξέροντας τί άλλο να κάνω, νιώθοντας μια αγαλλίαση βαθιά μέσα μου.
Με το "Δι ευχών..." του Γέροντα, προσγειώνομαι και προσκυνώντας την εικόνα, όπου όλοι οι πιστοί πέρασαν, βγαίνω στο προαύλιο νιώθοντας τον κρύο αέρα που πνέει, να μου χαστουκίζει το πρόσωπο, με τη βροχή να έχει κοπάσει, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίζονται κινώντας προς το αρχονταρίκι, υποθέτω για κάποιο λουκουμάκι ή καφέ.
Μια καλόγρια, αγκαλιάζει το ξανθό κοριτσάκι και χαμογελώντας οι δυο τους χάνονται σε κάποιο δωμάτιο παίζοντας και τρέχοντας.
Κάποιο ζευγάρι μπροστά μου συζητά χαμηλόφωνα και βαδίζει προς τα αυτοκίνητό του.
Αγναντεύοντας την θεόρατη πέτρινη σπηλιά στα βόρεια της μονής, και με την ψυχή μου γεμάτη από παραστάσεις, άδεια από τα κοσμικά προβλήματα, αναχωρώ, ευχαριστώντας ενδόμυχα τον Κύριο, για την τύχη που επιφύλαξε στη ζωή μου, να γεννηθώ εδώ σε αυτή την ευλογημένη άκρια της πατρίδας μας και να έχω τον Άγιο Οσιομάρτυρα φύλακά μου και παραστάτη μου.
Τα παραμύθια του Άντερσεν: Το μολυβένιο στρατιωτάκι
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν εικοσιπέντε μολυβένια στρατιωτάκια. Ήταν αδέρφια, γιατί προέρχονταν όλα από μια παλιά κουτάλα.
Είχαν όλα τους τις λόγχες τους στον ώμο, σε στάση προσοχής και κοίταζαν εμπρός. Οι στολές τους ήταν πολύ κομψές - κόκκινο και μπλε - και ήταν υπέροχες.
Το πρώτο πράγμα που άκουσαν στον κόσμο, όταν το καπάκι από το κουτί που βρίσκονταν απομακρύνθηκε, ήταν οι λέξεις «Μολυβένια στρατιωτάκια!»
Αυτές οι λέξεις είχαν ειπωθεί από ένα μικρό αγόρι, που χτύπησε τα χέρια του από χαρά. Τα στρατιωτάκια του είχαν δοθεί γιατί ήταν τα γενέθλιά του, και τώρα τα τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι.
Το κάθε ένα ήταν ολόιδιο με τα υπόλοιπα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, εκτός από ένα που είχε μόνο ένα πόδι. Είχε τοποθετηθεί στο καλούπι τελευταίο, και δεν υπήρχε αρκετό μολύβι για να ολοκληρωθεί· αλλά στεκόταν τόσο περήφανα πάνω στο ένα του πόδι, όσο και τα υπόλοιπα στα δυο τους, και ήταν αυτός που θα είχε την πιο αξιόλογη τύχη.
Πάνω στο τραπέζι που τα μολυβένια στρατιωτάκια είχαν τοποθετηθεί υπήρχαν πολλά ακόμη παιχνίδια, αλλά αυτό που τραβούσε πιο πολύ την προσοχή ήταν ένα όμορφο μικρό χάρτινο κάστρο. Μέσα από τα μικροσκοπικά του παράθυρα μπορούσες να δεις κατευθείαν στην σάλα. Μπροστά από το κάστρο υπήρχαν μικρά δέντρα, που σχημάτιζαν μια ομάδα γύρω από έναν μικρό καθρέφτη, ο οποίος υποτίθεται πως ήταν μια διάφανη λίμνη. Κύκνοι φτιαγμένοι από κερί κολυμπούσαν στην επιφάνεια της λίμνης, και αυτή αντικατόπτριζε την εικόνα τους.
Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα, αλλά ομορφότερη από όλα ήταν μια μικρή κυρία που στέκονταν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου. Ήταν κι αυτή φτιαγμένη από χαρτί, αλλά φόραγε ένα φόρεμα από πανέμορφο τούλι και μια φαρδιά γαλάζια κορδέλα γύρω από τους ώμους της, σαν ένα μαντήλι, γιατί ήταν χορεύτρια, και μετά σήκωσε το ένα της πόδι τόσο ψηλά που ο στρατιώτης σχεδόν το έχασε από τα μάτια του. Νόμιζε πως, όπως κι αυτός, είχε κι αυτή μόνο ένα πόδι.
«Αυτή θα ήταν η κατάλληλα σύζυγος για μένα,» σκέφτηκε ο στρατιώτης, «αν δεν ήταν τόσο σπουδαία. Αλλά ζει σε ένα κάστρο, ενώ εγώ έχω μόνο ένα κουτί, και υπάρχουν εικοσιπέντε από μας μέσα σε αυτό. Δεν υπάρχει χώρος για μια κυρία. Μα και πάλι, θα ήθελα πολύ να την γνωρίσω.» Μια ταμπακιέρα έτυχε να βρίσκεται πάνω στο τραπέζι, ακριβώς πίσω από τον στρατιώτη και από εκεί μπορούσε εύκολα να δει την ντελικάτη μικρή κυρία, που ακόμη στέκονταν στο ένα πόδι χωρίς να χάνει την ισορροπία της.
Όταν ήρθε το βράδυ όλα τα άλλα στρατιωτάκια τοποθετήθηκαν πίσω στο κουτί τους, και οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο. Τώρα ήταν οι σειρά των παιχνιδιών να παίξουν μόνα τους. Έκαναν επισκέψεις το ένα στο άλλο,πολέμησαν σε μάχες και έπαιξαν με τις μπάλες. Τα μολυβένια στρατιωτάκια φλυαρούσα μέσα στο κουτί τους, και εύχονταν να βρίσκονταν με τα υπόλοιπα παιχνίδια, αλλά δεν μπορούσα να σηκώσουν το καπάκι. Οι καρυοθραύστες έκαναν τούμπες και το μολύβι χοροπηδούσε πέρα δώθε με τον πιο αστείο τρόπο. Έκαναν τόσο σαματά που ξύπνησαν το καναρίνι και άρχισε να μιλά μαζί τους. Οι μόνοι που έμειναν στην θέση τους ήταν οι μολυβένιοι στρατιώτες και η μικρή χορεύτρια.Στεκόταν στις μύτες του ποδιού της και με τα χέρια τεντωμένα, και ο στρατιώτης μας δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Το ρολόι χτύπησε δώδεκα- κρααακ! Μεμιάς άνοιξε το καπάκι της ταμπακιέρας. Όμως δεν είχε καπνό μέσα αλλά ένα μικρό μαύρο ξωτικό. Βλέπετε δεν ήταν αληθινή ταμπακιέρα αλλά ένα κουτί φάρσας.
«Μολυβένιε στρατιώτη,» είπε το ξωτικό, «κράτα τα μάτια σου για τον εαυτό σου. Μην κοιτάζεις αυτό που δεν σε αφορά!»
Αλλά ο στρατιώτης προσποιήθηκε πως δεν το άκουσε.
«Καλά, λοιπόν, περίμενε μέχρι αύριο,» παρατήρησε το ξωτικό.
Το επόμενο πρωί, όταν τα παιδιά σηκώθηκαν, ο στρατιώτης ήταν τοποθετημένος στο περβάζι του παραθύρου, και, είτε το έκανε το ξωτικό,είτε ο άνεμος, ξαφνικά άνοιξε το παράθυρο και ο στρατιώτης έπεσε μεμιάς από τον τρίτο όροφο εκείνου του κτιρίου. Ήταν μια τρομαχτική πτώση! Ξανά και ξανά στριφογυρνούσε καθώς έπεφτε, ώσπου στο τέλος έφτασε στην γη, όπου το καπέλο του και η λόγχη του καρφώθηκαν στο πεζοδρόμιο, ενώ το μοναδικό του πόδι ήταν προς τα πάνω.
Ο υπηρέτης και το μικρό αγόρι έτρεξαν αμέσως κάτω να τον ψάξουν, μα, αν και πέρασαν σχεδόν δίπλα του, δεν κατάφεραν να τον βρουν. Αν ο στρατιώτης είχε φωνάξει έστω και μια φορά « Εδώ είμαι!» θα τον είχαν ακούσει εύκολα, αλλά δεν ήθελα να φωνάξει για βοήθεια μιας και ήταν περήφανος στρατιώτης με στολή.
Τότε άρχισε να βρέχει· πιο γρήγορα και πιο γρήγορα έπεφταν οι στάλες, μέχρι που μετατράπηκε σε καταιγίδα· και όταν αυτή πια σταμάτησε δυο αγόρια του δρόμου εμφανίστηκαν.
«Κοίτα,» είπε το ένα, «ένας στρατιώτης. Πρέπει να τον βάλουμε να σαλπάρει με το πλοίο.»
Έτσι, έφτιαξαν ένα πλοίο από μια παλιά εφημερίδα και έβαλαν τον μολυβένιο στρατιώτη στο κέντρο του, και σάλπαραν το πλοίο στο αυλάκι του δρόμου, ενώ έτρεχαν δίπλα του, χτυπώντας τα χέρια τους.
Θεούλη μου! Πως χτυπούσαν τα κύματα το χάρτινο καράβι, και πόσο γρήγορα το παράσερνε το ρεύμα! Ο μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να ζαλίζεται, το καράβι στριφογύριζε τόσο γρήγορα· μα και πάλι δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι, και κοίταζε ευθεία μπροστά κρατώντας την λόγχη του σταθερά.
Σε μια στιγμή το καράβι χάθηκε μέσα στον υπόνομο, και ήταν τόσο σκοτεινά όπως και όταν βρίσκονταν μέσα στο κουτί του, στο σπίτι. «Πού πηγαίνω τώρα;» σκέφτηκε. «Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι δουλεία του ξωτικού. Αχ! Να ήταν μαζί μου και η μικρή κυρία εδώ στο καράβι, δεν θα με ένοιαζε κι ας ήταν ακόμη πιο σκοτεινά.»
Και τότε, ένας πελώριος αρουραίος που ζούσε μέσα στον υπόνομο, πετάχτηκε ξαφνικά.
«Έχεις διαβατήριο;» ρώτησε ο αρουραίος. «Πού είναι το διαβατήριο σου;»
Μα ο μολυβένιος στρατιώτης δεν μίλησε, παρά μόνο κράτησε την λόγχη του ακόμη πιο σφιχτά.
Το καράβι συνέχισε να πλέει, αλλά ο αρουραίος το ακολούθησε. Πωπώ! Πως έτριζε τα δόντια του και φώναζε στα ραβδιά και στα καλάμια: «σταματήστε τον! Σταματήστε τον! Δεν πλήρωσε για να μπει! Δεν μου έδειξε ούτε διαβατήριο!»
Αλλά το ρεύμα έγινε πιο δυνατό και ακόμη πιο δυνατό. Ήδη ο στρατιώτης μπορούσε να δει το φως της ημέρας εκεί που το τούνελ τελείωνε· αλλά την ίδια στιγμή άκουσε ένα βίαιο και ορμητικό βουητό, που στο άκουσμα του ακόμη και ένας τολμηρός άντρας θα έτρεμε. Σκεφτείτε! Ακριβώς εκεί που τελείωνε το τούνελ, ο υπόνομος γινόταν πιο φαρδύς και έπεφτε το νερό με ορμή στο στόμα ενός άλλου υπονόμου. Ήταν τόσο επικίνδυνο για τον στρατιώτη, όσο θα ήταν για μας το να πλεύσουμε κατευθείαν σε έναν πελώριο καταρράκτη.
Ήταν τώρα τόσο κοντά στο τέλος του τούνελ που δεν μπορούσε να σταματήσει. Το καράβι τινάχτηκε μπροστά και ο στρατιώτης κρατήθηκε όσο πιο γερά μπορούσε, χωρίς όμως να δώσει την εντύπωση ότι κουνήθηκε καν. Τρεις ή τέσσερις φορές το καράβι στριφογύρισε· ήταν γεμάτο νερό και σίγουρα θα βυθιζόταν.
Το νερό έφτανε μέχρι τον λαιμό του στρατιώτη· όλο και πιο βαθιά το καράβι βυθιζόταν, όλο και πιο μαλακό γινόταν το χαρτί· και τότε το νερό σκέπασε το κεφάλι του στρατιώτη. Σκέφτηκε την όμορφη μικρή χορεύτρια, την οποία δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά, και στ’ αυτιά του ήχησαν οι στίχοι ενός τραγουδιού:
Άγρια περιπέτεια, θανατηφόρος κίνδυνος, πήρες την μερίδα σου γενναίε ξένε.
Το χάρτινο καράβι χωρίστηκε στα δυο, και ο στρατιώτης ήταν έτοιμος να βυθιστεί, όταν τον κατάπιε ένα μεγάλο ψάρι.
Ω, πόσο σκοτεινά ήταν! Πιο σκοτεινά κι απ’ τον υπόνομο, και τόσο στενά· αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης μας δεν έχασε το κουράγιο του· έμεινε εκεί ξαπλωμένος, κρατώντας γερά την λόγχη του, όπως πάντα.
Το ψάρι κολύμπησε εδώ κι εκεί, γυρνώντας και στρίβοντας και κάνοντας τις πιο περίεργες κινήσεις, ώσπου έμεινε εντελώς ακίνητο.
Μια ακτίνα φωτός έφτασε μέχρι αυτόν και μια φωνή είπε,«Μολυβένιε στρατιώτη!» Το ψάρι είχε πιαστεί, είχε σταλεί στην αγορά, πουλήθηκε,αγοράστηκε και μεταφέρθηκε στην κουζίνα, όπου η μαγείρισσα έκοψε με το μαχαίρι την κοιλιά του ψαριού. Άρπαξε τον στρατιώτη και τον πήγε στο σαλόνι όπου η οικογένεια καθόταν, και ήταν όλοι ανυπόμονοι να δουν τον τολμηρό άνδρα που ταξίδεψε στο στόμα του ψαριού· αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης παρέμεινε ακίνητος.Δεν ήταν και τόσο περήφανος.
Τον τοποθέτησαν πάνω στο τραπέζι. Αλά πως γίνεται κάτι τόσο περίεργο να συμβεί; Ο στρατιώτης ήταν μέσα στο ίδιο εκείνο δωμάτιο που είχε βρεθεί ξανά. Είδε τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια στέκονταν μαζί του στο τραπέζι, και ανάμεσα τους και η όμορφη χορεύτρια, που ακόμη στέκονταν στο ένα πόδι. Ήταν κι εκείνη ακίνητη και σταθερή. Αυτό άγγιξε την καρδιά του στρατιώτη. Θα μπορούσε μέχρι και να κλάψει αλλά αυτό δεν θα ήταν σωστό. Την κοίταξε, αυτή κοίταξε αυτόν αλλά δεν αντάλλαξαν λέξη.
Και τότε ένα από τα μικρά παιδιά άρπαξε τον στρατιώτη και τον πέταξε μέσα στο τζάκι. Δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει αυτό, αλλά χωρίς αμφιβολία το ξωτικό της ταμπακιέρας είχε κάποια σχέση με αυτό.
Ο μολυβένιος στρατιώτης στέκονταν μέσα σε μια κόκκινη φλόγα. Η ζέστη που ένιωθε ήταν απίστευτη, αλλά δεν ήξερε αν ήταν εξαιτίας της φωτιάς ή εξαιτίας της αγάπης στην καρδιά του. Είδε πως τα χρώματα της στολής του είχαν ξεβάψει αλλά αν ήταν από το ταξίδι του ή από την θλίψη του, κανένας δεν μπορούσε να πει. Κοίταξε την μικρή χορεύτρια, τον κοίταξε κι αυτή και ένιωσε να λιώνει· όμως και πάλι έμεινε ευθυτενής όπως πάντα, με την λόγχη του στον ώμο. Και τότε ξαφνικά η πόρτα άνοιξε· ο άνεμος έπιασε την χορεύτρια και την οδήγησε κατευθείαν μέσα στο τζάκι μαζί με τον μολυβένιο στρατιώτη, την έπιασε μια φλόγα, και εξαφανίστηκε!
Ο μολυβένιος στρατιώτης έλιωσε κι έγινε ένας σβώλος· και μέσα στις στάχτες η υπηρέτρια την επόμενη μέρα τον βρήκε, στο σχήμα μιας μικρής μολυβένιας καρδιάς, ενώ από την χορεύτρια δεν είχε μείνει τίποτα πια.