Κυριακή 28 Μαΐου 2017
Μια βραδιά με τον Καραγκιόζη
Δρασκελίζοντας με μεγάλα βήματα το πλακόστρωτο του Διοικητηρίου της Έδεσσας και αδιαφορώντας για το άτσαλο, στα όρια της παρανομίας, παρκάρισμα του αυτοκινήτου μου πίσω από το αχανές κτίριο, εισέρχομαι στο κατάμεστο αμφιθέατρο.
Η παράσταση «Οι τρείς καλές συμβουλές» από τα Παραμύθια του Καραγκιόζη σε λίγο ξεκινάει.
Έχει προηγηθεί πριν λίγες ημέρες η γνωριμία μου με τον σπουδαίο παραμυθά Δημήτρη Αβούρη και η ευτυχής σύμπτωση κοινών πολιτισμικών ανησυχιών. Μέσω του Δημήτρη γνώρισα και τον ταλαντούχο καραγκιοζοπαίχτη Δομτζίδη Απόστολο και με την δύναμη των μέσων επικοινωνίας, ενημερώθηκα για το πολύ ενδιαφέρον 1ο Συνέδριο Παραμυθιού στην Έδεσσα.
Δίνοντας τη θέση μου σε κάποιον ευτραφή ρασοφόρο ιερέα, ο οποίος κρατώντας ένα κινητό ήρθε και κοντοστάθηκε δίπλα μου, και φοβούμενος μην μου τσαλαπατήσει το σακίδιο με τα εργαλεία του ρεπορτάζ, του πρόσφερα το κάθισμά μου και βολεύτηκα σε ένα ξύλινο σκαλοπατάκι στην άκρη, στη γαλαρία της αίθουσας, φροντίζοντας να έχω καθαρό οπτικό πεδίο.
Η αίθουσα γέμισε ασφηκτικά με δεκάδες μικρούς και μεγάλους «καραγκιοζόπληκτους» και μια αίσθηση κλειστοφοβίας άρχισε να με διακατέχει, ενώ οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλούν στο πλούσιο μέτωπό μου, αναγκάζοντάς με να κινώ πέρα δώθε το μπλοκ των σημειώσεων, που είχα μαζί μου.
Ένα κουδουνάκι, δύο κουδουνάκια, τρία κουδουνάκια.
Τα φώτα χαμηλώνουν και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, φωτίζει ο μπερντές, με το καλυβόσπιτο του Καραγκιόζη από τη μία και το Σαράι του Πασά από την άλλη να μου ελκύουν το βλέμμα σαν μαγνήτες.
«Ρατα ρατα ρατα ρατατα» η γνώριμη μελωδία της έναρξης και η αγριοφωνάρα του σκανδαλιάρη ήρωα μας καλωσορίζει, υποσχόμενος διασκέδαση και γέλιο.
«Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε».
Ξεδιπλούμενη η πλοκή της παράστασης, παρελαύνουν από μπροστά μας όλοι οι αγαπημένοι ήρωες, ο αναρχικός πρωταγωνιστής Καραγκιόζης με τα σαίνια Κολητήρια και τον Κοπρίτη, η κυρία Αγλαία, ο καρπαζοεισπράκτορας Χατζηαβάτης, ο τυραννικός Σαμπάναγας με την σαν ξερολούκουμο πανέμορφη κόρη του Φατμέ, ο Αράπης, οι δυο βαρύμαγκες Σταύρακας και Νώντας, ο ευλύγιστος Νιόνιος, ο Θείος Λάκης από το Κολωνάκι και φυσικά ο πληθωρικός και κωτσονάτος Μπαρμπαγιώργος με την μαγκούρα του πάντα έτοιμη για στενές επαφές.
Η πολυδιάστατη φωνή του Απόστολου, του καραγκιοζοπαίχτη, μας οδηγεί όλους στον φαντασιακό κόσμο της παιδικής ηλικίας, μας ταξιδεύει στο παραμύθι με τα αστεία και το καλοδουλεμένο σενάριο, ενώ η προσαρμογή του σε πρόσωπα και πράγματα της Έδεσσας κάνει μικρούς και μεγάλους να συμμετέχουν στο έργο, σαν να είναι κι αυτοί μέλη του θιάσου.
Και βέβαια, το ουσιώδες μήνυμα, το οποίο κρύβεται πίσω από όλες σχεδόν της «απλοϊκές» παραστάσεις, να εμφυτεύεται μέσα στις αθώες παιδικές ψυχούλες.
Οι τρείς καλές συμβουλές:
1. «Για ό,τι δεν σε μέλει, μην ρωτάς»
2. «Ποτέ μην ξεστρατίζεις από τον δρόμο σου»
3. «Τον θυμό τον βραδινό, κράτα τον για πρωινό».
Με το τέλος της παράστασης η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα και κανείς δεν ήθελε να αποχωρήσει, ενώ η βαθιά υπόκλιση του Απόστολου συνοδεύτηκε από βροντερές επευφημίες μικρών και μεγάλων.
Στην σκηνή του αμφιθεάτρου ανεβαίνει ο Αφηγητής Παραμυθάς Δημήτρης Αβούρης και με το θεόσταλτο χάρισμά του ξεσηκώνει τους λιλιπούτειους θεατές, με ένα αμφίδρομο μικρό παραμυθάκι, ερωταπαντήσεων και το γέλιο πάει σύννεφο με τον «χρυσό κώλο» του ήρωα, του διδακτικού παραμυθιού που αφηγείται.
Περιμένοντας στην ουρά, να τελειώσουν όλοι με τα αυτόγραφα και τις αφιερώσεις στα βιβλία που υπάρχουν στον προθάλαμο, προσεγγίζω τον Δημήτρη για να χαιρετήσω και να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου. Αντικρίζοντάς με, ο πρόεδρος της Ακαδημίας Ποίησης και Παραμυθιού, με αρπάζει από το μπράτσο και με λόγια εγκωμιαστικά προς το πρόσωπό μου, με περιφέρει και μου συστήνει τους φίλους και συνεργάτες του.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν προσέγγισα τον Απόστολο με τον οποίο γνωριζόμασταν μόνο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αφού μου σύστησε την «Θιασάρχη της ζωής και της τέχνης του» Νατάσα, τη σύζυγό του, συνομιλήσαμε για λίγα λεπτά, έχοντας εγώ, ως ανήσυχο πνεύμα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, μια μελλοντική συνεργασία μαζί του, προσκαλώντας τον να μας κάνει μια παράσταση στην πλατεία του ιστορικού μας χωριού, μια καλοκαιρινή βραδιά.
Πριν αναχωρήσω, σκαρφάλωσα σαν τον κλέφτη στην πελώρια σκηνή του αμφιθεάτρου και με συνωμοτικό ύφος, βρέθηκα στα παρασκήνια, πίσω από τα αστραφτερά φώτα και περιεργάστηκα τις περίτεχνα σμιλεμένες φιγούρες των ηρώων, να βρίσκονται στα ράφια τους, κουρασμένοι θαρρείς από την πολύωρη παράσταση που έδωσαν και αποκαμωμένοι πλέον, απολαμβάνουν την χαλαρωτική ησυχία πίσω από το ημίφως. Μη αντέχοντας στον πειρασμό, πιάνω ασυναίσθητα την χειρολαβή που συγκρατεί τον πρωταγωνιστή Καραγκιόζη και μια φαντασιακή αγωνία με διαπερνά, λες και με έναν μαγικό τρόπο ταυτίστηκα άξαφνα μαζί του και σκύβω ασυναίσθητα, περιμένοντας να προσγειωθεί στην πλάτη μου η μαγκούρα του Μπαρμπαγιώργη.
Αφήνοντας πίσω μου την αιώνια πρωτεύουσα των νερών, την Έδεσσα, με την μπαταρία της ψυχής μου γεμάτη, νύχτα πια, και με ένα περίεργο ψιλόβροχο να με συνοδεύει στον φιδίσιο, όλο στροφές δρόμο προς την βάση μου, και με δεδομένη την φωτοευαισθησία των ματιών μου, αντηχούσε στα αυτιά μου η μία από τις τρεις συμβουλές του παραμυθιού:
«Ποτέ μην ξεστρατίζεις από τον δρόμο σου»….