Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Made in Bangladesh...


Όμορφα ρούχα
τσάντες δέρμα κροκό και φίδι
λαμέ κορδόνια και στολίδια
σε παπούτσια αθλητικά

Κρυμμένη σ' ένα βαθύ σημείο 
Made in Bangladesh
η ετικέτα γράφει

Γλιστρώ σκιά σε ανήλιαγα υπόγεια
Χωμένα στο ημίφως
λιγνά σκουρόχρωμα χεράκια 
κεντάνε τα δικά τους ξεροκόμματα
σε μεροκάματο χαμένης παιδικότητας
Χάντρες τα δάκρυα τους
στρας σε λαμπερά μπλουζάκια

Εκεί βαθιά στη φόδρα
η ετικέτα
αθέατη σφραγίδα οργής σε μάτια παιδικά
αιώνιο παράπονο για το μαρκάρισμα ψυχής

Η ετικέτα Made in Bangladesh
χαλίκι στο παπούτσι μου
που με ματώνει ...


Ανδρονίκη Γωγοπούλου
από τη συλλογή Ευτοπία, 2016





ΠΗΓΗ,,,http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr/

Οι απλές καθημερινές σχέσεις.


Οι γονείς μας, τα παιδιά μας, οι φίλοι, οι οικογένεια.... όλα είναι σχέσεις! Στη δουλειά μας, στην γειτονιά, όπου και να βρεθούμε αλληλεπιδρούμε, συνδεόμαστε πολύ ή λίγο με άλλους ανθρώπους: όλα είναι σχέση.

Φυσικά και όλες οι σχέσεις δεν είναι εξίσου σημαντικές, ούτε έχουν την ίδια προτεραιότητα στην ζωή μας, όμως όλες οι σχέσεις μας αφορούν, μας απασχολούν και συχνά μας ταλαιπωρούν!

Παρεξηγήσεις, μικρές ή μεγάλες παρανοήσεις, ηθελημένα και μη ψέματα και λάθη, δυσκολεύουν τις επαφές μας , τις συζητήσεις μας, την συνεννόηση και τέλος, την σχέση μας με τους άλλους.

Ακόμη περισσότερο, αυτή την εποχή που είμαστε όλοι (λίγο ή πολύ) πιεσμένοι και αγχωμένοι με πράγματα, γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, οι σχέσεις μας συχνά δοκιμάζονται και μαζί με αυτές και η υπομονή μας...

Δεν έχουμε χρόνο και τη θέληση (αλλά ούτε την υπομονή) να ακούσουμε τον άλλο, να ακούσουμε τι έχει να μας πει και πριν καλά καλά ολοκληρώσει εμείς «του λέμε τα δικά μας». Βιαζόμαστε να τελειώσουμε με αυτό που κάνουμε για να ξεκινήσουμε το επόμενο, προσπερνάμε τους γύρω μας διεκπαιρωτικά χωρίς να συνδεθούμε μαζί τους. Χρησιμοποιούμε την επαφή «για να γίνει η δουλειά»!

Τίποτε άλλο, μόνο αυτό! Είτε πρόκειται για μια φραντζόλα ψωμί στο φούρνο, είτε για ένα πακέτο τσιγάρα στο περίπτερο, είτε για μια καλημέρα με τον γείτονα στην πυλωτή της πολυκατοικίας, κοιτάμε μόνο να κάνουμε την δουλειά μας, να πάμε παρακάτω προσπερνώντας τους ανθρώπους... την συνθήκη της στιγμής...

Φυσικά, το ίδιο γίνεται με τους άλλους και εμάς. Οι άλλοι προσπερνούν εμάς κοιτώντας και αυτοί την δουλειά τους και πάει λέγοντας....

Κι όμως μέσα σ’ αυτά τα καθημερινά στιγμιότυπα κρύβονται δεκάδες ευκαιρίες για καλημέρες, για χαμόγελα, για μια στιγμή χαλάρωσης, μια καλή κουβέντα, μια νότα αισιοδοξίας, εγγύτητας, καλοσύνης....

Οι σχέσεις, οι απλές, μικρές, καθημερινές σχέσεις έχουν δύναμη, κρύβουν πολύτιμα αρώματα, όμως θέλουν υπομονή και εμπιστοσύνη για να τα απελευθερώσουν, θέλουν και αυτές την προσοχή και την φροντίδα τους. Αν το καταφέρουμε, θα μας επιστραφεί η χαρά της απλής ζωής!!

Γράφει ο  Γιάννης Ξηνταράς





ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com

Εκτός από μαθητές, είναι και παιδιά ξέρετε...


Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή την κοινή διαπίστωση πολλών εκπαιδευτικών ότι ολοένα και περισσότερο οι μαθητές στην τάξη μιλάνε με τους διπλανούς τους, έχουν την τάση να είναι χαλαροί και μη συγκεντρωμένοι και μάλιστα δεν συμμορφώνονται ούτε μετά από παρατήρηση του εκπαιδευτικού.
Τις περισσότερες φορές δε αυτή η παρόρμησή τους είναι τόσο ισχυρή που μοιάζει απλά σαν να μην μπορούν να κάνουν αλλιώς. Θέλουμε να αποφύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα και τις υπεραπλουστεύσεις όπως ότι αρκετά από αυτά τα παιδιά έχουν μη εγνωσμένα σύνδρομα (υπερκινητικότητας και διάσπασης προσοχής) ή ότι έχουν έλλειμμα αγωγής ή ότι φταίνε οι εκπαιδευτικοί που είναι χαλαροί σε θέματα πειθαρχίας και άλλα τέτοια που οδηγούν σε εκλογικεύσεις των αιτιών ,σε επίρριψη ευθυνών και που ,κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ επιφανειακή προσέγγιση του θέματος.
Καταρχάς το γεγονός ότι οι μαθητές μιλάνε με τους συμμαθητές τους και δεν προσέχουν στο μάθημα πρέπει να εκληφθεί ως σύμπτωμα και όχι ως το πρόβλημα αυτό καθαυτό. Πρέπει να σκεφτούμε μάλιστα ότι ένα σύμπτωμα μπορεί μερικές φορές να είναι σωτήριο αν εκτιμηθεί σωστά και λειτουργήσει ως συναγερμός. Ίσως τα παιδιά με αυτή τους την συμπεριφορά και άθελά τους μας στέλνουν κάποιο μήνυμα .Το θέμα είναι αν εμείς είμαστε πρόθυμοι να το ακούσουμε ή το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να απενεργοποιήσουμε τον ενοχλητικό συναγερμό.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές οι εκπαιδευτικοί καταφεύγουμε στις ευκολίες μας να επιβάλλουμε τη τάξη με την απειλή, το φόβο ή την χρήση εξουσίας. Πρόκειται ουσιαστικά για όπως-όπως κουκούλωμα του προβλήματος. Μιλώντας με αρκετούς από αυτούς τους μαθητές (Γυμνασίου και Λυκείου)που μιλάνε ακατάπαυστα μέσα στην τάξη μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι στην ερώτηση γιατί το κάνουν αυτό τα πιο πολλά απάντησαν : 1) ότι το έχουν ανάγκη, γιατί τους χαλαρώνει και τους φεύγει το άγχος ή γιατί απλά τους ευχαριστεί. 2) για να περάσει η ώρα που αλλιώς δεν περνάει με τίποτα και γιατί βαριούνται. 3) αυτά που κάνουν στο μάθημα τα έχουν ήδη κάνει σε φροντιστήρια ή ιδιαίτερα μαθήματα.
Τι μπορούμε να καταλάβουμε από τις απαντήσεις αυτές; Πολλά, όπως ότι τα περισσότερα παιδιά δεν βρίσκουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και χαρά στο σχολείο και ότι απλά σπρώχνουν τον χρόνο μέχρι να σχολάσουν. Επίσης ότι η παράταση της σχολικής ζωής σε μια δεύτερη απογευματινή βάρδια είναι τόσο κουραστική και επίπονη που οι πιο πολύ μαθητές αναγκάζονται να κρατάνε δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πρωινού σχολείου για να μπορούν να ανταποκριθούν στις απογευματινές τους υποχρεώσεις. Μάλιστα οι μαθητές νιώθουν ότι δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο σχολείο αφού το απόγευμα θα ξαναδιδαχθούν τα ίδια πράγματα.
Εγώ όμως θα σταθώ σε ένα θέμα τελείως διαφορετικό στο οποίο θεωρώ ότι δεν του έχει δοθεί η ανάλογη προσοχή. Είναι φανερό ότι μιλώντας και έχοντας χαλαρή διάθεση οι μαθητές μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος νιώθουν ότι καλύπτουν κάποια ζωτική τους ανάγκη που προφανώς δεν καλύπτεται επαρκώς έξω από αυτήν.
Ας πάρουμε την καθημερινότητα ενός μέσου μαθητή Γυμνασίου ή Λυκείου και ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε. Η εκπαίδευση του συνεχίζεται και μετά το τέλος του πρωινού σχολείου όπου είτε βρίσκεται κλεισμένος σε κάποιο φροντιστήριο είτε βρίσκεται κλεισμένος στο δωμάτιό του για να μελετήσει. Και στις δύο περιπτώσεις η ουσιαστική επικοινωνία με άλλους ανθρώπους είναι ελάχιστη.
Ακόμα και μια αθλητική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα να έχει πάλι έχει τη μορφή της εκπαίδευσης όπου το παιδί λειτουργεί ως μαθητής. Δηλαδή ουσιαστικά μιλάμε για παιδιά που εκπαιδεύονται σχεδόν όλη μέρα και οτιδήποτε κάνουν έχει σχεδόν πάντα να κάνει με την μαθητική τους ιδιότητα. Δεν έχουν χρόνο ούτε να παίξουν ,ούτε να κάνουν κάτι που τα ευχαριστεί. Πρόκειται δηλαδή για παιδιά που όχι απλά δεν χαίρονται την υποτιθέμενη ανεμελιά της παιδικότητάς τους αλλά που είναι από το μεσημέρι και μετά σε ένα διαρκές τρέξιμο να προλάβουν να τα κάνουν όλα και να τα μάθουν όλα.
Ας συνυπολογίσουμε τώρα και το γεγονός ότι στα περισσότερα σπίτια υπάρχει πλέον η τάση των παράλληλων ζωών , των γονέων με τα παιδιά τους. Οι γονείς είτε είναι αναγκασμένοι να εργάζονται υπερβολικά , είτε τους έχουν καταπλακώσει τα προβλήματα και δεν έχουν διάθεση επικοινωνίας, είτε και αυτοί αναζητούν μέσα στο σπίτι τους λίγες στιγμές χαλάρωσης μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή που όμως δεν συμπεριλαμβάνουν τα παιδιά. Ακόμα και αν υπάρχει ελεύθερος χρόνος τα παιδιά πέφτουν με τα μούτρα στα social media (κυρίως το facebook) όπου έρχεται ως υποκατάστατο της πραγματικής επικοινωνίας ή στα ηλεκτρονικά παιχνίδια όπου έρχονται ως υποκατάστατα των παιχνιδιών που θα έπρεπε να παίζουν τα παιδιά έξω από το σπίτι τους. 
Το πιο σημαντικό είναι ότι κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ενασχολήσεών τους τα παιδιά δεν επικοινωνούν, δεν σχετίζονται ουσιαστικά με τους άλλους και είναι σχεδόν αμίλητα.

Όμως η παιδικότητα έχει από μόνη της τέτοια δύναμη και ορμητικότητα που δεν ανακόπτεται τελείως. Οπότε τα παιδιά στα πρωινά τους σχολεία, όπου λόγω του υπερβολικά μεγάλου αριθμού μαθητών ανά τάξη, μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο του εκπαιδευτικού και να ικανοποιήσουν έστω εν μέρει την ανάγκη τους για επικοινωνία και για να αισθανθούν για λίγο παιδιά , ακόμα και αν αυτό οφείλεται στο μάλωμα που τους κάνει ο εκπαιδευτικός. Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει σε ένα παιδί που δεν αφήνεται ποτέ του να είναι παιδί και που αναγκάζεται να εργάζεται τόσο σκληρά από τόσο μικρή ηλικία. Το πιο πιθανό είναι αν δεν βιωθεί η παιδικότητα και η εφηβεία στην ώρα τους να πάρουν παράταση.
Ουσιαστικά τα παιδιά αυτά αργούν πάρα πολύ να ωριμάσουν κοινωνικά. Κατά την ταπεινή μου γνώμη έτσι εξηγείται και το μεγάλο έλλειμμα κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης που παρατηρείται στη πλειοψηφία της νεολαίας μας (ηλικίες 18-25) και η περίεργη για την εποχή ησυχία του φοιτητικού κινήματος. Αυτές οι ηλικίες μοιάζουν σαν να προσπαθούν να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να περνάνε καλά. Και η διάθεση του να περνάνε καλά δεν έχει κάτι το μεμπτό αλλά όταν έρχεται ως η μόνη διάθεση είναι ,όπως και να το κάνουμε, παιδική.
Στο φινάλε όμως, πως μπορεί κάποιος «να μεγαλώσει» όταν δεν έχει αφεθεί να υπάρξει ποτέ του μικρός; Τελικά μήπως πρόκειται για διαστρέβλωση της πραγματικότητας το γεγονός ότι η μαθητική ιδιότητα ολοένα και πιο πολύ ουσιαστικά εξοβελίζεται και εκτός σχολείου και ότι οι μαθητές αναγκάζονται να βλέπουν το σχολείο ως το μόνο μέρος που μπορούν, έστω και στα κλεφτά, να χαλαρώσουν ,να παίξουν και να νιώσουν παιδιά;
Μήπως οι ψίθυροι που βγάζουν οι μαθητές στις τάξεις είναι κραυγές για απλή ανθρώπινη επικοινωνία που τους τη στερούμε; Ίσως πέφτουμε σε τεράστια αντίφαση αν χαρακτηρίζουμε ως αντικοινωνική τη συμπεριφορά των παιδιών ενώ αυτά, έστω και αν ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος δεν είναι ο ενδεδειγμένος, ψάχνουν απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν.
Δημήτρης Τσιριγώτης, Φυσικός





Πηγή: xenesglosses.eu

Ένας άνθρωπος είναι αρκετός.


Θα ήθελα πολύ αυτή τη στιγμή να μπω στο μυαλό σου και να δω τι σκέφτηκες μόλις είδες αυτό τον τίτλο.

Αλλά επειδή δυστυχώς ή ευτυχώς είναι δύσκολο να εισβάλλω στη σκέψη σου θα προσπαθήσω μέσα από αυτές τις γραμμές που θα ακολουθήσουν να σε μυήσω στη δική μου σκέψη.
Όταν λοιπόν έχεις χάσει κάθε ελπίδα, όταν η μοναξιά σου χτυπάει βροντερά την πόρτα αλλά εσύ διστάζεις να ανοίξεις γιατί φοβάσαι να παραδεχτείς ότι έμεινες μόνος σου έρχεται μια ύπαρξη να σου αποδείξει ότι δεν είσαι και δεν θα μείνεις ποτέ μόνος.
Μα τι ανακούφιση να ξέρεις ότι αναπνέει κάποιος εκεί έξω που θα έρθει να συμπληρώσει το κάθε σου κενό. Όχι το άλλο σου μισό. Δεν είσαι μισός, είσαι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που έστω και με δυσκολία μπορεί να σταθεί ανεξάρτητη στα πόδια της και να κάνει δειλά τα πρώτα της βήματα.
Αυτός ο άνθρωπος είναι το άλλο σου εγώ ,αυτό που θα έρθει και θα κουμπώσει μαζί σου σαν δυο από τα πιο καλοσχηματισμένα κομμάτια ενός όμορφου πάζλ. Τα πιο ταιριαστά από όλα ,αυτά που το ένα γεμίζει τα κενά και τις ελλείψεις του άλλου. Θα είναι τόσο ίδιος αλλά και τόσο διαφορετικός από εσένα.
Και πως θα καταλάβεις ότι αυτός είναι ο άνθρωπος σου;; Μα είναι τόσο απλό και όλα αυτά γιατί; Γιατί αυτό το πλάσμα θα κάνει τα πάντα για ένα σου χαμόγελο. Όχι από αυτά τα υποκριτικά από τα άλλα τα αληθινά που δεν μπορείς να συγκρατήσεις. Θα σου υπενθυμίζει ακόμα και στις πιο άσχημες μέρες σου πόσο όμορφος είσαι.
Είναι αυτός που θα έδινε τα πάντα για να είναι δίπλα σου. Για να νιώσει την ανάσα σου και το άγγιγμα σου στο κορμί του. Αυτοί οι ουρανοκατέβατοι άνθρωποι –λαχεία είναι άδικο και κρίμα να αφήσεις να χαθούν έτσι από τη ζωή σου..
Δεν βρίσκεις καθημερινά έναν τέτοιο άνθρωπο. Και το πιο τρομακτικό. Δεν βρίσκουν όλοι μια τέτοια ύπαρξη στη ζωή τους. Για αυτό λοιπόν μην τον αφήσεις να σου φύγει.
Κράτησε τον σφιχτά στην αγκαλιά σου και μην του δώσεις στιγμή το περιθώριο να αμφιβάλλει για το  πόσο τον χρειάζεσαι. Για το πόσο ανάγκη έχεις το χαμόγελο του και την ύπαρξη του στη ζωή σου …

Γράφει η Χρύσα Λαμπρινούδη





Ο Επικήδειος.


Ήμεθα τότε μια εύθυμη συντροφιά νέων εις τα Χανιά, που είχαμε κοινήν την αγάπην προς την ιππασίαν. Εις την είσοδον της πόλεως ένας Τούρκος, ο Τζανερίκος, έδιδεν άλογα με νοίκι. Επαίρναμε από ένα κι ετραβούσαμε στα περίχωρα. Τι υπέφεραν εκείνα τα άλογα από τη νεανική μας τρέλα δεν περιγράφεται. Ετρέχαμε σα δαιμονισμένοι και τ’ αναγκάζαμε να υπερπηδούν κάθε εμπόδιο που συναντούσαμε, είτε τοίχος ήτο, είτε χαντάκι. Μάλιστα άμα μεθούσαμε, δεν είχαμε πια κανένα οίκτον δι’ αυτά τα ζώα. 

Τα σπιρούνια εχώνοντο βαθιά στα πλευρά των και οι βίτσες αυλάκωναν το δέρμα των. Και εμεθούσαμε τακτικά εις τις εκδρομές εκείνες. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε βρίσκαμε ταβέρνες ή φίλους που μας έπαιρναν στα σπίτια των· και το βράδυ-βράδυ όταν εφθάναμε στη Σούδα, είμεθα Ρούσοι μεθυσμένοι. Και καμιά φορά, όπως ήσαν αφρισμένα τ’ άλογα, τ’ αναγκάζαμε να προχωρήσουν στη θάλασσα κι εκάναμε τα λουτρά των Κενταύρων, όπως ελέγαμε το έφιππον εκείνο κολύμπημα. Έπειτα μουσκεμένοι, καθώς ήμεθα, εγυρίζαμε στα Χανιά και παραδίδαμε στο Καλέ-καπισί, ξεθεωμένα τα άλογα.

Όσες φορές στις εκδρομές εκείνες επερνούσαμε από ένα χωριό του κάμπου μάς έπαιρνε στο σπίτι του ο γέρο Καμαριανός. Μας ήτο αδύνατον ν’ αποφύγομε. Ήμεθα φίλοι και συνομήλικοι του γιου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εσπούδαζεν ιατρικήν εις τας Αθήνας και ο γέρο Καμαριανός μας έλεγεν ότι δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε στον πατέρα του φίλου μας, ο οποίος κάθε που μας έβλεπε νόμιζε πως έβλεπε και το γιο του μαζί. Θα το θεωρούσε προσβολή και θα του ’κανε μεγάλη λύπη. Αλλ’ ήτο και καλός και εύθυμος άνθρωπος, μ’ όλα του τα εξήντα χρόνια, κι είχε κι εξαίρετο κρασί. Μπορούσαμε λοιπόν να του αρνηθούμε;
Αλλ’ ενώ ήτο ευχάριστος άνθρωπος, είχε και μια δυσάρεστη συνήθεια, την οποίαν εφοβούμεθα. Άμα έπινε κι έφθανε στον ενθουσιασμό της μέθης, εκατάφερνε γροθιές στα μαλλιαρά του στήθη, που τα ’χε ανοικτά, όπως τα ’χαν ακόμη τότε οι γεροντότεροι χωρικοί της Κρήτης. Και όταν παραενθουσιάζετο, δεν περιορίζετο να κτυπιέται αλλ’ αφού έδιδε μια στο στήθος του, έδινε και άλλη στο στήθος του διπλανού του κι εφώναζε: «Στήθος μάρμαρο!» Αλλά τα στήθια τα δικά μας δεν ήσαν από μάρμαρο κι επιανόταν η αναπνοή μας. Εκινδυνεύαμε να πάθουμε αιμοπτυσία.
Μια μέρα έρχεται είδησις ότι ο Καμαριανός απέθανε ξαφνικά.

Μαζευόμεθα όλοι οι φίλοι του Κένταυροι και αποφασίζομε να πάμε στην κηδεία του. Το χωριό δεν ήταν μακριά κι εξεκινήσαμε πεζοί. Μαζί μας ήρθε κι ο φαρμακοποιός Ζαμαλής. Ο Ζαμαλής θα ήτον εξηντάρης, αλλ’ είχαμε μαζί του θάρρος, σαν να ’τονε της ηλικίας μας, γιατί από τα μαλλιά και τα μουστάκια του, που διετηρούντο κατάξανθα, τον επαίρναμε για νεότερο απ’ ό,τι ήτο.
Στο δρόμο δεν ξέρω σε ποιόν ήλθεν η ιδέα ότι ήτο απαραίτητον να βγάλομε λόγο του μακαρίτη του φίλου μας. Και όλοι εσυμφώνησαν ότι ο καταλληλότερος δια ν’ αυτοσχεδιάσω και εκφωνήσω τον επικήδειον ήμουν εγώ. Του κάκου επροσπάθησα ν’ αποφύγω αυτήν την προτίμησην.
- Μα πώς είμαι ο καταλληλότερος, έλεγα, αφού δεν εξεφώνησα ποτέ μου λόγο;
- Μήπως εμείς εξεφωνήσαμε;
- Μα τι να του πω; Ήταν ένας γεωργός αγράμματος, που δεν μπορείς να του πεις παρά μόνον πως ήτο καλός άνθρωπος.
- Αυτά να του πεις, είπεν ο Ζαμαλής.
- Μα αυτά δε φθάνουνε για να γεμίσουν ένα επικήδειο. Αν ήξερα τουλάχιστον πως επολέμησε…
- Θα ’χει πολεμήσει· αμφιβάλλεις; είπε ένας από τους φίλους μου. Λες πως επολέμησε στα 66 ή ότι ανδραγάθησε στην επανάστασι του Μαυρογένη.
- Δηλαδή τότε που δεν έγινε τίποτα, είπε κι εγέλα ο Ζαμαλής. Δεν το ξέρετε πως η επανάστασι του Μαυρογένη επέρασε χωρίς να ανοίξει μύτη;
- Τέλος πάντων ας πει πως επολέμησε στα 66 και φτάνει. Και θα ’χει πολεμήσει· δεν μπορεί. Εμείς στον Πειραιά εβγάλαμε αγωνιστή του 21 ένα γέρο, που δεν ήξερε πώς πιάνουν το τουφέκι.

Ο νέος εκείνος είχε κάμει το γυμνάσιον στον Πειραιά. Και μας διηγήθη ότι όταν απέθανε ο γέρος επιστάτης του γυμνασίου, το βρήκαν πρόφασι για να μη κάμουν μάθημα. Είπαν λοιπόν στους καθηγητάς ότι ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την κηδεία του καημένου του μπάρμπα Τάσου. Ο γυμνασιάρχης έδωκε την άδειαν, ένας δε από τους μαθητάς ανέλαβε να εκφωνήσει ποίημα· και για να έχει τι να πει, εχειροτόνησε τον επιστάτην λείψανον του Ιερού Αγώνος. Και έλεγε το ποίημα: 
Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα
Όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα.
- Και το μόνον όπλον που είχε ίσως πιάσει στα χέρια του ο καημένος ο μπάρμπα Τάσος, είπεν ο διηγούμενος, θα ήτο το σκουπόξυλο.
Η ομιλία εκείνη και το ανέκδοτο του γέρο Τάσου μας εκίνησε τόση ευθυμία και τόσα γέλια εκάμαμε, ώστε ο Ζαμαλής μας είπε:
- Μα σε κηδεία πάτε, μωρέ παιδιά, ή σε γάμο;
- Τί θέλεις, να κλαίμε από τώρα; του είπε ένας από τους φίλους μου. Έχομε καιρό να κλάψομε όταν θ’ ακούσομε τον ρήτορα να εξυμνεί τα πολεμικά ανδραγαθήματα του καπετάν Καμαριανού.
Εγέλασε τότε μαζί μας και ο Ζαμαλής δια τον τίτλον του καπετάνιου.

Όταν εφθάσαμε στο χωριό, έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρόν.
Ακολουθούσαν οι δικοί του με κλάματα και οι χωριανοί. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Αλλά είχαμε κάνει τόσο κέφι στο δρόμο, που έπρεπε να βάλομε προσπάθεια για να πάρομε το σοβαρό και λυπητερό ήθος που ταίριαζε στην περίσταση. Εγώ είχα αρχίσει να σκέπτομαι το λόγο και να φοβούμαι ότι δεν θα τα κατάφερνα. Έστιβα το μυαλό μου, αναζητούσα στη μνήμη μου φράσεις έτοιμες από τους επικηδείους που είχα ακούσει, αλλά δεν εύρισκα παρά μικρά πράγματα, που δεν αρκούσαν για να γίνει ένας λόγος δέκα λεπτών. Αλλά εκείνο που φοβόμουνα περισσότερο ήτο άλλο. Αισθανόμουν ότι η εύθυμη διάθεσις που είχα πιέσει μέσα μου δεν είχε πνιγεί ολότελα. Και όσο ήθελα να φαίνομαι λυπημένος, τόσο μου φαινόνταν όλα αστεία, ακόμη και τα θρηνολογήματα της χήρας και των άλλων συγγενών του νεκρού. Δεν έφευγεν από το νού μου ο επιστάτης που ακονούσε το ξίφος του εις των Τούρκων τα καύκαλα και ο τίτλος του καπετάνιου που εδόθη εις τον Καμαριανόν. Και ως να μ’ εγαργαλούσαν, έπρεπε να σφίγγομαι και να προσέχω όλη την ώρα για να μη μου φύγει κανένα γέλιο.

- Δε θα βγάλω εγώ λόγο, είπα σιγά στους φίλους που πήγαιναν μαζί μου. Δεν μπορώ. Ας μιλήσει κανείς άλλος ή ας μη μιλήσει κανείς.
- Τώρα που το ’παμε στην οικογένεια;
- Είπατε στην οικογένεια πως θα βγάλω λόγο εγώ; είπα με απελπισίαν.
- Αφού είχε αποφασισθεί;… Ας το ’λεγες καθαρά πως δε θες αλλά τ’ αφήκες έτσι κι έτσι.
- Ας είναι, μ’ επήρατε στο λαιμό σας.
- Μα γιατί; Είσαι ανόητος. Μήπως πρόκειται να βγάλεις λόγο στα Χανιά;
Σ’ ένα χωριό θα μιλήσεις και θα σ’ ακούσουν χωριάτες αγράμματοι. Δε λες ό,τι θες; Ποιος θα καταλάβει; Λόγια μόνο ν’ αραδιάσεις και σα βαρεθείς λες ένα «αιωνία του η μνήμη» και τελειώνεις.
- Καλά λοιπόν. Αλλ’ αφήστε με να συγκεντρώσω να συγκεντρώσω τις ιδέες μου.
Η εκκλησία όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ήταν έξω από το χωριό. Δεν παρατήρησα, αλλ’ ίσως θα ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου. Ήτο δε τόσο μικρή, ώστε εσφιχτήκαμε σαν σαρδέλες γύρω στον πεθαμένο. Με δυσκολία έκαμαν θέση στο ρήτορα να πλησιάσει. Οι χωρικοί είχαν μάθει ότι θα βγάλω λόγο και με παρατηρούσαν με περιέργεια και θαυμασμό. Πρώτη φορά θ’ ακουγότανε λόγος στο χωριό των. Ο δάσκαλος του χωριού, χωρικός και αυτός με βράκες, έψαλλε και μ’ εκοίταζε με φθόνο. Και η μεγάλη σημασία που εφαίνοντο ότι έδιδαν οι χωρικοί εις το πρωτάκουστον γεγονός που επεριμένετο μ’ έκαμε να αισθάνομαι βαρυτέραν την ευθύνην που ανέλαβα.

Ο νεκρός ήτο μπροστά μου και τον παρετήρουν. Ήτο σαν ζωντανός. Όπως του ’ρθε ξαφνικός ο θάνατος δεν τον είχε σχεδόν αλλάξει. Αλλ’ ενώ τον έβλεπα, άρχισε πάλι ο Σατανάς να με γαργαλά. Και μου εψιθύρισε:
- Γιά φαντάσου έτσι που ’χει τα χέρια σταυρωμένα αν έξαφνα αρχίσει να κτυπά γροθιές στο στήθος του και να φωνάζει: «Στήθος μάρμαρο!» Γιά φαντάσου!
Κύμα από γέλιο εσηκώθη μέσα μου και με δυσκολία το κράτησα.
Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου κι εσυνάντησα τα πρόσωπα δύο φίλων μου και δεν ξέρω γιατί και αυτά έδωκαν άλλο ανατίναγμα εις το γέλιο που με δυσκολία τόση εσυγκρατούσα. Μου φάνηκε ότι τα μάτια των γελούσαν, ότι έκαναν την ίδια σκέψη για τον πεθαμένο και ότι, όπως εγώ, κρατούσαν με τα δόντια τη σοβαρότητά των. Εδάγκωσα τα χείλη μου. Ήθελα να τα ματώσω, να πονέσω για ν’ απομακρύνω την προσοχή μου από τον πειρασμό που γελούσε στη φαντασία μου.
Επάνω σ’ αυτά ήκουσα να μου λέγουν ορίστε. Ήτο καιρός ν’ αρχίσω. Είχα κάτι φράσεις συναθροίσει στο μυαλό μου, αλλ’ όταν μου ’παν ν’ αρχίσω, σκορπίσθηκαν διά μιας κι έμεινε αδειανό το κεφάλι μου. Δεν έμεινε παρά μόνο σκοτάδι. Ακόμη και τα μάτια μου είχαν θολώσει και δεν καλόβλεπα. Έμεινα άφωνος κάμποσα λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Και, ως μου ’παν έπειτα οι άλλοι, μια στιγμή άπλωσα τα χέρια μου, σαν άνθρωπος που πνίγεται και θέλει από κάπου να πιαστεί.

Επί τέλους κάτι βρήκα. Άρπαξα μια φράση έτοιμη κι επήρα κατήφορο. «Θλιβερόν καθήκον μας συνεκέντρωσεν εις τον οίκον τούτον του Θεού…»
- Αλλά είναι πολύ στενάχωρος και θα σκάσομε, εμουρμούρισε δίπλα μου ένας από τους συντρόφους μου.
Η διακοπή εκείνη όχι μόνον μου ’κοψε το νήμα, αλλά και έδωκε νέαν ευκαιρίαν εις τον πειρασμόν που ήθελε και καλά να με καταστρέψει. Εδάγκωσα και πάλιν τα χείλη μου. Έπειτα άρχισα να ξεροβήχω και ν’ αναζητώ συγχρόνως το νήμα που ’χασα. Και αφού πέρασα άλλην αγωνίαν, εξηκολούθησα:
«Ο προκείμενος νεκρός υπήρξεν ανδρείος δια την πατρίδα του, φιλόστορφος δια την οικογένειάν του, ευγενής και αγαθός δια τους φίλους του. Τα όρη τα οποία υψούνται υπέρ τας κεφαλάς μας, τα Λευκά όρη λέγω, διηγούνται τας ηρωικάς αυτού πράξεις κατά τον τριετή Κρητικόν αγώνα και κατά την τελευταίαν επανάστασιν, ήτις ηνάγκασε τον Σουλτάνον να συνθηκολογήσει με την μικράν αλλά μεγαλόψυχον Κρήτην. Ανήκεις εις γενεάν γιγάντων και ημιθέων. Το όνομά σου υπήρξε τόσον σεβαστόν και τιμημένον μεταξύ των ομοεθνών σου, όσον υπήρξε φοβερόν εις τους εχθρούς. Οι Τούρκοι σ’ έτρεμαν…»
Εδώ άλλη διακοπή.
- Τα παραφουσκώνεις, μου εψιθύρισεν η φωνή ενός από τους φίλους μου, ο οποίος εστέκετο δίπλα μου. 
Παρά τρίχα να του φωνάξω «σκασμός!» ή κάτι τέτοιο. Επήγαινα τόσο ωραία. Είχα πάρει τον αέρα τού… ας πούμε του βήματος και οι ακροαταί μου, χωρίς να νοιώθουν μεγάλα πράγματα απ’ όσα έλεγα, εκρέμοντο από τα χείλη μου. Και ήμουν ικανός να τραβήξω μακριά στο δρόμο που ’χα πάρει, αλλά η κακόβουλη εκείνη διακοπή μου τα χάλασε πάλι. Πώς να ξαναγυρίσω εις το εγκώμιο των ηρωισμών του μακαρίτη; Έπρεπε να περάσω εις άλλα προτερήματά του. Αλλά με την ταραχή που μου ’φερεν η διακοπή η στροφή δεν ήτο εύκολη. Ξεροβήχοντος έλεγα κι εξανάλεγα: «Ο προκείμενος νεκρός…» Έπειτα μου ’ρθε μια ιδέα που να μη μου’ ρχότανε· να μιλήσω για το γιο του τον Αλέξανδρο. Και ήρχισα να πλέκω το εγκώμιο του φίλου μας. Έπειτα είπα:

«Ποία οδύνη θα διαπεράσει, ως φάσγανον, την καρδίαν του προσφιλεστάτου υιού σου Αλεξάνδρου, όταν μακράν σου ευρισκόμενος, θα μάθει τον θάνατόν σου! Διατί να μη ευρίσκεται πλησίον σου να γλυκάνει τας τελευταίας σου στιγμάς; Ίσως δε και η επιστήμη του ομού με την θερμότητα της υιικής του αγάπης θα κατόρθωναν να σε αποσπάσουν από τους όνυχας του αδυσωπήτου θανάτου…»

Τότε ένας χωρικός, συγγενής, φαίνεται, της οικογενείας, ο οποίος έστεκε πίσω μου, έριξε στο σβέρκο μου μια φράση:
- Πε πράμα και για τ’ άλλα παιδιά.
Πώς δεν τρελάθηκα, Θεέ μου, κείνη τη στιγμή! Αλλά κατάφερα να γυρίσω πίσω το γέλιο που μ’ ανέβηκε σα λόξυγκας στο λαιμό. Από την αγωνία και τη ζέστη έτρεχεν ο ιδρώτας ποτάμι από το μέτωπό μου. Εσώπασα πάλι κι εξεροκατάπινα. Να πω και για τ’ άλλα παιδιά; Αλλά τί να πω, δι’ όνομα Θεού! Μήπως τα ’ξερα καλά καλά; Στρέφομαι λιγάκι και λέγω χαμηλόφωνα στο χωρικό: 
- Πώς τα λένε;
- Ο Αντρουλιός…
- Ο Αντρουλιός, εξηκολούθησα, ο φημισμένος σκοπευτής, ο οποίος ανυπομονεί να συνεχίσει τους ηρωικούς άθλους του γενναίου πατρός του…
- Η Μαρία, μου ψιθύρισε ο υποβολεύς.
- Η Μαρία, το κόσμημα του οίκου σου, η σεμνή και ενάρετος Μαρία…
Εις το άκουσμα του ονόματός της η Μαρία έβαλε φωνή μεγάλη:
- Μπαμπά μου και πώς θα μπαίνω στο έρμο το σπίτι να μη σε θωρώ μπλιο!
Αισθανόμουν ότι δεν άντεχα πια, ότι η δύναμη της αντιστάσεώς μου ήταν στο τέλος της. Τι μαρτύριο ήταν αυτό, να έχω μια τόσο ακράτητη ορμή να γελάσω, να ξεκαρδιστώ στα γέλια και να με πνίγει αγωνία! Και ο υποβολέας το σκοπό του: 
- Ο Νικόλας… η Γαρουφαλιά…
Το βλέμμα μου έπεσε πάλι για μια στιγμή στον πεθαμένο· και μου φάνηκε πως ήμουν πιο αξιοθρήνητος και απ’ αυτόν.
- Και τί να είπω δια τον Νικόλαον…
Δεν είχα τίποτε να είπω δια τον Νικόλαον, αλλά ούτε και μ’ αφήκαν. Από το απέναντι μέρος, όπου εστέκοντο δύο φίλοι μου, ήλθε ένα φύσημα μύτης, ένα γέλιο που ξέφυγε από τη μυτη, γιατί το στόμα ήταν φραγμένο με μαντήλι. Το φύσημα εκείνο και το μαντήλι που είδα στο στόμα κάτω από ένα μέτωπο χαμηλωμένο, με αποτέλειωσε. Θύελλα από γέλια ξέσπασε από το στήθος μου. Και σαν άρχισα, ήταν αδύνατο πια να κρατηθώ. Ήθελα να πω: «Γαίαν έχοις ελαφράν»· αλλά μόνο η πρώτη συλλαβή έβγαινε από το στόμα μου κι ετελείωνε σε σπασμό γέλιου.

Στρέφομαι γύρω με απελπισία και ζητώ μία πρόφαση για να δικαιολογήσω την ασεβή παραφροσύνη μου. Άλλοι με κοιτάζουν με απορία και άλλοι με θυμό· και μόνον οι φίλοι μου δεν με κοιτάζουν γιατ’ είχαν κρυφτεί. Το βλέμμα μου φτάνει στο φαρμακοποιό και στα μούτρα του βρίσκω την πρόφαση που ζητούσα. Ο Ζαμαλής βαφότανε κι από τη ζέστη η βαφή είχεν αναλιγώσει και με τον ιδρώτα σχημάτιζε κιτρινωπά ρυάκια στο πρόσωπό του.
- Μωρέ, βάφεσαι; του λέω για να δείξω τάχα ότι γι’ αυτή την ανακάλυψη γελούσα.
- Δε μου λες πως είσαι για δέσιμο; αποκρίνεται ο Ζαμαλής και σκουπίζεται με μεγάλο χρωματιστό μαντήλι.
Δια να σκεπάσει το σκάνδαλο ο παπάς άρχισε να ψάλλει. Την ίδια στιγμή δύο χέρια μ’ έσπρωξαν προς τα έξω· ήταν ο χωρικός που μου’ λεγε τα ονόματα· και στην πόρτα της εκκλησιάς μού λέγει:
- Το καλό που σου θέλω, φύγε, φύγε γλήγορα!
      


 Ο Επικήδειος περιλαμβάνεται στη  συλλογή διηγημάτων του Ιωάννη Κονδυλάκη με τίτλο  "Όταν ήμουν δάσκαλος" που τυπώθηκε το 1916 από τη Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη



ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ~ Μπέρτολτ Μπρεχτ


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(απόσπασμα)

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
 
Τον κόσμο αντίκρισα μέσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»
 
Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
 
..............................................................
 
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»
 
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»
 
Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια —το ξέρω— κι η έγκρισή μου.
 
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης
(1919-2006)





ΠΗΓΗ...http://ebooks.edu.gr

Ό,τι σε «ξεπερνάει», ξεπέρασέ το.


Ένα πάθος, ένα λάθος, μια δυσκολία. Μια κατάσταση που σε διέλυσε, έναν άνθρωπο που σε βίασε ψυχικά, μια ατίθαση κρίση που διαπέρασε το σώμα σου και σε έκανε να τρέμεις σα ψάρι στα δίχτυα ενός επιτήδειου τρελού, μια ιδέα στο κεφάλι σου που σε εξιτάρει όσο τίποτα και ουρλιάζει «Προχώρα».

Όλα όσα σε «ξεπερνούν» και ίσως είναι πολλά, είτε άσχημα, είτε ωραία, σίγουρα είναι έντονα και όλα έχουν κάτι να σε διδάξουν. Ίσως το πιο σημαντικό, να μάθεις να ιεραρχείς τη σημασία και τη σοβαρότητα που έχουν για σένα οι όποιες καταστάσεις κι αυτό αλλάζει να ξέρεις, ανάλογα τον άνθρωπο. Και όταν αρχίσεις και πιάνεις το νόημα της «ιεράρχησης» συμβαίνει κάτι καταπληκτικό και ίσως λίγο κυνικό μαζί. Αρχίζει μια, για κάποιους «απομυθοποίηση», για κάποιους άλλους «αξιολόγηση». Πράγματι, ξεκινάς να αντιλαμβάνεσαι τι έχει όντως για σένα σημασία, τι δε θες στη ζωή σου, τι έχεις ειλικρινά ανάγκη, τι ήρθε η ώρα να κόψεις απ΄τη ρίζα και σε τι νέο να δώσεις το πράσινο φως.

Υπάρχουν αυτά που όλο σου το είναι ζητά ξανά και ξανά και μόνο στην ιδέα πως η φλόγα τους σβήνει, τρέμεις. Αφυπνίζουν το παιδί μέσα σου, γελάς χωρίς συγκεκριμένους λόγους, αισθάνεσαι αμηχανία, φως και μαζί μιαν αθώα και σκοτεινή έλξη. Αυτά να τα κρατάς όσο αντέχεις και μπορείς και αν ακόμα δεν τα έζησες, στα εύχομαι από καρδιάς… Είναι ευλογία.

Υπάρχουν αυτά που σου κόβουν την ανάσα, όχι και τόσο ευχάριστα. Σε κάνουν να νομίζεις πως φτάνει ένα τέλος άδικο, σε βάζουν σε τριπάκια μανίας, κακών σεναρίων, σε ακινητοποιούν. Μουδιάζεις. Κατακλύζεσαι από πανικό, το μυαλό σταματά. Η πίεση ανεβαίνει και οι παλμοί σου θυμίζουν έντονα αφρικανικά κρουστά… Έπειτα γειώνεσαι. Και αρχίζεις να καταλαβαίνεις που ξεκινούν και που τελειώνουν τα όρια του «φυσιολογικού» φόβου. Δεν είναι μάθημα αυτό; Ακόμα εδώ είσαι… Προχώρα!

Υπάρχουν άνθρωποι που σε ευνούχισαν, σε έκαναν να πιστέψεις πως είσαι ένα αδιάφορο υποκοριστικό και σε σημάδεψαν. Υπάρχουν κι άλλοι που τα υποκοριστικά από τα χείλη τους, ηχούν τόσο γλυκά ειδικά όταν πηγαίνουν δίπλα δίπλα με ένα απόλυτα ερωτικό, κτητικό «μου» και σε συνεπαίρνουν μαγικά στον κόσμο τους…

Υπάρχουν άνθρωποι που σε αγάπησαν και αγάπησες πολύ, που πίστεψαν σε σένα και σου έδωσαν ευκαιρίες και άλλοι που στις άρπαξαν απ’ τα χέρια, χωρίς καν να πάρεις πρέφα υπό το πρίσμα του «Δεν είναι αυτό για σένα… Θέλω το καλό σου, γι’ αυτό…».

Υπάρχουν πολλά και άλλα πολλά που σου φυτρώνουν ενοχές και σα σταυρό τις κουβαλάς μαζί σου παντού. Υπάρχουν κι αυτά που σε φτάνουν σε μιαν απόκοσμη θέωση και εκεί οι τύψεις… μπαίνουν τιμωρία, γιατί εκεί είναι η θέση τους.

Για όλους και όλα όσα σε ξεπερνούν, μονάχα ένα ευχαριστώ. Σε κάνουν πιο δυνατό, πιο γεμάτο, πιο υγιή. Αισθάνεσαι ζωντανός και είσαι. Ζήσε και ξεπέρασέ τα. Φτάσε πιο πάνω απ’ όλα αυτά, χωρίς να τα υποτιμάς. Κέρδισε εμπειρίες και μάθε να αξιολογείς. Ξεπέρασέ τα σου λέω και μαζί με όλα αυτά και σένα, για σένα, για να κερδίσεις στο τέλος… εσένα.

Μάρη Γαργαλιάνου





ΠΗΓΗ...http://enallaktikidrasi.com

"Ο εαυτός μου και οι άλλοι" της ψυχολόγου Σοφίας Ασαλέα.

"Finding my way" Kim Novak

Ο εαυτός μου και οι άλλοι
Η αξία που δίνουμε στον εαυτό μας είναι ένα θέμα που τη σύγχρονη εποχή λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη έκταση σε συζητήσεις σχετικά με τη ψυχική δυσφορία που βιώνουμε. Η αξία του εαυτού αποδίδεται με τον όρο αυτό-εκτίμηση, ο οποίος δηλώνει την εκτίμηση που τρέφω ο ίδιος για τον εαυτό μου. Με άλλα λόγια, η αυτό-εκτίμηση έχει να κάνει με τις ιδέες και τα συναισθήματα που έχει κάποιος για τον εαυτό του.
Η αυτό-εκτίμηση συνήθως ορίζεται σε υψηλή ή χαμηλή. Αυτός που έχει υψηλή αυτό-εκτίμηση είναι συνήθως ένας άνθρωπος που πιστεύει στον εαυτό του, λαμβάνει ικανοποίηση από αυτά που καταφέρνει και αντιμετωπίζει τις αποτυχίες του ως προκλήσεις κι όχι ως αδυναμία. Με άλλα λόγια, είναι ένας άνθρωπος που τρέφει θετικά και ζεστά συναισθήματα για τον εαυτό του. Από την άλλη, αυτός που έχει χαμηλή αυτό-εκτίμηση είναι ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει τον εαυτό του με δυσπιστία, είναι αφοσιωμένος στις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις, δεν αφήνει χώρο και χρόνο για χαλάρωση και καλοπέραση και αντιλαμβάνεται την αποτυχία ως αδυναμία. Είναι ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει τον εαυτό του με αρνητικά – αν όχι εχθρικά – συναισθήματα. 
Ο λόγος που οι συζητήσεις σχετικά με την αυτό-εκτίμηση λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος είναι γιατί αυτό που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεών μας με τους άλλους. Στην περίοδο που διανύουμε σήμερα, που οι σχέσεις βρίσκονται σε κρίση και σε μια κατάσταση εκκρεμότητας, κρίνεται σημαντικό να τονίσουμε τους παράγοντες εκείνους που θα συνέβαλαν στην σταθεροποίησή τους. Ο βασικότερος, λοιπόν, παράγοντας για να επέλθει η σταθερότητα στις (δια)προσωπικές, κοινωνικές, επαγγελματικές και κάθε είδους σχέσεις είναι η αυτό-εκτίμησή μας ή με άλλα λόγια η σχέση μας με τον εαυτό. 
Όταν γύρω μας όλα αλλάζουν με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, το σημείο αναφοράς μας είναι ο εαυτός μας. Αυτό δεν σημαίνει πως ο εαυτός μας παραμένει αμετάβλητος. Ο εαυτός μας αλλάζει, αλλά είναι το μόνο στοιχείο με το οποίο μπορούμε να έχουμε άμεση επαφή. Ακόμα κι αν όλα γύρω μας χαθούν, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο καθένας θα έχει τον εαυτό του. Εφόσον, λοιπόν, ο εαυτός είναι το σημείο αναφοράς μας, αυτό σημαίνει πως από εκεί θα ξεκινήσουμε για να οικοδομήσουμε τις σχέσεις μας. Το οικοδόμημα των σχέσεών μας μπορεί να είναι ανθεκτικό μόνο αν έχει δομηθεί στα γερά θεμέλια μιας υγιούς σχέσης με τον εαυτό μας.
Ο τρόπος με τον οποίο δομούμε μια υγιή σχέση με τον εαυτό μας είναι η επικοινωνία μας μαζί του. Το να επικοινωνώ με τον εαυτό μου σημαίνει να αφουγκράζομαι τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του, τα θέλω του και να τα ικανοποιώ. Επικοινωνία με τον εαυτό σημαίνει παροχή φροντίδας, στοργής και ασφάλειας στον εαυτό μου. Όταν φροντίζω τον εαυτό μου σημαίνει πως ανταπεξέρχομαι στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά μου χωρίς, όμως, να τα αφήνω να με κατακλύζουν. Όταν νοιάζομαι για τον εαυτό μου σημαίνει πως του επιτρέπω να χαλαρώνει, να νιώθει άνετα και να περνάει ελεύθερο χρόνο κάνοντας πράγματα που του αρέσουν. Όταν στέκομαι στοργικά στον εαυτό μου σημαίνει πως του επιτρέπω να κάνει λάθη και να τα βλέπει ως προκλήσεις για κάτι καινούριο. Όταν παρέχω ασφάλεια στον εαυτό μου σημαίνει πως είμαι γι αυτόν ένα καταφύγιο για τις δύσκολες ώρες κι όχι ένας αδίστακτος κριτής. 
Η αυτό-εκτίμηση δεν χτίζεται με επιτυχίες. Η αυτό-εκτίμηση χτίζεται με την αγάπη. Αγαπώ τον εαυτό μου σημαίνει πως του δίνω την ελευθερία να είναι όπως θέλει αυτός να είναι, χωρίς να τον εγκλωβίζω σε προκαταλήψεις και επικρίσεις. Αγαπώ τον εαυτό μου σημαίνει ότι του επιτρέπω να γελά, να ερωτεύεται, να διασκεδάζει, να χαλαρώνει, αλλά και να θυμώνει, να νευριάζει, να στενοχωριέται, να κλαίει. Αγαπώ τον εαυτό μου σημαίνει ότι αφήνω να αναδυθεί κάθε χαρακτηριστικό που γεννιέται μέσα του και με διαμορφώνει, χωρίς να ασκώ κριτική. 
Η αγάπη του εαυτού αποτελεί το θεμέλιο για τη διαμόρφωση των σχέσεών μου με τους άλλους. Εάν επιθυμώ να συνάψω αυθεντικές και ποιοτικές σχέσεις με τους άλλους πρέπει πρώτα να συνάψω αυθεντική και ποιοτική σχέση με τον εαυτό μου. Το να συνάπτω μια τέτοιου είδους σχέση με τον εαυτό μου σημαίνει πως του δίνω την αξία που κάθε εαυτός – ανεξαρτήτως επιλογών, αποτυχιών, επιτυχιών, γεγονότων, εμπειριών – έχει.  


Κείμενο: Σοφία Ασαλέα
Ψυχολόγος- εκπαιδευόμενη στην συστημική ψυχοθεραπεία

Ένα παιδί που τρώει ξύλο νιώθει άχρηστο, ανεπαρκές.


Παροτρύνσεις για ξυλιές στα χεράκια, φωνές με έντονο ύφος, χειρονομίες προσβλητικές και τιμωρίες στη γωνία, αποτελούν κάποιες προσφιλείς, «ανώδυνες» τακτικές, που συστήνονται ελαφρά τη καρδία, ακόμη και από παιδαγωγούς, προκειμένου να συνετιστεί ένα παιδί, ένα νήπιο, ένα βρέφος που … «ενοχλεί».
Κι όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα, από την επιφανειακή προσέγγιση του.. «έλα, μωρέ τι πάθαμε με λίγο ξύλο;”
Το ξύλο που έχει δεχθεί ένα παιδί, αγαπητέ υποστηρικτή των «λίγων ξυλιών», πλημμύρισε κάποτε τον εγκέφαλό του με κορτιζόλη, την ορμόνη του άγχους, προκαλώντας αλλαγές μόνιμες στην εγκεφαλική φυσιολογία του.
Το έχει κάνει ψυχρό συναισθηματικά, αφού έμαθε στην πιο τρυφερή του ηλικία, πως ένας γονιός μπορεί να ταυτιστεί με τον τιμωρό του.
Το έκανε να νιώθει μόνο, με συναισθήματα οργής, μίσους, τα οποία στη συνέχεια έστρεψε στον εαυτό του, βιώνοντας ενοχή και ματαίωση.
Αλήθεια, όσοι νομιμοποιούν το ξύλο, μπορούν να συνάψουν πολύ στενές σχέσεις και να συνδεθούν συναισθηματικά;
Μπορούν να βιώσουν την απόλυτη εμπιστοσύνη προς οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ον, αφού οι ίδιοι τους οι γονείς τους κακομεταχειρίστηκαν κάποτε;
Ένιωσαν ποτέ στην πραγματικότητα πολύ κοντά και οικεία με αυτούς τους γονείς, ή απλά περιορίστηκαν σε μια σχέση ψυχρή, σε μια σχέση σεβασμού;
Πώς μπορούν, άραγε, να χειριστούν τα ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα που πηγάζουν από μια ηλικία παιδική, γεμάτη ξύλο και ταπείνωση;
Και..αλήθεια, τι γίνεται με τις αγχώδεις διαταραχές που χτυπάνε συχνά την πόρτα, όσων είχαν βίαια παιδικά χρόνια;
Αγοραφοβία, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, πηγάζουν συχνότατα από την παιδική κακοποίηση.
Αν και συχνά τα άτομα που έχουν κακοποιηθεί πολύ νωρίς στη ζωή τους, δεν έχουν αναμνήσεις από αυτό, ωστόσο, λειτουργεί η άδηλη μνήμη τους. Η άδηλη μνήμη λειτουργεί ασυνείδητα, εσωτερικεύοντας αυτόματα ορισμένες εξωτερικές καταστάσεις και αποθηκεύοντας συναισθήματα. Συνεπώς, τα τραυματικά γεγονότα καταγράφονται εκεί και υπάρχουν πάντοτε μέσα μας, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να τα ανακαλέσουμε συνειδητά. Ακόμη κι αν τα μικρά παιδιά, λοιπόν, δεν ανακαλούν μνήμες κακοποίησης ή ξύλου πριν την ηλικία των δύο περίπου χρόνων, τα σημάδια εντυπώνονται ανεξίτηλα πάνω τους, αφού τα βιωμένα συναισθήματα διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη δομή ολόκληρης της ψυχολογίας τους.
Όσο και αν αθώα κι επιπόλαια τείνουν να κρίνουν ορισμένοι τις ξυλιές ως κάτι αναίμακτο, για ένα παιδί δεν ισχύει ποτέ αυτό. Το ξύλο, εκτός από τη σωματική κακοποίηση, εμπεριέχει και τη συμβολική διάσταση της τιμωρίας, του «ευνουχισμού» της αυτονομίας, της προσβολής της προσωπικότητας, της αποκοπής από το συναίσθημα, της διατάραξης της αυτοεκτίμησης. Ένα παιδί που τρώει ξύλο νιώθει άχρηστο, ανεπαρκές, νιώθει θύμα και σε όλη του τη ζωή θα ακολουθείται, πιθανώς, από αυτήν την αίσθηση.
Παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σωματικά, τείνουν να διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο της βίας, χτυπώντας συχνά τα δικά τους παιδιά. Υπάρχει εντυπωμένη μέσα τους η γονεϊκή συμπεριφορά που βίωσαν και αν δε δουλέψουν πολύ με τον εαυτό και το συναίσθημά τους, συχνά, ασυνείδητα σχεδόν, επαναλαμβάνουν έναν τρόπο διαπαιδαγώγησης κοντινό σε εκείνον που γνώρισαν: τη βία.
Κανένας δεν οφείλει μια καλή αγωγή στο ξύλο που έφαγε παιδάκι.
Είναι αξιέπαινοι οι άνθρωποι που μπόρεσαν, παρά τη βία που υπέστησαν, να αναπτύξουν αυτοσεβασμό, σχέσεις αγάπης, οικειότητας και εμπιστοσύνης.
Παιδιά συναισθηματικά ισορροπημένα είναι εκείνα, που μεγάλωσαν με τη νοοτροπία πως το σώμα τους αξίζει σεβασμό και αγάπη. Που έμαθαν πως κανείς δεν μπορεί να τα αγγίζει πάρα τη θέλησή τους και κανείς δεν μπορεί να τους αφήνει σημάδια, ασκώντας βίαιη εξουσία πάνω τους. Χαρούμενοι ενήλικες είναι εκείνοι που άκουγαν πως τα χεράκια τους είναι για να αγκαλιάζουν και να χαϊδεύουν κι όχι για να τιμωρούν και να πονάνε τους άλλους.
Κι αν κανείς ακόμη αναρωτιέται «τι έπαθε που έφαγε λίγο ξύλο ως παιδί», τότε σίγουρα εξωτερικά είναι μια χαρά. Τα εσωτερικά, όμως τραύματά του, μάλλον είναι ακόμη νωπά.
Η επιβολή σωματικού πόνου από τον γονιό σε οποιαδήποτε μορφή απαγορεύεται πλέον σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3500/06.

Γράφει η Ηρώ Δημητρίου, Εκπαιδευτικός Π.Ε





Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας ~ Τάσος Λειβαδίτης


Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952)

Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tί θα απογίνουμε, αγαπημένη;
Πως θα ’νοιγα μια πόρτα όταν δε θα ’τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ’ναι για να σε βρω.
Πού είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε…
…ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Kι ήταν σα να ’χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ’ναι δικά μας.





"Κι ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου".


“Everything passes,
Everything changes,
Just do what you think you should do.”
Bob Dylan

«Γιατί είμ’ αέρας που περνά»
Δημήτρης Παναγόπουλος

«Λάθε βιώσας»
Επίκουρος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λίγη μουσική πριν το κείμενο


Πώς να μιλήσεις γι’ αυτό το τραγούδι;
Ναι, το ξέρω, ο Χατζιδάκις το είχε χαρακτηρίσει «το καλύτερο τραγούδι της δεκαετίας του ’80». Βαρύ φορτίο, να λέει κάτι τέτοιο ο μέγιστος και να αποκλείει κάθε άλλο τραγούδι, δέκα χρόνια τραγουδιών.
Κι ο Παναγόπουλος ένα παράξενο άτομο, καθόλου να μην κυνηγάει τη δημοσιότητα και τα κανάλια. Να ασχολείται με την επιστήμη του πιο πολύ και με τα μπλουζ. Σαν να μη θέλει να γίνει σταρ, σαν ν’ αποφεύγει τη «δόξα». Τι θέση έχει ένας τέτοιος άνθρωπος στον κόσμο μας;

~~

Πώς να μιλήσεις γι’ αυτό το τραγούδι, που μοιάζει να μην την έγραψε κάποιος συγκεκριμένος τραγουδοποιός, μοιάζει λες και γράφτηκε, έτσι απλά, συλλογικά ίσως, λαϊκά.
Δεν είναι ρηξικέλευθο κομμάτι ούτε πρωτοποριακό ή avant garde ή κάτι άλλο, κάποιος άλλος όρος που να εννοεί το καινοφανές. Ριφ-κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν-σόλο-ρεφρέν. Αυτό που  καθιέρωσαν οι Beatles και οι Rolling Stones ως απόλυτη δομή της ποπ-ροκ.
Δεν ήταν κάτι ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ. Όμως έχει κάτι, μια ομορφιά που είναι δύσκολο να εξηγηθεί με λόγια -και δεν μπορείς να σταματήσεις να τ’ ακούς.
Ο Παναγόπουλος, διάβασα κάπου, το έγραψε μετά από έναν χωρισμό. Θεματικά θα μπορούσε να είναι κι ένα καψουροτράγουδο. Ο έρωτας, η απόρριψη, το θέμα των μισών (και λίγα λέω) τραγουδιών που έχουν γραφτεί και παιχτεί.

~~

Παρέμβαση: Ακούμε με τον δεκάχρονο γιο μου ένα αγγλόφωνο ροκ τραγούδι.
– Τι λέει; με ρωτάει.
– Για τον έρωτα.
Το σκέφτεται για μια στιγμή. Μετά ρωτάει:
– Γιατί όλα τα τραγούδια λένε για τον έρωτα;
Δεν έχει ερωτευτεί ακόμα. Μόλις το πάθει θα καταλάβει γιατί. Για τον έρωτα, χωρίς αμφιβολία, χωρίς σωτηρία. Μέχρι θανάτου -να ζεις για τον έρωτα.
Τέλος παρέμβασης

~~

Και μετά την παρέμβαση πώς συνεχίζουμε; Με περισσότερες παρεμβάσεις.
Είμαι δεκαοχτώ χρονών και προσπαθώ να μάθω να παίζω την Αύρα στην κιθάρα. Την ακούω απ’ την κασέτα, ξανά και ξανά, αλλά δεν καταφέρνω ούτε τον πρώτο αρπισμό.
Το γαμήδι, θέλω να τραγουδήσω αυτό το κομμάτι, στο δωμάτιο μου, στην παραλία, στην -ίσως να ‘χω κάποτε- κοπελιά μου.
Είναι αδύνατον να το παίξω όπως ο Παναγόπουλος. Παλεύω μερικές μέρες, μετά λέω «δε γαμιέται!». Κρατάω το ριφ και παίζω τους δαχτυλισμούς με την πένα. Μόνο τα ακόρντα, απλά. Δε με χαλάει. Μπορώ να το τραγουδήσω, μπορώ να το κάνω δικό μου.
Παρέμβαση στην παρέμβαση: Αργότερα έμαθα ότι ο μπλουζομαθής Παναγόπουλος έπαιζε ragtime στην κιθάρα, κάτι που δεν μπορεί να κάνει ο κάθε δεκαοχτάχρονος θέλω-να-ερωτευτώ-και-να-της-τραγουδήσω.

~~

Τέλος των παρεμβάσεων. Όταν όλα είναι παρέμβαση, τότε ποιο είναι το πλαίσιο;
Ένα περιστατικό:
Περπατάω στο σούπερ μάρκετ κι ακούγεται το «Kiss» του Prince. Το τραγουδάω με βαριά φωνή κι εκείνη την ώρα περνάει δίπλα μου μια υπάλληλος που τραγουδάει κι αυτή, μια οκτάβα πάνω: «You don’t have to be cool, to rule my world».
Αν ζούσαμε σε ταινία θα ξεκινούσαμε να χορεύουμε -και θα χορεύαν όλοι, υπάλληλοι και πελάτες, ακόμα κι ο σεκιουριτάς που κοιτάει τη τσάντα που έχω στην πλάτη μου.

~~

Τελείωσε η εποχή των παρεμβάσεων, αρχίζει εκείνη των γενικοτήτων.
Κάνε ό,τι θες, ό,τι σου λέει το μυαλό-το σώμα-η ψυχή-η καρδιά να κάνεις.
Μην το σκέφτεσαι πολύ, μη διστάζεις. Όποια απόφαση και να πάρεις καλή θα είναι.
Χαλάρωσε, κάνε ό,τι θες να κάνεις.
Και απόλαυσε ‘το. Είναι η τελευταία φορά που ζεις. Δως ‘την όπου νομίζεις ότι αξίζει να τη δώσεις. Τη ζωή σου.
Όλα περνάνε, όλα αλλάζουν, όλα τελειώνουν κάποτε. Δεν είσαι τόσο σημαντικός όσο θες να πιστεύεις. Είσαι μια αύρα, ζεις όσο μια εσπερινή αύρα, κάνε αυτό που θες να κάνεις.
Κι αν πέσεις έξω στις προβλέψεις σου μη σε νοιάζει. Ζεις. Κάνεις λάθη.
Κανείς νεκρός δεν θα διαβάσει αυτό το κείμενο.
Κανείς νεκρός δεν θα μετανιώσει για τα σφάλματα του ούτε θα ψάξει να βρει έναν καινούριο τρόπο να σφάλλει.
Κανείς νεκρός δεν θα φτιάξει τραγούδια -ούτε θα τραγουδήσει: «Γιατ’ είμ’ αέρας που περνά…»

~~

Κι αν όταν είναι να βγω, μια καλημέρα θα σου πω
μετά θα φύγω, θα χαθώ,
και ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου.





ΠΗΓΗ...http://sanejoker.info

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...