«Βρισκόμουν εκεί από την πρώτη στιγμή στην αδρεναλίνη που κυκλοφορούσε στις φλέβες των γονιών σου όταν έκαναν έρωτα για να σε συλλάβουν, και μετά στο υγρό που η μητέρα σου έστελνε στη μικρή καρδιά σου όταν ακόμα ήσουν απλώς ένα παράσιτο.
Έφτασα σ’ εσένα προτού μπορέσεις να μιλήσεις, προτού ακόμα μπορέσεις να καταλάβεις κάτι απ’ αυτά που σου έλεγαν οι άλλοι. Βρισκόμουν εκεί όταν, αδέξια, προσπαθούσες να κάνεις τα πρώτα σου βήματα εμπρός στο πειραχτικό και γελαστό βλέμμα όλων.
Όταν ήσουν απροστάτευτος κι εκτεθειμένος, όταν ήσουν ευάλωτος κι είχες ανάγκη.
Μ’ έφερε στη ζωή σου το χέρι της μαγικής σκέψης με συνόδευαν… οι προλήψεις και τα ξόρκια, τα φετίχ και τα φυλαχτά… οι καλοί τρόποι, οι συνήθειες και η παράδοση… οι δάσκαλοι σου, τα αδέρφια σου και οι φίλοι σου…
Προτού μάθεις πως υπήρχα διαίρεσα την ψυχή σου σ’ έναν κόσμο φωτός κι έναν κόσμο σκότους. Έναν κόσμο για το καλό κι έναν για τα υπόλοιπα.
Εγώ σου έφερα τα συναισθήματα της ντροπής, σου έδειξα όλα τα μειονεκτήματα σου, τις ασχήμιες σου, τις ανοησίες σου, τα δυσάρεστα όλα.
Εγώ σου κρέμασα την ταμπέλα «διαφορετικός» όταν σου είπα για πρώτη φορά στο αφτί ότι κάτι δεν πήγαινε εντελώς καλά σ’ εσένα.[…] Είμαι ο απρόσκλητος μουσαφίρης, ο ανεπιθύμητος επισκέπτης, και ωστόσο, είμαι πρώτος που ήρθα κι ο τελευταίος που θα φύγω.
Έγινα ισχυρός με τον καιρό ακούγοντας τις συμβουλές των γονιών σου για το πώς να θριαμβεύσεις στη ζωή.
Παρατηρώντας τις αντιλήψεις της θρησκείας σου, που σου λέει να τι να κάνεις και τι να μην κάνεις, για να σε δεχτεί ο Θεός στις αγκάλες του. Υποφέροντας απάνθρωπα αστεία των συντρόφων σου στο σχολείο όταν γελούσαν με τις δυσκολίες σου. Υπομένοντας τις ταπεινώσεις από τους ανώτερους σου.
Παρατηρώντας την άχαρη μορφή σου στον καθρέφτη και συγκρίνοντας τη μετά με την εικόνα των «διασήμων» που βγαίνουν στην τηλεόραση.
Και τώρα, επιτέλους, έτσι όπως είμαι δυνατός, και για τον απλό λόγο ότι είμαι γυναίκα, ότι είμαι νέγρος, ότι είμαι Εβραίος, ότι είμαι ομοφυλόφιλος, ότι είμαι ανατολίτης, ότι είμαι ανάπηρος, ότι είμαι ψηλός, κοντός ή χοντρός…μπορώ να σε μεταμορφώσω σ’ ένα σωρό σκουπίδια, σε παλιοσίδερα, σε αποδιοπομπαίο τράγο, στον παγκόσμια υπεύθυνο, σ’ έναν καταραμένο μπάσταρδο μιας χρήσης.
Γενεές και γενεές ανδρών και γυναικών με υποστηρίζουν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από μένα.
Η θλίψη που προξενώ είναι τόσο ανυπόφορη που για να με αντέξεις πρέπει να με μεταδώσεις στα παιδιά σου, ώστε εκείνα να με περάσουν στα δικά τους παιδιά, στους αιώνες των αιώνων.
Για να βοηθήσω εσένα και τους απογόνους σου θα μεταμφιεστώ σε τελειομανία, σε υψηλά ιδανικά, σε αυτοκριτική, σε πατριωτισμό, σε ηθικές αξίες, σε καλές συνήθειες, σε αυτοέλεγχο.
Η θλίψη που σου προξενώ είναι τόσο έντονη που αν θελήσεις να με αρνηθείς και, για αυτό, θα προσπαθήσεις να με κρύψεις πίσω από τα πρόσωπα σου, πίσω από τα ναρκωτικά, πίσω από τη μάχη σου για το χρήμα, πίσω από τις νευρώσεις σου, πίσω από την απρόσωπη σεξουαλικότητα σου.
Δεν έχει σημασία τι κάνεις, όμως, δεν έχει σημασία που πηγαίνεις.
Εγώ θα είμαι πάντα εκεί, πάντοτε παρών. Γιατί ταξιδεύω μαζί σου μέρα και νύχτα, ακούραστα, δίχως όρια.
Εγώ είμαι η βασική αιτία της εξάρτησης, της κτητικότητας, της πίεσης, της ανηθικότητας, του φόβου, της βίας, του εγκλήματος, της τρέλας.
Εγώ σου δίδαξα το φόβο της απόρριψης κι εγώ περιόρισα την ύπαρξη σου σ’ αυτό το φόβο.
Από εμένα εξαρτάται το αν θα εξακολουθήσεις να είσαι αυτό το άτομο που το γυρεύουν, το λατρεύουν, το χειροκροτούν, ο ευγενικός και ο ευχάριστος που είσαι σήμερα για τους άλλους. Από εμένα εξαρτάσαι, γιατί εγώ είμαι το μπαούλο όπου έχεις κρύψει εκείνα τα πιο δυσάρεστα πράγματα, τα πιο γελοία, τα λιγότερο επιθυμητά κι από σένα τον ίδιο.
Χάρη σ’ εμένα έμαθες να συμβιβάζεσαι με αυτά που σου δίνει η ζωή, γιατί τελικά, οτιδήποτε και αν ζήσεις θα είναι πάντοτε παραπάνω απ’ αυτό που νομίζεις ότι αξίζεις.
Το μάντεψες, έτσι δεν είναι;
Είμαι το συναίσθημα της απόρριψης που νιώθεις για τον ίδιο σου τον εαυτό”.
Όλα άρχισαν εκείνη τη γκρίζα μέρα
που αφέθηκες να πεις περήφανος
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ !»
Και, ντροπιασμένος και φοβισμένος,
κατέβασες το κεφάλι
κι άλλαξες τα λόγια και τις πράξεις σου
με ένα καλό συλλογισμό:
«ΕΓΩ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΗΜΟΥΝ…»
Απόσπασμα από το βιβλίο του J. Bucay “Nα σου πω μια Ιστορία”, εκδ.Opera:2006