Κοίταξε από την τζαμόπορτα την αγκαλιά της αυλής της. Ήταν πράσινη και άγγιζε ολόκληρη την περίμετρο του χώρου. Θυμόταν παλιά, όταν τα παιδιά της έτρεχαν ανάμεσα από τις μαργαρίτες και της σαρδέλες, για να φτάσουν κοντά της και να κρυφτούν πίσω από τη φούστα της. Αυτά με τον καιρό μεγάλωσαν και άνθισαν σε αντίθεση με της μαργαρίτες, που ηττημένες από την αστικοποίηση και το καυσαέριο μαράθηκαν και δεν της ξαναχαμογέλασαν.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Έσφιξε την ρόμπα πάνω στο σώμα της στην προσπάθειά της να αντισταθεί στο κρύο και στη μελαγχολία που την τρύπησαν και τα δυο μαζί σαν μία ενιαία δύναμη. Πόσα είχαν συμβεί σ’ εκείνη την αυλή! Όλα τα σημαντικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές του έργου της, είχαν μεγαλώσει μέσα στις μανταρινιές και τις λεμονιές, ανάμεσα στο γιασεμί και το τσιμέντο. Ολάκερη η ζωή κατοικούσε ανάμεσά τους. Η ίδια που περνούσε τώρα από την αυλόπορτα, εμφανιζόταν μπροστά της, σήκωνε το χέρι της και την χαιρετούσε. Εκείνη της χαμογελούσε ανεπαίσθητα κι αφηρημένα.
Έβλεπε τις γρατζουνιές και τα χτυπήματα. Άκουγε Τα κελαριστά γέλια, που ήταν τόσο δυνατά, ώστε να μείνουν ζωντανά μέσα στο κεφάλι της μετά από χρόνια πολλά στο παρόν. Με τον ίδιο τρόπο, άκουγε και τα ποδοβολητά της αναταραχής και ένιωθε τον λαιμό της υγρό λες και τα δάκρυα από τα παιδιάστικα κλάματα, τον μούσκευαν εκείνη τη στιγμή.
Έκατσε, σε μια από τις καρέκλες δίπλα από το σιδερένιο τραπεζάκι της, κουρασμένη από το ταξίδι στο παρελθόν. Έστρεψε τα μάτια της στα παράθυρα του σπιτιού απέναντί της και τα ανοιχτά τους ξύλινα παραθυρόφυλλα. Έπειτα σκαρφάλωσε με το βλέμμα το ύψος του ξεφλουδισμένου τοίχου κι έφτασε ως τη σκεπή και τα καφετιά κεραμίδια. Εκεί, στην κορυφή του σπιτιού, την κορυφή της ζωής της, στράφηκε άφοβα στον ουρανό που προσπαθούσε να κερδίσει την μάχη με τη νύχτα… Η ημέρα έφτανε στο τέλος της και η γειτονιά ησύχαζε κάτω από το πάπλωμα του χειμώνα, αλλά εκείνη δεν φοβόταν, όπως οι περισσότεροι το τέλος της μέρας. Ήταν δυνατή. Πάντα ήξερε ότι η δύση σήμαινε μια αρχή. Σε λίγο θα άρχιζε η νύχτα. Θα έκαναν την εμφάνισή τους τα λαμπερά αστέρια.
Όσο περνούσε ο καιρός η μέση της πονούσε περισσότερο και κουραζόταν ευκολότερα. Τα χάπια που της επέβαλλε ο γιατρός, πλήθαιναν, αλλά αυτή γινόταν όλο και πιο δυνατή, όλο και σοφότερη, γιατί μάθαινε να αγαπάει όλο και περισσότερους ανθρώπους συγχρόνως. Γιατί έβλεπε μέσα από τα θολά-γυαλιστερά μάτια της την ομορφιά της ζωής που δεν ξέφτιζε, που δεν έσπαγε, που δεν αρρώσταινε ποτέ. Καταλάβαινε την αιωνιότητά της και την αέναη ύπαρξή της στον Κόσμο και γινόταν ευτυχισμένη…
<< Δεν βαριέσαι…>>, έπιασε τη μέση της και σηκώθηκε χαμογελώντας, << Έχει ο Θεός…>>.
Κοίταξε για μία τελευταία φορά την πράσινη αυλή της, έπειτα τον ουρανό και χώθηκε ξανά στο βασίλειό της.
ΠΗΓΗ...magikifoni.