Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Derek Walcott, «Έρωτας κι έρωτας ξανά»


Θα 'ρθει καιρός

που μ' έξαρση

θα καλωσορίζεις τον εαυτό σου

σαν θα φτάνεις στη δική σου πόρτα,

στον δικό σου καθρέφτη,

κι ο ένας χαμογελώντας

θα καλωσορίζει τον άλλο

και κάτσ' εδώ θα λέει.

Τρώγε.

Θ' αγαπήσεις ξανά τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου.

Δώσε κρασί.

Δώσε ψωμί.

Δώσε πίσω την καρδιά σου

στον εαυτό της, στον άγνωστο που σ' αγάπησε

όλη σου τη ζωή, που εσύ αγνόησες

για κάποιον άλλο, που σ' έχει αποστηθίσει.

Κατέβασε τα ερωτικά γράμματα απ' το ράφι,

τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα,

ξεφλούδισε από τον καθρέφτη την εικόνα σου.

Κάθισε.

Απόλαυσε τη ζωή σου.



D. Walcott, «Έρωτας κι έρωτας ξανά»
(μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και Στέφανος Παπαδόπουλος, εκδ. Καστανιώτης)




ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com

Το ρήμα "νιώθω"


Σε παρατηρώ συχνά να τρέχεις, κυρίως γύρω από τον εαυτό σου.

Προσπαθείς να κερδίσεις χρόνο. Τον χρειάζεσαι, λες. 
Μόνο για ν’ αναβάλλεις όσα θέλεις να κάνεις, λέω εγώ.

Φοβάσαι να ρισκάρεις με τις πιθανότητες μοιρασμένες. 
Θέλεις να γέρνουν υπέρ σου. Όλες για σένα.

Δεν παίζεις αν δεν έχεις εξασφαλίσει τη νίκη. 
Πόσο αξίζει, αλήθεια, όταν είναι προκαθορισμένη;

Πόσος φόβος υπάρχει στο “έχασα”
Πόση ματαιοδοξία κρύβεται στο “κέρδισα”;

Παίξε το παιχνίδι και πες “ένιωσα”.

Νιώσε τόσο τη χαρά όσο τον πόνο, τόσο την ευτυχία όσο τη δυστυχία.

Δώσε την ευκαιρία στην ψυχή σου να επουλώσει τις παλιές πληγές.

Όσο δεν τις εκθέτεις στο φως, σιγοτρώνε εσένα στο σκοτάδι.

Γιατί ό,τι μένει κρυφό, δεν μπορεί να το βρει κανείς.

Ούτε καν εκείνος που θέλει να το γιατρέψει.

Σα να σε βλέπω. Ταράζεσαι στην ιδέα να νιώσεις. Στέκεσαι μουδιασμένος.
Πότισαν τα μέσα σου τρόμο. Έμεινε μόνη η παρόρμηση να πενθεί το ένστικτο.

Κροτάλισε ο θάνατος του αυθόρμητου και το ρίσκο πνίγηκε στη θάλασσα της ατολμίας
Δε θέλεις τους κίνδυνους της ελευθερίας. Μόνο η σιγουριά πως δε θα βγεις χαμένος σε νοιάζει.

Δεν ξέρεις πως έχεις ήδη χάσει το μόνο πράγμα που δεν μπορείς ποτέ να φέρεις πίσω, τον χρόνο.
Χρόνο να ζήσεις μουσκεμένος από στιγμές μέχρι το κόκκαλο.

Το ρήμα νιώθω δεν αρκείται στα λόγια, δε χορταίνει με τη φαντασία.
Απαιτεί να γίνει βίωμα, ανάγκη, θέλω.

Γι’ αυτό να δοκιμάζεις συναισθήματα, να αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου.

Να προσπαθείς να μάθεις τις γεύσεις του έρωτα, τα άρωμα της προσμονής, τις εικόνες της φυγής, τα αγγίγματα της αγάπης, τα σφυρίγματα της ενοχής.

Να δίνεις στον εαυτό σου αφορμές που μπορεί να γίνουν δυνατές αναμνήσεις ή βαθιές πληγές, μαθήματα ζωής ή αξέχαστες ιστορίες, ανεξίτηλες μνήμες ή θολά στιγμιότυπα.

Κι όταν ο χρόνος στην κλεψύδρα της ζωής σου τελειώσει σε ρωτήσουν:
“Τι έκανες εσύ στη ζωή σου;” , απάντησε τους:

“’Ενιωσα”.



Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα 





Καλά ή κακά παιδιά;


της Ιουλιέτας Νταβέλα

Πότε ένα παιδί είναι καλό και πότε είναι κακό;

Έχουμε ποτέ αναρωτηθεί;

Δίνουμε έναν χαρακτηρισμό, και δεν σκεφτόμαστε πως επιδρά αυτό στο ψυχισμό του παιδιού, πως αυτό μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά του.

Αν ένα παιδί ακούει συνέχεια πως είναι κακό ή κάνει κακίες πράξεις, ταυτίζεται με το χαρακτηρισμό αυτό και συνεχίζει να έχει αυτή τη συμπεριφορά για να κερδίσει την προσοχή των άλλων. Εκπαιδεύεται και προσαρμόζεται.

Οικειοποιείται τον ορισμό.

Από την άλλη πλευρά αν ένα παιδί ακούει συνέχεια πως είναι καλό. Ταυτίζεται με αυτό και δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του να ξεφύγει από αυτό που κάποιοι έχουν ονομάσει καλή συμπεριφορά!

Τα παιδιά όμως είναι παιδιά. Και έχουν ανάγκη να νιώθουν ασφαλή και αποδεκτά από το περιβάλλον που μεγαλώνουν. Έχουν την ανάγκη να νιώθουν σημαντικά, να προσφέρουν να είναι «μεγάλοι».

Δεν υπάρχουν κανόνες που να ορίζουν τι είναι καλό και τι κακό. Υπάρχει ο διάλογος και η συζήτηση. Μπορούμε να εξηγήσουμε χωρίς να δίνουμε όνομα στην εκάστοτε συμπεριφορά. Να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι μπορεί να οδήγησε ένα παιδί στο να συμπεριφέρεται έτσι. Να τους δίνουμε βήμα να εκφράζονται ελεύθερα.

Να μην περιορίζονται, να μην νιώθουν παραγκωνισμένα.

Δεν υπάρχουν καλά ή κακά παιδιά!

Παιδιά μικρά με θέλω, επιθυμίες, επιλογές, γνώμες.

Παιδιά με ζωή!

Αυτά τα παιδιά υπάρχουν!

—-

Η Ιουλιέτα Νταβέλα είναι λογοθεραπεύτρια.




Διαβατήρια έθιμα


Ρίχνει στη χύτρα όλο μαζί το στάρι
Τα σύμφωνα μετά.
Τά 'χει μουσκέψει αποβραδίς
στα όνειρα της μνήμης.
Τα ανακατεύει ελαφρά για να υποταχτούν
στων φωνηέντων την αιμάτινη γενιά
τη φύτρα της φωνής.

Σε άσπρη πετσέτα στεγνώνει το στάρι
από τα δάκρυα.
Τα καρυκεύει με θαυμαστικά,
τελείες, εισαγωγικά και άλλα
στίξεως σημεία.
Τα σερβίρει στο ιβουάρ τραπεζομάντιλο
της άγραφης σελίδας.

Τηρώντας τά κατά παράδοση διαβατήρια έθιμα
τα μοιράζει σιωπηλά όπως η μάνα την ανάσταση
κεράκια αναμμένα
για τους κεκοιμημένους.


Χρυσούλα Παπακυριάκου
από τη συλλογή Των γραμμάτων, 2017





ΠΗΓΗ...http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr

Θάνος Ανεστόπουλος - «Οι ονειροπόλοι»


Ο Θάνος Ανεστόπουλος μελοποιεί το ποίημα «Οι ονειροπόλοι» του Γιώργου Μυλωνογιάννη

Νικημένοι... Και όμως δεν δώσαμε μάχη
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκε εχθρός,
ενώ θα 'πρεπε να 'μαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη...
Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα
κι' όλοι ζούμε με τ' όνειρο κάποιας φυγής,
μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής,
τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα.

Μεθυσμένοι... Χωρίς ούτε στάλα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβήνει κανένα πιοτό,
θα 'ρθει ώρα να βρούμε τη λήθη σ' αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε.

Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμε αλήθεια
ότι γίναμε κι όλας καινούριοι Θεοί,
τη ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί
τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια...

Γελασμένοι... Δεν το 'χαμε πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θα 'ρχόνταν αυτός ο καιρός,
που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός...
Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.

Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι
λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή
της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή
στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι.

Ο σκοτεινός αξιωματικός


Εκείνο το πρωί το συναίσθημα ξύπνησε, σηκώθηκε, τεντώθηκε και μετά ξαναμαζεύτηκε, διπλώθηκε, κλείστηκε σε φάκελο και κίνησε για μέρος μακρινό.
Από σάκο σε σάκο, από αεροπλάνο σε καράβι, έφτασε στο λιμάνι προορισμού.
Ένα παιδί με ποδήλατο ήταν εκείνο που παρέλαβε το φάκελο και προσεκτικά τον έβαλε στο καλαθάκι μπροστά, να βλέπει τη διαδρομή. 
Ίσα που προλάβαινε να κάνει την παράδοση προτού νυχτώσει. 
Το πεντάλ γύρισε απαλά στην αρχή και σιγά-σιγά δυνάμωσε. Κι όσο η δύναμη μεγάλωνε στα πόδια του παιδιού, τόσο ο φάκελος χοροπηδούσε στην κορυφογραμμή που όριζε ουρανό, γκρεμό και θάλασσα. 
Από ’κει ψηλά μπορούσε να δει την άκρη του όρμου, γκριζοκόκκινη του δειλινού, σε κορνίζα λευκή. Στη μέση ο φάρος, σκοτεινός, σαν αξιωματικός κάποιας χαμένης σκακιέρας. Άλλα πιόνια δεν υπάρχουν. Μόνος ο φαροφύλακας είναι που στέκεται στην πόρτα· σκιά ανυπόμονη για τη νύχτα που ’ρχεται. 
-Δυναμώνει ο αέρας, σκέφτεται και κοιτάζει ψηλά τον σκοτεινό αξιωματικό και γύρω του τη θάλασσα να φουσκώνει, κουβέρτα δεύτερη στα βράχια. 
-Θα προλάβει; και η σκέψη του ταξίδεψε μακριά, δυνάμωσε δυο πόδια σε πεντάλ ποδηλάτου με καλάθι και φάκελο.
Δυνάμωσε τα πόδια και ξύπνησε τα δάχτυλα του παιδιού που βάλθηκε ευτυχισμένο να χτυπά το κουδουνάκι στο τιμόνι, να χοροπηδά στο κάθισμα, να στέκεται όρθιο στα πετάλια που κι αυτά χαιρόντουσαν το καρουζέλ της ζωής τους.

Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν! 
Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν!

-Να ’τος, προλαβαίνουμε, σκέφτηκε ξανά ο φαροφύλακας και φωτίστηκε το πρόσωπό του.

Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν! 
Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν, ντριν! Ντριν!

-Έλα παιδί μου γρήγορα! Έλα! Έλα, τρέξε, πάμε μαζί.
Κι ο μικρούλης, άφησε το ποδήλατο και με το φάκελο στα χέρια έτρεξε. Ετρεξε γρήγορα και με το φαροφύλακα έγινε πνοή που πέρασε την πόρτα και ολόκληρη τη στριφογυριστή σκάλα μέχρι ψηλά στην κορυφή με τα σκοτεινά παράθυρα.

-Έλα παιδί μου, μην αργείς. Άνοιξε το φάκελο. Διάβασε.
Και το παιδί άνοιξε το φάκελο και διάβασε. Διάβασε τη μία λέξη που ’ταν κρυμμένη μέσα εκεί. Τη διάβασε απαλά, με τη σιγουριά της ψυχής του. Τη διάβασε και αχλή φωτιά φάνηκε μπροστά τους.

-Διάβασέ την ξανά. Φώναξέ την!
Και το παιδί διάβασε ξανά τη λέξη, τη φώναξε και το συναίσθημα ξεδιπλώθηκε, πλημμύρισε το δωμάτιο όλο, φώτισε τα παράθυρα, έλαμψε ο σκοτεινός αξιωματικός και οι αχτίδες του ταξίδεψαν μακριά, φώτισαν τα κύματα, ξεσκέπασαν τα βράχια, υψώθηκαν στον ουρανό, έγιναν στέμμα στο κεφάλι του. Έλαμψε ο αξιωματικός στη νύχτα που έφτασε, φώτισε φουγάρα βαρύτονα από καράβια αλαργινά και κουδουνάκια απ’ τα ποδήλατα όλου του κόσμου. 
-Ντριν-ντριν! Ντριν-ντριν! Ντριν!





Κάνει κρύο σήμερα...


«Ξεκουνούσαν οι πέτρες, άνθρωποι ανηφόριζαν τον εγκρεμό, ένα μαύρο σκυλί με κόκκινες βούλες φάνηκε, ξεγλωσσισμένο. Γέμισε το φαράγγι κυπαρίσσια και βάγια, σαν κοιμητήρι· και μια φωνή ακούστηκε γαληνή, ευχαριστημένη:
-Καλώς όρισες!
Στράφηκε γύρα η Μαγδαληνή:

-Ποιός μίλησε; Ποιός με καλωσορίζει;
-Εγώ.
-Ο Θεός! Σκεπάζω τα μαλλιά μου, κρύβω το στήθος μου, γύρνα πέρα το πρόσωπο σου, μή δεις τη γύμνια μου, Κύριε· ντρέπουμαι. Γιατί μ'έφερες στην άγρια ετούτη ερημιά; Πού βρίσκουμαι; δε βλέπω παρά κυπαρίσσια και βάγια.
-Ότι χρειάζεται· ο θάνατος και η αθανασία. Σ'έφερα, Μεγαλομάρτυσσα, εκεί που ήθελα· ετοιμάσου να πεθάνεις, Μαγδαληνή, να γίνεις αθάνατη.
-Δέ θέλω να πεθάνω, δέ θέλω να γίνω αθάνατη· να ζήσω ακόμα θέλω απάνω στης γής, κι ύστερα κάμε με στάχτη.
-Ένα καραβάνι φορτωμένο μπαχαρικά κι αρώματα ο θάνατος, μή φοβάσαι· ανέβα στη μaύρη καμήλα κι έμπα στην έρημο τ'ουρανού, Μαγδαληνή μου.
-Ω, ποιοί'ναι οι φρενιασμένοι ετούτοι στρατοκόποι πού ξεπρόβαλαν πίσω από τα κυπαρίσσια;
-Μή φοβάσαι, Μαγδαληνή, είναι οι αγωγιάτες μου· βάλε αντήλιο την απαλάμη· δέ βλέπεις τη μαύρη καμήλα που τραβούν, με το βελούδινο κοκκινο σαμάρι, να καβαλήσεις; Μή φέρεις αντίσταση.
-Κύριε, δέ φοβούμαι το θάνατο, μά με παίρνει το παράπονο, πρώτη φορά που αξιώθηκαν να'χουν το ίδιο στόμα η σάρκα κι η ψυχή μου, πρώτη φορά που φιλήθηκαν μαζί κι οι δυό-και να πεθάνω!
-Καλή η στιγμή ετούτη να πεθάνεις, Μαγδαληνή, καλύτερη δέ θα βρείς, μήν αντιστέκεσαι. -Ώ, τι'ναι οι φωνές, οι φοβέρες και τα χάχανα που ακούω; Κύριε, μή με παρατάς· Θα με σκοτώσουν!
Κι ακούστηκε από πολύ μακριά τώρα, γαληνή πάντα κι ευχαριστημένη, η φωνή:
-Έφτασες, Μαγδαληνή, στην πιο αψηλή χαρά της ζωής σου· παραπάνω δεν μπορείς· καλός ο θάνατος. Καλήν αντάμωση, Πρωτομάρτυσσα!
Χάθηκε η φωνή, κι από ένα απογύρισμα του φαραγγιού φάνηκε η τσούρμα- φρενιαμένοι λευϊτες και αιματολάφτες δούλοι του Καϊάφα, με μαχαίρια και μπαλτάδες. Είδαν τη Μαγδαληνή, χίμηξαν απάνω της μπαλτάδες, σκυλιά κι άνθρωποι.
-Μαρία Μαγδαληνή, πόρνη! ούρλιαζαν και χαχάριζαν.
Ένα σύννεφο μαύρο σκέπασε τον ήλιο, ο κόσμος θάμπωσε.
-Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ! φώναζε η δύστυχη· ήμουν, δεν είμαι, σήμερα γεννήθηκα!
-Μαρία Μαγδαληνή, πόρνη!...» 

«Ο τελευταίος πειρασμός» 

"Ονειρεύομαι" της Βάσως Ρουμελή


Ονειρεύομαι
Βότσαλο στα πόδια σου η σκέψη του
πελάγου,
κύμα που χαϊδεύει τον αθώο μου ρομαντισμό,
ελεύθερος γλάρος οι ελπίδες του ταξιδιού
μάγεψαν τις απροσδόκητες φυσαλίδες του
ονείρου.
Η αλμύρα γρατσούνισε τις ξηλωμένες
απορίες,
η κούραση δραπέτευσε σέρνοντας ευκαιρίες.
Δοκιμάζοντας τα όρια,
τυλίγει η ψυχή τον θρίαμβο των αφρών,
εκεί που ο παροξυσμός της νίκης ενώνει
τα γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας.
Πανιά τα όνειρα που ταξίδευσαν
με μόνο προορισμό
ΕΣΕΝΑ

Βάσω Ρουμελή

Από την συλλογή «Το Δάκρυ του Νόστου»

εκδόσεις Ινφογνώμων, 2016

Το παραμύθι του ανέμου


Πριν πάρα πολλά χρόνια, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή Ινδιάνων. Ο Ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.

Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο 'Ανεμος και του είπε:
"Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου;"

"Όχι", του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.

Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,
"Πατέρα, αγαπάω τον 'Ανεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του;"

"Όχι", της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. "Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο 'Ανεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του."

Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιεπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον 'Ανεμο.
"Ο 'Ανεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκοδάσος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα", σκέφτηκε δυνατά.

Όμως ο 'Ανεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη. Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο 'Ανεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος. Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακριά τους.

Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το Βορρά. Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του.

Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας από τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους. Τότε ο 'Ανεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του 'Ανεμου που τον άφησε αναίσθητο.

Όταν ο 'Ανεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει. Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό.
"Έλα μαζί μου," άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.

Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο 'Ανεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.

Ο 'Ανεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. "Ας αναποδογυρίσει", σκέφτηκε. "Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά." Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
"Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου", φώναζε ο 'Ανεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο 'Ανεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.

Όταν ο 'Ανεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.

"Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα" έλεγαν οι Ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντίσκηνα τους.

Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.

Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.

Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της 'Ανεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος. Ο 'Ανεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι...





ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ ΚΔΑΠ με Α ‘’ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ’’


ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ ΚΔΑΠ με Α ‘’ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ’’

  Ευχαριστούμε θερμά τη ΔΗ.Κ.Ε. Αλμωπίας και συγκεκριμένα τον Πρόεδρο της ΔΗ.Κ.Ε.Α κ. Λεμονίδη Γεώργιο, για την προσφορά καλλωπιστικών φυτών  στο ΚΔΑΠμεΑ ‘’ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ’’. 
  Οι μαθητές φύτεψαν και περιποιήθηκαν τον κήπο του προαύλιου χώρου του κέντρου με μεγάλη χαρά, δημιουργώντας ένα όμορφο και καλαίσθητο περιβάλλον.
                                               
Με εκτίμηση
Το προσωπικό και οι μαθητές του ΚΔΑΠμεΑ ΄΄ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ΄΄

Τα νέα της Πέλλας (Τεύχος 7ο).













ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...