Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Οι όμορφοι άνθρωποι



Οι όμορφοι άνθρωποι
Έχουν το βλέμμα τους λίγο χαμένο.


(Θα το έχετε προσέξει...)
Πηγαίνουν να σκλαβωθούν
Φορώντας πάντα τα καλά τους.


Βγαίνουν το βράδυ με παρέες
Και σιωπούν ή φλυαρούν πολύ.
(Δεν μπορεί να μη το ξέρετε...)


Αγοράζουν παχιές εφημερίδες
Και τις τελειώνουν τόσο γρήγορα.
Έχουν την τσαντίλα στην τσέπη
Τους έρωτες στα όνειρα
Τη «συγνώμη» στο μπροστά της γλώσσας.


Στο στήθος τους χοροπηδούνε άλογα
Τα πόδια τους τα χαϊδεύουν μαιμούδες
Τ' αυτιά τους γίναν φωλιές για κουκουβάγιες.


Κάνουν τις εξομολογήσεις τους
Και τις ακούει το στομάχι τους.


Οι όμορφοι άνθρωποι
Είναι αξιοπρεπείς:
Ποτέ δεν παύουν να ζητούν.


Είναι πρόστυχοι:
Αναζητούν μάταια τα άκρα, που ξεφύγαν.


Οι όμορφοι άνθρωποι
Διψούν συνέχεια, στον ύπνο και τον ξύπνιο.


Σιχαίνονται τις εκδρομές
Ξέρουν το μέρος τους όλο και πιο λίγο,
Το ψάχνουν συνεχώς, μέσα απ’ τις ίδιες διαδρομές.


Τους όμορφους ανθρώπους
Δεν τους ποθεί κανείς
Τους αφήνουν άταφους σα φύγουν.


– Κάποιοι μονάχα το ίδιο τρελοί
Μυστικά
Τους λατρεύουν.



Ν. Κυριακίδης, «Οι Πικροί Άνθρωποι»

Η στάχτη, Τάσος Λειβαδίτης



Μιαρές ασήμαντες λεπτομέρειες που καθορίζουν σιγά – σιγά τη ζωή σου.


Ποια ζωή σου;

Φιλοδοξίες, έρωτες, ενοχές,
πανάρχαια χρέη σπατάλησαν τη ζωή σου.

Τι έμεινε;

Η στάχτη των περασμένων κάθεται στα έπιπλα,
θολώνει τα τζάμια, τους καθρέπτες
και πάνω τους γράφω καμιά φορά τα ονόματα εκείνων που έφυγαν.
Και άλλοτε στέκομαι στο παράθυρο και κοιτάζω τους περαστικούς, να πηγαίνουν στην λήθη.

Οι γυναίκες κλαίνε θυμούμενες τα ψιθυρισμένα λόγια από παλιά ειδύλλια.
Όλο ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε έναν δρόμο.

Για να πάμε που;

Λοιπόν, πού ζήσαμε;

Ούτε εδώ, ούτε εκεί.

Φτηνά ξενοδοχεία σε μακρινές συνοικίες.
Με τα τραχωματικά λαμπιόνια, τους βρώμικους νιπτήρες.
Όπου πάνω τους ακούμπησαν και έκλαψαν ανύποπτοι ακόμα
μελλοντικοί δολοφόνοι, οι αυτόχειρες.

Μια νύχτα του καλοκαιριού, παιδί ακόμα,
βγήκα από το σπίτι και ξάπλωσα στον κήπο.

Και όπως κοίταξα τον ουρανό,
Θεέ μου! Τι απεραντοσύνη;
Πόσα άστρα!
Με έπιασε πανικός.

Από τότε ξέρω πως δεν θα προφτάσω.

 
Αναστάσιος - Παντελεήμων Λειβαδίτης (1922-1988) ποιητής.





Η λάντζα της ζωής


Ο θείος καπνίζει Sante άφιλτρο. Ο θείος πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα. Και καρκίνο του λάρυγγα. Και καρκίνο της γλώσσας. Ο θείος έχει πλούσιο μούσι με λίγες γκρίζες τρίχες. Ο θείος μπορεί να έχει σακατεμένο οργανισμό μα το πουλί του σπαρταράει. Αν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι θα κανόνιζε σίγουρα κάμποσες κοπελίτσες του αθηναϊκού κέντρου. Ο θείος είναι ανήμπορος. Πασαλείβει τη πιτζάμα του με γιαούρτι. Χέζεται πάνω του.
Ο Δημήτρης έχει το βαθμό του αρχικελευστή στο Πολεμικό Ναυτικό. Κάθε πρωί πηγαίνει στη μονάδα με το πενήντα κυβικών παπάκι του. Στο Δημήτρη δεν αρέσει να κυκλοφορεί με τη στολή. Ντύνεται στη δουλειά, κάθε μέρα στις 07:55 … ούτε λεπτό παραπάνω. Που και που κλέβει από τις αποθήκες ζάχαρη και ρύζι που προορίζονται για τους ναύτες. Στο μικρό γραφειάκι της υπηρεσίας του, ένα κλουβί από μπετόν και πλέξιγκλας, έχει μια τηλεόραση 16 ιντσών. Ο Δημήτρης βλέπει τούρκικες σαπουνόπερες, αγώνες ποδοσφαίρου, πρωινά μαγκαζίνο.
Η Γωγώ από τη Λούτσα είναι μαμά. Μαμά 25 ετών. Τούτη την ώρα κρατά με αγωνία το ακουστικό του τηλεφώνου της. Από στιγμή σε στιγμή θα βρίσκεται στον αέρα της αγαπημένης της εκπομπής. Η Γωγώ από τη Λούτσα σκέφτεται πως θα ακουστεί πιο ωραία αν συστηθεί στην ξανθιά παρουσιάστρια με το ψεύτικο μπούστο ως «Τζώρτζια από Αρτέμιδα». Η Γωγώ και όχι Τζώρτζια νόμισε πως με έναν γρήγορο γάμο και δυο παιδιά θα μοιάσει στην πετυχημένη ξανθιά παρουσιάστρια. Έπεσε έξω.
Εγώ διαβάζω. Το αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος είναι οι αγγελίες. Μη γελάς … αγγελίες! Κάθε αράδα και μια φωτογραφία της εποχής. Όλη η εφημερίδα κι ένας τόμος ιστορίας. Ζωντανό είδος, όχι λυρική ποίηση και μαλακίες!
«Ζητούνται Άτομα»
«Άτομα Άμεσα»
«Άτομα σοβαρά, υπεύθυνα και δραστήρια»
Ζούμε στη δικτατορία του ανώνυμου ατόμου. Ψάχνω εναγωνίως να βρω κάτι ή κάποιον που θα ζητά «Άτομα ασόβαρα, ανεύθυνα και οκνηρά» σαν εμένα και το θείο. Σαν το Δημήτρη και τη Γωγώ. Μια σπιθαμή ειλικρίνειας και αμεσότητας που θα λέει : «Μπάμπη ζητείσαι για να δουλέψεις. Μόλις πας 25 ετών θα σε διώξω και θα πάρω κάποιον άλλο Μπάμπη ή ίσως τον Αλέκο από την πάνω γειτονιά. Μισθός 300 ευρώ. Έλα που μου το σκέφτεσαι!».
Πέφτω τυχαία πάνω στη διαφήμιση της Clean-Robot. Είναι το πρώτο ρομποτικό σύστημα ξεσκονίσματος. Η κατασκευάστρια εταιρεία με μια λιτή διαφημιστική εξυπνάδα προωθεί το χάι-τεκ προϊόν : «Ξεσκονίζει το πάτωμα ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΣΑΣ έτσι ώστε εσείς να έχετε περισσότερο χρόνο να απολαμβάνετε τη ζωή!». Ο ανήμπορος θείος, ο Δημήτρης κι η Γωγώ θα σπεύσουν να το αγοράσουν. Εγώ ταξιδεύω. Μπαίνω σε κόσμους και χρόνους ταραγμένους, κυβερνοπάνκ πολιτείες, νεκροταφεία αυτοκινήτων, τεχνολογικές Χούντες. Οτιδήποτε άψυχο, κρύο και μεταλλικό θα επιβληθεί, θα κατακτήσει. Ρομπότ για όλες τις δουλειές θα καταργούν τις δουλειές, θα καταργούν τις αγγελίες. Κι εγώ, ο ανήμπορος θείος, ο αρχικελευστής Δημήτρης κι η Γωγώ από τη Λούτσα θα έχουμε περισσότερο χρόνο για να κάνουμε έρωτα ή για να αυτοκτονήσουμε. Ως τότε …
«Ζητείται λαντζιέρης».
Μερικοί άνθρωποι δεν γίνονται ποτέ λαντζιέρηδες. Μερικοί άνθρωποι προτιμούν να πεινάσουν. Έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Αχ και να ‘ξεραν πως καμιά φορά οι μεγαλύτερες ιδέες γεννιούνται την ώρα που πλένεις πιάτα.Τάσσομαι λαντζιέρης λοιπόν στη λάντζα της ζωής. Με πλύση πολεμώ την πλύση και το ξέπλυμα που πάνε να μας κάνουν.
«Γεια σας! Για την αγγελία τηλεφωνώ».



"Τα χέρια" Γιώργος Σεφέρης



Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο...

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.

Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,

μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.

Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια

καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.

Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης

τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν

κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο.






Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο - Χ Λ Μπόρχες

.
.
3. Δυστυχισμένοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί έτσι όπως ήταν πάνω στη γη θα είναι και κάτω απ' τη γη.
4. Δυστυχισμένοι όσοι θρηνούν, γιατί πια απέκτησαν τη θλιβερή συνήθεια του θρήνου.
5. Μακάριοι όσοι ξέρουν πως ο πόνος δεν είναι στεφάνι δόξας.
6. Δεν αρκεί να ‘σαι ο έσχατος για να γίνεις κάποια μέρα ο πρώτος.
7. Ευτυχισμένος όποιος δεν επιμένει πως έχει δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει ή έχουν όλοι.
8. Ευτυχισμένος όποιος συγχωρεί τους άλλους καθώς κι εκείνος που συγχωρεί τον ίδιο τον εαυτό του.
9. Ευλογημένοι οι ειρηνοποιοί, γιατί δε θα καταδεχτούν τη διχόνοια.
10. Ευλογημένοι όσοι δεν διψούν για δικαιοσύνη, επειδή ξέρουν πως η μοίρα μας, αντίδικη ή σπλαχνική, είναι έργο της τύχης, της ανεξιχνίαστης.
11. Ευλογημένοι οι ελεήμονες, γιατί η ευτυχία τους θα είναι να ελεούν κι όχι να περιμένουν την ανταπόδοση.
12. Ευλογημένοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί βλέπουν το Θεό.

13. Ευλογημένοι όσοι καταδιώκονται για χάρη του δίκιου, γιατί τους νοιάζει περισσότερο το δίκιο απ' ό,τι η ανθρώπινη μοίρα τους.
14. Κανείς δεν είναι το αλάτι της γης, μα και κανένας δεν υπάρχει που να μην ήταν σε κάποια στιγμή της ζωής του.
15. Ν' ανάβει το φως του λυχναριού κι ας μην το βλέπει κανένας. Θα το δει ο Θεός.
16. Δεν υπάρχει εντολή που να μην παραβαίνεται, ακόμα και αυτά που λέω, κι αυτά που λένε οι προφήτες.
17. Εκείνος που σκοτώνει κινημένος απ' το δίκιο, ή από κείνο που πιστεύει για δίκιο, δεν είναι ένοχος.
18. Οι ανθρώπινες πράξεις δεν αξίζουν ούτε για την κόλαση ούτε για τους ουρανούς.
19. Να μη μισείς τον εχθρό σου, γιατί αν το κάνεις, γίνεσαι κατά κάποιον τρόπο σκλάβος του. Το μίσος σου δε θα σε ικανοποιήσει περισσότερο απ' όσο η γαλήνη σου.
20. Αν σε βάλει σε πειρασμό το δεξί σου χέρι, συγχώρεσε το- είσαι και σώμα και ψυχή και είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθορίσεις το όρια που τα διαχωρίζει.
24. Να μη μεγαλοποιείς τη λατρεία της αλήθειας· δεν υπάρχει άνθρωπος που μέσα σε μια μονάχα μέρα, να μην είπε ψέματα φορές πολλές, έχοντας κάθε δίκιο.
25. Να μην ορκίζεσαι, γιατί ο όρκος είναι μονάχα έμφαση.

26. Να αντιστέκεσαι στο κακό, αλλά χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σ' αυτόν που θα σου χτυπήσει το δεξί μάγουλο, μπορείς να του γυρίσεις και το άλλο, φτάνει να μην είναι ο φόβος που σ' το γυρίζει.
27. Εγώ δε μιλώ ούτε για εκδίκηση, ούτε για συγγνώμη· η λησμονιά είναι η μόνη εκδίκηση και η μοναδική συγγνώμη.
28. Το να κάνεις καλό στον εχθρό σου, μπορεί να είναι πράξη δικαιοσύνης και δεν είναι δύσκολο: να τον αγαπάς όμως, δεν είναι πράξη ανθρώπου, αλλά πράξη αγγέλου.
29. Κάνοντας καλό στον εχθρό σου, έχεις βρει τον καλύτερο τρόπο να ικανοποιήσεις τη ματαιοδοξία σου.
30. Να μη μαζεύεις πλούτη εδώ στη γη, γιατί τα πλούτη γεννούν την απραξία, κι η απραξία τη θλίψη και την ανία.
31. Σκέψου ότι οι άλλοι είναι δίκαιοι, ή ότι θα μπορούσαν να είναι και πως, αν αυτό δεν ισχύει, το λάθος δεν είναι δικό σου.
32. Ο θεός είναι πιο γενναιόδωρος από τους ανθρώπους, και θα τους μετρήσει με άλλα μέτρα.
33. Δώσε τα άγια στα σκυλιά και ρίξε τα μαργαριτάρια σου στους χοίρους˙ αυτό που έχει σημασία είναι να δίνεις.
34. Ψάχνε, μόνο για να 'χεις τη χαρά να ψάχνεις και όχι για τη χαρά πως βρίσκεις...
35. Η πύλη είναι εκείνη που διαλέγει, όχι ο άνθρωπος.

36. Μην κρίνεις το δέντρο από τους καρπούς του, ούτε τον άνθρωπο από τα έργα του· μπορούσαν να 'ναι και καλύτερα ή χειρότερα.
41. Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα να 'τανε η άμμος πέτρα...
47. Ευτυχισμένος όποιος είναι φτωχός δίχως πίκρα και όποιος είναι πλούσιος δίχως αλαζονεία.
48. Ευτυχισμένοι οι γενναίοι, αυτοί που δέχονται με τον ίδιο τρόπο τη συμφορά ή τις δάφνες.
49. Ευτυχισμένοι όσοι συγκρατούν στη μνήμη τους λόγια του Βιργιλίου ή του Χριστού, γιατί τα λόγια αυτά θα φωτίζουν τη ζωή τους.
50. Ευτυχισμένοι όσοι αγαπιούνται κι όσοι αγαπούν κι όσοι μπορούν να ξεπεράσουν την αγάπη.
51. Ευτυχισμένοι οι ευτυχισμένοι.


Από το βιβλίο: 
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Δημήτρης Καλοκύρης, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2006




 Πηγή : e-keimena.gr 

"Το τελευταίο όνειρο της γριάς βελανιδιάς" Χανς Κρίστιαν Άντερσεν



Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξή­ντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυ­τός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες.

Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμα­στε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας. Ο χειμώ­νας είναι η νύχτα της – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπω­ρο.

Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυ­χισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανι­διάς.

Και τότε η Βελανιδιά έλεγε: «Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!» «Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. «’Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένο!» ,«’Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χά­νονται!» «Χάνονται!» είπε το Εφήμερο.

«Τι θα πει χάνο­νται; Χάνεσαι κι εσύ;» «’Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέ­ρες, και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες επο­χές. Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις».

«’Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω κι εσένα. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κι εγώ χιλιάδες στιγμές για να 'μαι χαρούμενο κι ευτυχι­σμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;» «’Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ' όσο μπορώ να λογαριάσω. «Τότε λοιπόν η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που εμείς τη μετράμε διαφορετικά».

Και το Εφήμερο χόρευε και πετούσε στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του -όλο τούλι και βελούδο- και χαιρόταν τον ήλιο, και χαιρόταν τη μυ­ρωμένη αύρα, φορτωμένη από τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλου­διών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας.

Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικρό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο. Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορ­φη, γεμάτη χαρά και Γλυκύτητα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια μακάρια κούραση από όλη αυτή τη χαρά και την ευτυχία.

Τα ντελικάτα φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κου­νούσε το κεφαλάκι της σαν ν' αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε. «Καημένο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά. «Τι σύντομη που ήταν η ζωή του!»

Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος ύπνος. Γενιές ολόκληρες Εφήµερα περνούσαν και όλα έ­νιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά. Η Βελα­νιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το µεσηµέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της σίµωνε γοργά. Ο χειµώνας έφτανε.

Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. Τα φύλλα της έπεφταν ένα ένα. «Θα σε κουνήσουµε και θα σε νανουρίσουµε! Κοιµήσου, κοιµήσου! Σου τραγουδάµε για να κοι­µηθείς, σε κουνάµε για να κοιµηθείς, µα τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, στ' αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση!

Κοιµήσου γλυκά, κοιµήσου ήσυχα! Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέµπτη νύχτα σου. Είσαι ακόµα πολύ νέα! Κοιµήσου γλυκά, κοι­µήσου ευτυχισµένα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώµα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!»

Και η Βελανιδιά, γυµνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιµη ν' αποκοιµηθεί για τη χειµωνιάτικη νύχτα της, και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετι­κά µε κάτι που της είχε συµβεί, όπως ακριβώς κι εµείς οι άνθρωποι. Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή µικρού­λα – η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι.

Τώρα -όπως λέµε εµείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της. Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όµορφο δένδρο µέσα στο δάσος. Η κορφή της πύργωνε πολύ ψηλότερα απ' όλα τα άλλα δένδρα και φαινό­ταν µακριά από το πέλαγος, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σηµάδι.

Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα µάτια έψαχναν µε λαχτάρα να το ξεχω­ρίσουν. Ψηλά ψηλά στα κλαδιά της έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκό­ταν εκεί για να πει το τραγούδι του.

Το φθινόπω­ρο, τότε που τα φύλλα της έµοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το µα­κρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μα τώρα ήταν χειµώνας και το δένδρο απόµενε γυµνό από φύλλα, κι όλοι µπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωµένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνο­νταν στον ουρανό.

Κουρούνες και κοράκια κούρ­νιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχηµη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειµώνα. Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυµαστό της όνειρο.

Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσι­µη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καµπά­νες να σηµαίνουν στις γύρω εκκλησιές. Κι όµως, του φαινόταν πως ήταν µια όµορφη, χλιαρή, καλο­καιριάτικη µέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καµάρω­ναν µε τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο αέρας µοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλου­διών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούµε­νες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του.

Τα Εφήµε­ρα χόρευαν, λες κι ο κόσµος όλος είχε πλαστεί µόνο και µόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα. Όλα όσα είχε δει κι ακούσει χρόνια και χρόνια το δένδρο, όλα όσα είχαν συµβεί κοντά του, άρχισαν να περνούν µπροστά του σε µια γιορταστική παρέ­λαση.

Είδε τους ιππότες του παλιού καιρού, καβά­λα στα ευγενικά άλογά τους, µε τα φτερά στα καπέ­λα και τα γεράκια στους ώµους, να συντροφεύουν όµορφες αρχόντισσες. Άκουσε πάλι το κυνηγετικό βούκινο και τα λαγωνικά που αλυχτούσαν.

Είδε πολεµιστές του εχθρού, µε χρωµατιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια µυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανα σηκώνουν. Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιµήθηκαν στη σκιά του δένδρου.

Είδε αγαπηµένους να έρχονται, ευτυχισµένοι, µε το φεγγαρόφωτο, και να σκαλί­ζ0υν τα ονόµατά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορµού του. Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούµενοι τσιγγάνοι είχαν κρεµάσει στα χαµηλότερα κλαδιά του φλο­γέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή µουσική τους.

Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταί­ρια τους, σαν να ξεχείλιζαν από ευτυχία, και ο κού­κος µετρούσε, µε το µονότονο λάληµά του, πόσα όµορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόµα το δένδρο. Ύστερα του φάνηκε πως µια καινούργια ζωή κυ­λούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου.
Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόµα και το χώµα γύρω τους είχε πάρει ζωή. Πληµµύρισε καινούργια δύναµη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόµα περισσότερο και ο χυµός του κυ­κλοφορούσε ακόµα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δένδρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια µέρα θα έφτανε ως τον ζεστό, λαµπρό ήλιο.

Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα, που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν µε­γάλοι κάτασπροι κύκνοι. Και κάθε φύλλο του δέν­δρου έβλεπε τώρα, σαν να' χε δικά του µάτια. Τ' αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο µεγάλα.

Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα µάτια και θύ­µισαν στη Βελανιδιά γνώριµα µάτια παιδιάστικα, Που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της. Ήταν ένα θέαµα εξαίσιο, πληµµυρισµένο από χαρά και ευτυχία.

Κι όµως, µέσα σ' όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε µια θλίψη, ένα θερµό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα του δάσους -µι­κρά και µεγάλα- όλους τους θάµνους, ακόµα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να µπορέ­σουν να δουν αυτό το µεγαλείο και την οµορφιά. Πώς να είναι ευτυχισµένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους µι­κρούς και µεγάλους;

Κι αυτός ο πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέµει και να χτυπάει γοργά. Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέµιζε και ταραζό­ταν, σαν να έφαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαµήλω­νε. Τότε ένιωθε τη µοσχοβολιά από το θυµάρι και τη µεθυστική ευωδιά των κρίνων και των µενεξέ­δων, και νόµιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε.

Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν' ανεβαίνουν κοντά της. Οι θάµνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκεί­να και µάλιστα µερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτά­σουν πιο σύντοµα.

Πιο γρήγορη απ' όλα ήταν η ση­µίδα. Ο λεπτός κορµός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέµιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σηµαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν µέσα σ' έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ' το κελάδηµα των πουλιών.

Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν µεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτε­ρούγες τους µε τα µακριά τους πόδια. Οι µαγιάτι­κες µέλισσες βούιζαν, οι χρυσόµυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε µε τη δική του, ξεχωριστή φωνή. Όλα ήταν τραγούδι και χαρούµενος αχός στον τετράψηλο ουρανό.

«Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταµιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. «Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η µαργαρίτα;» Η καηµένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της. «Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!»» άκουσε χαρούµενες φωνούλες.

«Και το όµορφο θυµάρι του περασµένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά µε τα όµορφα λουλούδια της; Και όλη η οµορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο – δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»» «Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα.

«Μα είναι θαυµάσια!» φώναξε χαρούµενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω µου, µικρούς και µεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»» «Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!»» άκουσε την απόκριση στον αέρα.

Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη. «Σωστά!»» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ' όλα. Τώρα πια τίποτα δεν µε κρατάει! Τώρα µπορώ να πετάξω ακόµα πιο ψηλά στη δόξα και στο φως! Και όλοι µου οι αγαπηµένοι -µικροί και µεγάλοι- είναι µαζί µου, όλοι, όλοι!»

Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, µια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραµονής. Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύµατα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε µέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγµή που ένιωθε και στ' όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώµα. Έπεσε.

Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ηµέρα του µικρού Εφήµερου. Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε. Απ' όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καµπάνες και απ' όλη τη γη, ακόµα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωµούς των Δρυίδων, τις µέρες της ευχαριστίας.

Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά σιγά, κι ένα µεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι. «Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί. «Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα»».

Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής. Και πάνω απ' τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί.

Μ' αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους ν' ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.



Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Μενέλαος Λουντέμης


Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει...

«... Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι;
Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων...»
«Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ' ένα έρημο δάσος...
Αν δεν τ' ακούσει κανείς.. είναι κελάηδηγμα;
Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;
Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ' αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι' αγάπη!... Τα μωρά ξέρουν περσσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα».
Ένας βαρκάρης θ' αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη.
Μα είναι; Ποιος να του το πει;
Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις.
Σε καίει... Σε λιώνει... Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.
Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!
Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει.
Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ' όνομά της.
Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις...
Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες... θα 'χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος.
Θα 'χεις φρικτά ασκημίσει.
Αληθεια... αυτό είναι η αγάπη;
Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει...


Απόσπασμα, Μενέλαος Λουντέμης - «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα»






Τα νέα της Πέλλας (Τεύχος 5ο).













ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...