Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν εικοσιπέντε μολυβένια στρατιωτάκια. Ήταν αδέρφια, γιατί προέρχονταν όλα από μια παλιά κουτάλα.
Είχαν όλα τους τις λόγχες τους στον ώμο, σε στάση προσοχής και κοίταζαν εμπρός. Οι στολές τους ήταν πολύ κομψές - κόκκινο και μπλε - και ήταν υπέροχες.
Το πρώτο πράγμα που άκουσαν στον κόσμο, όταν το καπάκι από το κουτί που βρίσκονταν απομακρύνθηκε, ήταν οι λέξεις «Μολυβένια στρατιωτάκια!»
Αυτές οι λέξεις είχαν ειπωθεί από ένα μικρό αγόρι, που χτύπησε τα χέρια του από χαρά. Τα στρατιωτάκια του είχαν δοθεί γιατί ήταν τα γενέθλιά του, και τώρα τα τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι.
Το κάθε ένα ήταν ολόιδιο με τα υπόλοιπα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, εκτός από ένα που είχε μόνο ένα πόδι. Είχε τοποθετηθεί στο καλούπι τελευταίο, και δεν υπήρχε αρκετό μολύβι για να ολοκληρωθεί· αλλά στεκόταν τόσο περήφανα πάνω στο ένα του πόδι, όσο και τα υπόλοιπα στα δυο τους, και ήταν αυτός που θα είχε την πιο αξιόλογη τύχη.
Πάνω στο τραπέζι που τα μολυβένια στρατιωτάκια είχαν τοποθετηθεί υπήρχαν πολλά ακόμη παιχνίδια, αλλά αυτό που τραβούσε πιο πολύ την προσοχή ήταν ένα όμορφο μικρό χάρτινο κάστρο. Μέσα από τα μικροσκοπικά του παράθυρα μπορούσες να δεις κατευθείαν στην σάλα. Μπροστά από το κάστρο υπήρχαν μικρά δέντρα, που σχημάτιζαν μια ομάδα γύρω από έναν μικρό καθρέφτη, ο οποίος υποτίθεται πως ήταν μια διάφανη λίμνη. Κύκνοι φτιαγμένοι από κερί κολυμπούσαν στην επιφάνεια της λίμνης, και αυτή αντικατόπτριζε την εικόνα τους.
Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα, αλλά ομορφότερη από όλα ήταν μια μικρή κυρία που στέκονταν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου. Ήταν κι αυτή φτιαγμένη από χαρτί, αλλά φόραγε ένα φόρεμα από πανέμορφο τούλι και μια φαρδιά γαλάζια κορδέλα γύρω από τους ώμους της, σαν ένα μαντήλι, γιατί ήταν χορεύτρια, και μετά σήκωσε το ένα της πόδι τόσο ψηλά που ο στρατιώτης σχεδόν το έχασε από τα μάτια του. Νόμιζε πως, όπως κι αυτός, είχε κι αυτή μόνο ένα πόδι.
«Αυτή θα ήταν η κατάλληλα σύζυγος για μένα,» σκέφτηκε ο στρατιώτης, «αν δεν ήταν τόσο σπουδαία. Αλλά ζει σε ένα κάστρο, ενώ εγώ έχω μόνο ένα κουτί, και υπάρχουν εικοσιπέντε από μας μέσα σε αυτό. Δεν υπάρχει χώρος για μια κυρία. Μα και πάλι, θα ήθελα πολύ να την γνωρίσω.» Μια ταμπακιέρα έτυχε να βρίσκεται πάνω στο τραπέζι, ακριβώς πίσω από τον στρατιώτη και από εκεί μπορούσε εύκολα να δει την ντελικάτη μικρή κυρία, που ακόμη στέκονταν στο ένα πόδι χωρίς να χάνει την ισορροπία της.
Όταν ήρθε το βράδυ όλα τα άλλα στρατιωτάκια τοποθετήθηκαν πίσω στο κουτί τους, και οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο. Τώρα ήταν οι σειρά των παιχνιδιών να παίξουν μόνα τους. Έκαναν επισκέψεις το ένα στο άλλο,πολέμησαν σε μάχες και έπαιξαν με τις μπάλες. Τα μολυβένια στρατιωτάκια φλυαρούσα μέσα στο κουτί τους, και εύχονταν να βρίσκονταν με τα υπόλοιπα παιχνίδια, αλλά δεν μπορούσα να σηκώσουν το καπάκι. Οι καρυοθραύστες έκαναν τούμπες και το μολύβι χοροπηδούσε πέρα δώθε με τον πιο αστείο τρόπο. Έκαναν τόσο σαματά που ξύπνησαν το καναρίνι και άρχισε να μιλά μαζί τους. Οι μόνοι που έμειναν στην θέση τους ήταν οι μολυβένιοι στρατιώτες και η μικρή χορεύτρια.Στεκόταν στις μύτες του ποδιού της και με τα χέρια τεντωμένα, και ο στρατιώτης μας δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Το ρολόι χτύπησε δώδεκα- κρααακ! Μεμιάς άνοιξε το καπάκι της ταμπακιέρας. Όμως δεν είχε καπνό μέσα αλλά ένα μικρό μαύρο ξωτικό. Βλέπετε δεν ήταν αληθινή ταμπακιέρα αλλά ένα κουτί φάρσας.
«Μολυβένιε στρατιώτη,» είπε το ξωτικό, «κράτα τα μάτια σου για τον εαυτό σου. Μην κοιτάζεις αυτό που δεν σε αφορά!»
Αλλά ο στρατιώτης προσποιήθηκε πως δεν το άκουσε.
«Καλά, λοιπόν, περίμενε μέχρι αύριο,» παρατήρησε το ξωτικό.
Το επόμενο πρωί, όταν τα παιδιά σηκώθηκαν, ο στρατιώτης ήταν τοποθετημένος στο περβάζι του παραθύρου, και, είτε το έκανε το ξωτικό,είτε ο άνεμος, ξαφνικά άνοιξε το παράθυρο και ο στρατιώτης έπεσε μεμιάς από τον τρίτο όροφο εκείνου του κτιρίου. Ήταν μια τρομαχτική πτώση! Ξανά και ξανά στριφογυρνούσε καθώς έπεφτε, ώσπου στο τέλος έφτασε στην γη, όπου το καπέλο του και η λόγχη του καρφώθηκαν στο πεζοδρόμιο, ενώ το μοναδικό του πόδι ήταν προς τα πάνω.
Ο υπηρέτης και το μικρό αγόρι έτρεξαν αμέσως κάτω να τον ψάξουν, μα, αν και πέρασαν σχεδόν δίπλα του, δεν κατάφεραν να τον βρουν. Αν ο στρατιώτης είχε φωνάξει έστω και μια φορά « Εδώ είμαι!» θα τον είχαν ακούσει εύκολα, αλλά δεν ήθελα να φωνάξει για βοήθεια μιας και ήταν περήφανος στρατιώτης με στολή.
Τότε άρχισε να βρέχει· πιο γρήγορα και πιο γρήγορα έπεφταν οι στάλες, μέχρι που μετατράπηκε σε καταιγίδα· και όταν αυτή πια σταμάτησε δυο αγόρια του δρόμου εμφανίστηκαν.
«Κοίτα,» είπε το ένα, «ένας στρατιώτης. Πρέπει να τον βάλουμε να σαλπάρει με το πλοίο.»
Έτσι, έφτιαξαν ένα πλοίο από μια παλιά εφημερίδα και έβαλαν τον μολυβένιο στρατιώτη στο κέντρο του, και σάλπαραν το πλοίο στο αυλάκι του δρόμου, ενώ έτρεχαν δίπλα του, χτυπώντας τα χέρια τους.
Θεούλη μου! Πως χτυπούσαν τα κύματα το χάρτινο καράβι, και πόσο γρήγορα το παράσερνε το ρεύμα! Ο μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να ζαλίζεται, το καράβι στριφογύριζε τόσο γρήγορα· μα και πάλι δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι, και κοίταζε ευθεία μπροστά κρατώντας την λόγχη του σταθερά.
Σε μια στιγμή το καράβι χάθηκε μέσα στον υπόνομο, και ήταν τόσο σκοτεινά όπως και όταν βρίσκονταν μέσα στο κουτί του, στο σπίτι. «Πού πηγαίνω τώρα;» σκέφτηκε. «Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι δουλεία του ξωτικού. Αχ! Να ήταν μαζί μου και η μικρή κυρία εδώ στο καράβι, δεν θα με ένοιαζε κι ας ήταν ακόμη πιο σκοτεινά.»
Και τότε, ένας πελώριος αρουραίος που ζούσε μέσα στον υπόνομο, πετάχτηκε ξαφνικά.
«Έχεις διαβατήριο;» ρώτησε ο αρουραίος. «Πού είναι το διαβατήριο σου;»
Μα ο μολυβένιος στρατιώτης δεν μίλησε, παρά μόνο κράτησε την λόγχη του ακόμη πιο σφιχτά.
Το καράβι συνέχισε να πλέει, αλλά ο αρουραίος το ακολούθησε. Πωπώ! Πως έτριζε τα δόντια του και φώναζε στα ραβδιά και στα καλάμια: «σταματήστε τον! Σταματήστε τον! Δεν πλήρωσε για να μπει! Δεν μου έδειξε ούτε διαβατήριο!»
Αλλά το ρεύμα έγινε πιο δυνατό και ακόμη πιο δυνατό. Ήδη ο στρατιώτης μπορούσε να δει το φως της ημέρας εκεί που το τούνελ τελείωνε· αλλά την ίδια στιγμή άκουσε ένα βίαιο και ορμητικό βουητό, που στο άκουσμα του ακόμη και ένας τολμηρός άντρας θα έτρεμε. Σκεφτείτε! Ακριβώς εκεί που τελείωνε το τούνελ, ο υπόνομος γινόταν πιο φαρδύς και έπεφτε το νερό με ορμή στο στόμα ενός άλλου υπονόμου. Ήταν τόσο επικίνδυνο για τον στρατιώτη, όσο θα ήταν για μας το να πλεύσουμε κατευθείαν σε έναν πελώριο καταρράκτη.
Ήταν τώρα τόσο κοντά στο τέλος του τούνελ που δεν μπορούσε να σταματήσει. Το καράβι τινάχτηκε μπροστά και ο στρατιώτης κρατήθηκε όσο πιο γερά μπορούσε, χωρίς όμως να δώσει την εντύπωση ότι κουνήθηκε καν. Τρεις ή τέσσερις φορές το καράβι στριφογύρισε· ήταν γεμάτο νερό και σίγουρα θα βυθιζόταν.
Το νερό έφτανε μέχρι τον λαιμό του στρατιώτη· όλο και πιο βαθιά το καράβι βυθιζόταν, όλο και πιο μαλακό γινόταν το χαρτί· και τότε το νερό σκέπασε το κεφάλι του στρατιώτη. Σκέφτηκε την όμορφη μικρή χορεύτρια, την οποία δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά, και στ’ αυτιά του ήχησαν οι στίχοι ενός τραγουδιού:
Άγρια περιπέτεια, θανατηφόρος κίνδυνος, πήρες την μερίδα σου γενναίε ξένε.
Το χάρτινο καράβι χωρίστηκε στα δυο, και ο στρατιώτης ήταν έτοιμος να βυθιστεί, όταν τον κατάπιε ένα μεγάλο ψάρι.
Ω, πόσο σκοτεινά ήταν! Πιο σκοτεινά κι απ’ τον υπόνομο, και τόσο στενά· αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης μας δεν έχασε το κουράγιο του· έμεινε εκεί ξαπλωμένος, κρατώντας γερά την λόγχη του, όπως πάντα.
Το ψάρι κολύμπησε εδώ κι εκεί, γυρνώντας και στρίβοντας και κάνοντας τις πιο περίεργες κινήσεις, ώσπου έμεινε εντελώς ακίνητο.
Μια ακτίνα φωτός έφτασε μέχρι αυτόν και μια φωνή είπε,«Μολυβένιε στρατιώτη!» Το ψάρι είχε πιαστεί, είχε σταλεί στην αγορά, πουλήθηκε,αγοράστηκε και μεταφέρθηκε στην κουζίνα, όπου η μαγείρισσα έκοψε με το μαχαίρι την κοιλιά του ψαριού. Άρπαξε τον στρατιώτη και τον πήγε στο σαλόνι όπου η οικογένεια καθόταν, και ήταν όλοι ανυπόμονοι να δουν τον τολμηρό άνδρα που ταξίδεψε στο στόμα του ψαριού· αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης παρέμεινε ακίνητος.Δεν ήταν και τόσο περήφανος.
Τον τοποθέτησαν πάνω στο τραπέζι. Αλά πως γίνεται κάτι τόσο περίεργο να συμβεί; Ο στρατιώτης ήταν μέσα στο ίδιο εκείνο δωμάτιο που είχε βρεθεί ξανά. Είδε τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια στέκονταν μαζί του στο τραπέζι, και ανάμεσα τους και η όμορφη χορεύτρια, που ακόμη στέκονταν στο ένα πόδι. Ήταν κι εκείνη ακίνητη και σταθερή. Αυτό άγγιξε την καρδιά του στρατιώτη. Θα μπορούσε μέχρι και να κλάψει αλλά αυτό δεν θα ήταν σωστό. Την κοίταξε, αυτή κοίταξε αυτόν αλλά δεν αντάλλαξαν λέξη.
Και τότε ένα από τα μικρά παιδιά άρπαξε τον στρατιώτη και τον πέταξε μέσα στο τζάκι. Δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει αυτό, αλλά χωρίς αμφιβολία το ξωτικό της ταμπακιέρας είχε κάποια σχέση με αυτό.
Ο μολυβένιος στρατιώτης στέκονταν μέσα σε μια κόκκινη φλόγα. Η ζέστη που ένιωθε ήταν απίστευτη, αλλά δεν ήξερε αν ήταν εξαιτίας της φωτιάς ή εξαιτίας της αγάπης στην καρδιά του. Είδε πως τα χρώματα της στολής του είχαν ξεβάψει αλλά αν ήταν από το ταξίδι του ή από την θλίψη του, κανένας δεν μπορούσε να πει. Κοίταξε την μικρή χορεύτρια, τον κοίταξε κι αυτή και ένιωσε να λιώνει· όμως και πάλι έμεινε ευθυτενής όπως πάντα, με την λόγχη του στον ώμο. Και τότε ξαφνικά η πόρτα άνοιξε· ο άνεμος έπιασε την χορεύτρια και την οδήγησε κατευθείαν μέσα στο τζάκι μαζί με τον μολυβένιο στρατιώτη, την έπιασε μια φλόγα, και εξαφανίστηκε!
Ο μολυβένιος στρατιώτης έλιωσε κι έγινε ένας σβώλος· και μέσα στις στάχτες η υπηρέτρια την επόμενη μέρα τον βρήκε, στο σχήμα μιας μικρής μολυβένιας καρδιάς, ενώ από την χορεύτρια δεν είχε μείνει τίποτα πια.