Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ - ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ


ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΠΕΦΤΑΝΕ

Τα δέντρα σιγά, σιγά έμεναν γυμνά, τα φύλλα τους, που τόσο χαρωπά σκιάζαν την αυλή, πέφτανε, σωριάζονταν χάμω σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο χειμώνας είχε έρθει, και η αυλή του μικρού μαγαζιού άρχισε να χάνει τη χαρά της. Το κάθε φύλλο πούπεφτε απ΄ τα δέντρα της, ήταν ένα κομμάτι της χαράς της, που χανόταν. Όλα σκυθρωπά γινόντουσαν.
Αλλά μόνο κείνος ο γέρο κάπελας, χοντρός, στρογγυλός, έμενε πάντα ο ίδιος, γελαστός και σα νάχε την άνοιξη πάντα στο πρόσωπό του. Έτρεχε, έτοιμος, μ΄ όλα τα γερατιά του, σε κάθε προσταγή.
Κάθε μέρα είμαστε εκεί. Στην αυλή, όταν πρασίνιζαν τα δέντρα, και σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, όταν άρχιζε να φυσά ο βοριάς, που σάρωνε τα φύλλα και άφηνε τα δέντρα γυμνά. Και είμεθα, οι περισσότεροι, χτυπημένοι απ΄ την τύχη, αφού μας είχε δροσίσει λιγάκι, ή για κάμποσον καιρό...
Άσπρες τρίχες στόλιζαν τα μαύρα, ή καστανά μαλλιά μας, και γραμμές, οι γραμμές του χρόνου, μα και του πόνου, χάραζαν το καθαρό άλλοτε, πρόσωπό μας. Ο χειμώνας είχε έρθει και σε μας. Αλλ΄ η άνοιξη; Τι λέω!... Αλίμονο... Έχουν τα φύλλα, που πέφτουν, άνοιξη;
Εκεί μέσα στο δωματιάκι μιλούσαμε και πίναμε. Και τις περισσότερες φορές λέγαμε για τα περασμένα. Μα και τι άλλο να λέγαμε; Τα φύλλα, που πέφτουν απ΄ τα δέντρα, αν μπορούσανε να μιλήσουν, ή αν αισθανόντουσαν και μιλούσαν, τι θα λέγανε μεταξύ τους; Δε θα λέγανε, πως ήτανε ψηλά εκεί, καθαρά, πράσινα, πως άκουγαν κ΄ έβλεπαν τα πουλιά να κελαϊδούν, και κοίταζαν τον κόσμο περιφρονητικά που κάτω περνούσε; Δε θα λέγανε πώς παίζανε μεταξύ τους σε κάθε δροσερή πνοή, και αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν μανιακά, όταν τα κινούσε ο θερμός του καλοκαιριού άνεμος;
Ένα βράδυ που έξω φυσούσε, βούιζε ο βοριάς, εμείς μέσα κει στο δωματιάκι, μιλούσαμε και πίναμε. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Πάλι όμως, σε λίγο, πέσαμε στα περασμένα. Α, πολλά απ΄ αυτά τα ’ξερα απέξω κι ανακατωτά, όπως τα παιδιά λένε.
Αυτή τη βραδιά όμως, ακούσαμε κι ένα νέο, μια νέα ιστορία απ΄ το Μίγκα.
— Σας έχω πει που μια φορά, πήγα να κλέψω, αρπάξω κάτι να το βγάλω με τη βία; μας είπε.
— Ποτέ!
— Συ να κλέψεις;...
— Θα ήμουν, άρχισε αυτός, δεκατεσσάρων χρονών. Ευτυχισμένη εποχή;... Πάψε, γέρο Πάγκα... Ήθελες, λες, να ξαναγινόσουν πάλι; Ίσως όμως συ να ’χεις δίκαιο, να θέλεις να ξανακάνεις τον ίδιο δρόμο! Εγώ όμως όχι... Όταν γυρίζω και τον κοιτάζω, τρομάζω...
Ήμουν λοιπόν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων παιδί όταν πήγα να κάνω αυτό που σας είπα. Λίγη προσοχή τώρα, γιατί αρχίζει η ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι είχαμε δηλαδή, παύσεις και ήμουν όλο χαρά, γιατί δε βρισκόμουνα φυλακισμένος στο βρωμοσκολείο. Κάθε βράδυ γύριζα δω και κει, πήγαινα στα θεατράκια και περνούσα ευχάριστες ώρες. Ένα όμως θεατράκι σε μια πλατεία με τράβηξε στο τέλος και δεν ξεκολλούσα.
Σ΄ αυτό το θεατράκι έπαιζαν παντομίμες κι έκαναν κάποτε και διάφορα γυμνάσματα, σήκωναν βάρη. Ήταν ξένος θίασος. Αλλά δε με τράβηξε το καλό παίξιμό τους, οι καλές παραστάσεις τους, αλλά μια γυναίκα όμορφη, θεία μορφή και σώμα, που υπήρχε μέσα στο θίασο. Έκανε αυτή, πάντα την κόρη, που κλέβουν, την ερωτευμένη, και ο παλιάτσος τής έδινε κάποτε κάμποσες ξυλιές. Εγώ, πάει!... όταν την έβλεπα, μαγευόμουνα, χανόμουνα! Πώς ήθελα νάμουν ο εραστής, που την έσερνε από το χέρι να φύγουν, και ακόμα ήθελα νάμουν ο παλιάτσος που τους κυνηγούσε και όταν τους έπιανε, αφού πρώτα χτυπούσε μ΄ όλη του τη δύναμη τον εραστή, έδινε και σ΄ αυτή ελαφρές ξυλιές.
Και βρισκόμουν εκεί, στο θεατράκι, πριν αρχίσει... Τι λέω; Νωρίς πολύ πήγαινα, όταν ήταν ακόμη μέρα. Μα μπορούσα να κάνω αλλιώς, που όλο αυτή είχα στο νου μου; Όταν έτρωγα, δάγκανα τα χείλια μου, γιατί εκεί στο φαΐ δεν υπήρχε ο νους μου, όταν περπατούσε πήγαιναν να με πατήσουν τ’ αμάξια, και μάλιστα, ένα μια φορά μ΄ έριξε χάμω. Έρωτας ήταν αυτός! Τι αναστενάζετε; Παύτε... Πάει για μας, δεν πρέπει να υπάρχει. Εμείς δε θα δούμε πια το πουλί να κελαηδεί κοντά μας...
Λοιπόν. Μια μέρα πήγα μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Αφού γύρισα απέξω απ΄ το θεατράκι, μπήκα στο καφενείο του θεάτρου, που υπήρχε δίπλα, για να πιω ένα νερό. Ο διευθυντής του ήτανε φίλος του πατέρα μου, κι είχα το θάρρος. Στεκόμουνα ακόμα στον πάγκο, θυμούμαι, όταν ξαφνικά τάχασα, θαμπώθηκα, σα να με χτύπησε η εμφάνιση ήλου. Μες στον καθρέφτη είδα εκείνη, την είδα να ’ρχεται. Γύρισα ταραγμένος. Φορούσε ένα κόκκινο πολκάκι. Τι ωραία που ήταν! Φαίνεται πως παρατήρησε την ταραχή μου, πώς την κοίταξα, γιατί με κοίταξε καλά καλά. Αυτό μου έλειπε! Πάει, είχα ζουρλαθεί...
Το βράδυ κείνο ο θίασος έκανε και διάφορα γυμνάσματα, τούμπες και τα λοιπά. Και βγήκε και κείνη ντυμένη μάλιες, ή με στολή ακροβάτη. Δυσαρεστήθηκα, μα την αλήθεια, που την είδα έτσι, όχι ότι δεν της πήγαιναν, ήταν ουρανία, αλλά δεν ήθελα να την έβλεπε και ο κόσμος. Αν μπορούσα θάβγαζα όλων τα μάτια...
Και μάλιστα, άκουσα και κάποιον, που ήταν κοντά μου, να λέει;
— Μωρέ μπούτια...
Τον ήξερα αυτόν που τόπε. Ήταν ο χασάπης της γειτονιάς μου, ένας κοντός, μαυριδερός, κατσαρομάλλης.
Πόσο με πείραξε! Και μου ’κανε κακό και η λέξη που μεταχειρίστηκε, σα να επρόκειτο για μπούτια προβάτου ή μοσχαριού. Εγώ τα ’ξερα αλλιώς...
Ήτανε μαρτύριο αυτό το βράδυ για μένα. Ύστερα όμως άμα τελείωσε, έπλαθα όνειρα γλυκά...
Αλλά πέρασε το καλοκαίρι. Ο ουρανός μια μέρα γέμισε σύννεφα, και σε όχι πολύ, βροχή έλουσε την πόλη με κεραυνούς. Είχε έρθει ή ερχόταν ο χειμώνας κι έμπαινε πανηγυρικά.
Το βράδυ κείνο το θέατρο δεν άνοιξε. Άνεμος φυσούσε ψυχρός. Την άλλη μέρα το ίδιο. Ψύχρα ξαφνικιά είχε έρθει. Το θεατράκι έκλεισε.
Πήγαινα σχολείο, αλλά πάντα το θεατράκι ήταν στο νου μου.
Ένα πρωί εορτής, είχα βγει έξω και γύριζα. Ξαφνικά ακούω μουσική πένθιμη. Ήταν κηδεία. Η μουσική μ΄ έσυρε και πήγα. Αλλ΄ είδα αντί στρατιωτική μουσική, πολίτες μουσικούς, και μαζί ανθρώπους του θιάσου εκείνου ν’ ακολουθούνε.
Ρώτησα ποιος ήταν ο νεκρός, γιατί η κάσα ήταν σκεπασμένη. Κι έμαθα. Είχε πεθάνει εκείνη...
Ακολούθησα κι εγώ την κηδεία, όχι για τη μουσική, αλλά σαν άνθρωπος που ακολουθά αγαπημένο του νεκρό, χτυπημένος τρομερά απ΄ το δυστύχημα...
Το βράδυ, πριν πλαγιάσω, γονάτισα και προσευχήθηκα για την ψυχή της. Αυτό άρχισα να το κάνω τακτικά.
Την Κυριακή πήγα και στο νεκροταφείο. Δεν άργησα να βρω το μνήμα της. Το όνομά της ήταν γραμμένο με ξενικά γράμματα. Αλλά πάνω στο σταυρό υπήρχε και η φωτογραφία της. Πώς στάθηκα και την κοίταξα. Και πού να φύγω... Η ώρα περνούσε κι εγώ εκεί, να την κοιτάζω και να παραμιλώ... Είχα όμως, κάποτε, και το νου μου να μη με βλέπουν.
Και στο νεκροταφείο υπήρχε μια ησυχία μεγάλη, μια σιωπή, και μόνον ένας χτύπος μακρινός, αλλά ρυθμικός σχεδόν, ακουγόταν, ή έπεφτε, σ΄ αυτή. Κάποιον είχα διακρίνει να σκάβει, πέρα κει, μέσα στο πλήθος των σταυρών.
Απ΄ εκεί μ΄ έδιωξε η εμφάνιση μιας κηδείας, που ερχότανε με ξεφωνητά. Έφυγα γρήγορα, χάθηκα μες στα δέντρα, ζητώντας την έξοδο.
Περάσανε μέρες.
Ένα βράδυ κάτι μου βάλθηκε στο νου μου. Να πάω να κλέψω τη φωτογραφία, να την βγάλω απ’ το σταυρό και να την πάρω...
Και το πρωί, αντί να πάω στο σχολείο, τράβηξα για το νεκροταφείο. Είχα πάρει μαζί μου ένα σουγιά κι ένα σίδερο, που νόμισα, πως ήταν κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά.
Φυσούσε άνεμος αυτή τη φορά, δυνατός, ο ουρανός συννεφιασμένος και σταγόνες πέφτανε κάποτε.
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Και μόνο απ’ έξω απάντησα πολλούς, που φεύγανε από κηδεία.
Προχωρούσα σα σωστός κλέφτης. Κανείς. Τα δέντρα κουνιόντουσαν, βούιζαν και οι σταυροί... Οι σταγόνες απ΄ τα θολά σύννεφα περισσότερες πέφτανε.
Πλησίασα έχοντας έτοιμο το σουγιά και το σίδερο. Αλλά καθώς αντίκρισα, το σταυρό, έμεινα, μαρμαρώθηκα... Η φωτογραφία δεν υπήρχε πια εκεί... Η κορνίζα χαλασμένη μ΄ ένα κομμάτι γυαλί πάνω... Άλλος... άλλος την είχε βγάλει, άλλος μου την έκλεψε...-


ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ.
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 80-85.

Οι ράγες κυλούν παράλληλα


Χειμώνας του ’50

O Δόκτωρ  Ρόνσκι και η φθαρμένη δερμάτινη βαλίτσα του  επιβιβάστηκαν στο τρένο. Τους τελευταίους τρεις χειμώνες επισκεπτόταν τακτικά τη γειτονική πρωτεύουσα, για το ψυχιατρικό συνέδριο. Τα τραύματα  του πολέμου, οι πληγές βαθιές, αποτυπωμένες σε τοίχους και θλιμμένες μορφές. Κι εκεί, στον τοίχο απέναντι απ’ το βαγόνι, με κόκκινη μπογιά γραμμένες λέξεις, από αυτές που δύσκολα ξεχνιούνται.

« Όπλα βαριά που δόθηκαν σε χέρια νεαρά, 
απαλό το δέρμα, κι αρχίζει να σκληραίνει.
Το κρύο βυθίζεται μέσα, παγώνει το αίμα, δεν τρέχει, δεν κυλά…  
Μονάχα βλέμματα κενά, ν’ αναζητούν ακόμη
εκείνα τα χέρια τα νεανικά  για να τους βάλουνε φωτιά,            
μα γίνηκαν στάχτη που στον άνεμο γυρνά…»

Το τρένο σφύριξε, τα βαριά σκουριασμένα σίδερα έτριξαν. Η διαδρομή μεγάλη. τον ηρεμούσε που κάποιος άλλος είχε το τιμόνι, αφού ο Ρος δεν κατάφερε να χωρέσει τη ζωή του σε δυο ράγες.

~~

Έφτασε στον ξασπρισμένο από τα χιόνια σταθμό του Βερολίνου. Οι κινήσεις του όπως κάθε άλλη φορά καθορισμένες: Θα περπατούσε στους παγωμένους δρόμους μέχρι το πανδοχείο, όπου θ’ ανέβαινε στο δωμάτιο για να ρίξει μερικά  ξύλα στην σόμπα –περιμένοντας άσκοπα να σπάσει η αποπνικτική υγρασία που έλουζε το δωμάτιο. Ύστερα, τον περίμενε η θέση του στο μικρό συνοικιακό καφέ, μια ζεστή σοκολάτα και λίγη βότκα από το φλασκί του πιθανότατα.

Ένιωθε το χιόνι να τυλίγεται γύρω απ’ τα πόδια του σε κάθε βήμα. Από ένα σημείο κι έπειτα ήταν σαν να πατούσε γυαλιά σπασμένα. Ενώ διέσχιζε το δρόμο της Έμμα Χέροεκ, δυτικά του σταθμού, προσπάθησε να διακρίνει -μικραίνοντας τα κουρασμένα του μάτια- τι ήταν αυτό που κινούνταν προς το μέρος του με ασταθή πορεία.

Ήταν ένα αυτοκίνητο. Μόνο σαν έφτασε πολύ κοντά ο οδηγός τράβηξε το χειρόφρενο του προπολεμικού αυτοκινήτου. Τα παλιά λάστιχα δεν βοήθησαν την κακή αυτή στιγμή.

Ο οδηγός έτρεμε. Καταριόταν τα σπασμένα του δάχτυλα που δεν του επέτρεψαν να σταματήσει εγκαίρως. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες, άνοιξε την πόρτα κι έσπευσε να δει αν ο άτυχος περαστικός είχε τραυματιστεί.

Ο Ρος ήταν κουλουριασμένος στο χιόνι και βογκούσε. το σίδερο που προεξείχε από τη μούρη του αυτοκινήτου είχε τραυματίσει το γόνατό του, ευτυχώς όχι πολύ. Ο οδηγός τον βοήθησε να σηκωθεί. Έπειτα παρατήρησε τα έντονα πολωνικά χαρακτηριστικά του. Καταράστηκε για μιαν ακόμη φορά τον διοικητή Κράμερ, που ακόμη και από τον τάφο είχε φροντίσει να τους ξεκάνει όλους… αυτούς.

Βαστώντας τον Ρος από τον ώμο και τινάζοντας τους πάγους από το κοτλέ πανωφόρι του, συστήθηκε ως Γιούτζην Λέβι. Επέμεινε να τον μεταφέρει στο τοπικό νοσοκομείο. Η αυτοκαταστροφική πλευρά του Ρος αντιστάθηκε αμέσως στην πρόταση. Ζήτησε ευγενικά να τον αφήσει στο πανδοχείο του, όπου θα φρόντιζε μόνος το επιπόλαιο τραύμα του.

Μόλις άνοιξε τη βαριά μεταλλική πόρτα αναθυμιάσεις μπογιάς και τσιγάρου γέμισαν τα ρουθούνια του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά  στο πίσω κάθισμα. Αμέτρητοι καμβάδες κάτω από ένα μάλλινο ριχτάρι. Τα δερμάτινα καθίσματα γεμάτα πιτσιλιές κάθε χρώματος και μεγέθους -εναρμονισμένα με την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα.

Ο Γιούτζην μετακινούσε καμβάδες από τη θέση του συνοδηγού.

«Συγγνώμη για την ακαταστασία, δεν περίμενα πως θα είχα παρέα στην βόλτα μου».
«Μην ανησυχείτε» απάντησε ο Ρος, «είμαι κι εγώ ιδιαιτέρως ακατάστατος.»
«Να σας προσφέρω ένα τσιγάρο; Πάντα καταπραΰνει τον πόνο το άτιμο!»
«Ναι, φυσικά. Σας ευχαριστώ πολύ.» απάντησε κι έβγαλε τον αναπτήρα απ’ την τσέπη του.

Ήθελε να καπνίσει απ’ όταν πάτησε το πόδι του στον σταθμό. Η κασετίνα του είχε αδειάσει και δεν στάθηκε ν’ αγοράσει τ’ αγαπημένα του αμερικάνικα τσιγάρα. Τώρα όλο απόλαυση κατέβαζε τον καπνό βαθιά στο στήθος του. Το πόδι του απ’ τον πόνο και το κρύο είχε μουδιάσει και δεν το ‘νοιωθε πια.

«Να υποθέσω πως είστε ζωγράφος, κύριε Λέβι;» ρώτησε ο Ρος.
«Πράγματι, σωστά υποθέσατε!» απάντησε εκείνος. «Μ’ όλους αυτούς τους  καμβάδες που μπλέκονται στα πόδια σας θα ‘πρεπε να ‘μουνα, αν όχι ζωγράφος, τρελός ή μανιακός συλλέκτης!»

Ο Ρος γέλασε:
«Αν ήσασταν τρελός, θα είχατε χτυπήσει σίγουρα τον σωστό άνθρωπο. Ψυχίατρος είμαι. Μόλις έφτασα από την Βαρσοβία για το συνέδριο.»

«Σας εύχομαι να περάσετε όμορφα, παρά την ατυχία. Πραγματικά λυπάμαι τόσο πολύ. Βλέπετε είχα ένα… ατύχημα κι εγώ, με τα δάχτυλα μου, στον πόλεμο. Είναι σπασμένα όλα και δυσκολεύομαι με τ’ αμάξι. Ίσως πρέπει να σκεφτώ σοβαρά να το πουλήσω ή τουλάχιστον να…»
«Εδώ! Στρίφτ’ αριστερά!» είπε ξαφνικά ο Ρος.

Με δυσκολία ο Γιούτζην έστριψε. Το αμάξι πατινάρισε για μια στιγμή, αλλά σχεδόν αμέσως επανήλθε. Ρούφηξε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του.

«Συγγνώμη που δεν σας ειδοποίησα νωρίτερα, νόμιζα… Ξέρετε, νόμιζα πως γνωρίζατε τη διαδρομή», είπε ο Ρος.
«Τη γνωρίζω. Ξεχάστηκα.»
«Εγώ φταίω… Κι όσο για το πόδι, μη σας νοιάζει, θα περάσει. Δεν είναι…»

Ο Ρος σταμάτησε να μιλάει. Έτσι όπως πήρε απότομα τη στροφή ο Γιούτζην, είχε σηκωθεί το μανίκι του και ξεπρόβαλαν πέντε αριθμοί, πέντε καταραμένοι αριθμοί. Ανατρίχιασε. Μπορεί ο ίδιος να μην κατάφερε να χωρέσει τη ζωή του σε δυο ράγες, σκέφτηκε, αλλά του Γιούτζην και τόσων ακόμα ανθρώπων την χώρεσαν σε βαγόνια και θαλάμους.

Οι αναμνήσεις της φρίκης αναπόφευκτες. γράμματα, λέξεις, αριθμοί. Πάντα θα υπάρχει κάτι να τις ζωντανεύει.

Είχαν φτάσει έξω από το πανδοχείο. Οι δυο άντρες αποχαιρετίστηκαν κι ο καθένας συνέχισε την πορεία του, στις δικές του ράγες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο γράφτηκε απ’ τη Λιλί, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.




"Πειρασμός" Όσκαρ Ουάιλντ


Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς τον πειραμό,
είναι να ενδώσεις σε αυτόν.

Αν του αντισταθείς, η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ' τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα.

Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό. Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου.


Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde)

Ευγένιος Τριβιζάς: το ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι (video)


Όταν τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα με έναν διαφορετικό τρόπο!

 Μια ακόμα εξαιρετική ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά σε ένα υπέροχο βίντεο, με απολαυστική μουσική, δοσμένη με φαντασία και τρυφερότητα.

"Τελικά υπάρχει Άγιος Βασίλης;" Τι λέμε στα παιδιά


Ο Άγιος Βασίλης.
Πότε πρέπει να αποκαλύψουμε την αλήθεια στα παιδιά μας;
Συχνά οι γονείς αναρωτιούνται πότε πρέπει να πουν στα παιδιά τους ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, αλλά τον έχουμε δημιουργήσει εμείς στην φαντασία μας.
Το παιδί μέχρι τα έξι του χρόνια δεν μπορεί να ξεχωρίσει ακόμα το φανταστικό από το αληθινό. Ο Άγιος Βασίλης βρίσκεται στην φαντασία του και εξυπηρετεί κάποιες ανάγκες του. Είναι ο καλός ο παππούλης που φέρνει δώρα σε όλα τα παιδάκια και με υπερφυσικές δυνάμεις τρυπώνει σε όλα τα σπίτια. Στα παιδιά αρέσουν τα παραμύθια. Όταν εκείνα ζητάνε το παραμύθι, σημαίνει ότι χρειάζονται την ύπαρξη του. Σε αυτή την περίπτωση μπορείτε και εσείς να συμμετέχετε σε όλο αυτό τον φανταστικό κόσμο.
«Η έννοια της αγάπης»
O Άγιος Βασίλης είναι η προσωποποίηση της έννοιας των Χριστουγέννων και της αγάπης για τα παιδιά. Επειδή τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν το νόημα αλλά και την έννοια της γιορτής των Χριστουγέννων ο Άγιος Βασίλης γι' αυτά τα αντιπροσωπεύει όλα αυτά. Την αγάπη, τη γενναιοδωρία, την ευχαρίστηση του να προσφέρεις χωρίς αντάλλαγμα, όλα αυτά και πολλά ακόμα συμβολίζει η φιγούρα του για τα μικρά παιδιά αλλά και για μας τα πιο μεγάλα. Είναι μια προσωπικότητα που έχει μπει για τα καλά στο υποσυνείδητο μας, μια λαμπερή και οικεία εικόνα για όλους μας να υπενθυμίζει πως πρέπει να σκεφτόμαστε με γνώμονα όχι το «εγώ», αλλά το «εμείς».

Πώς μπορείτε να το χειριστείτε συγκεκριμένα:
  • Αν το παιδί σας είναι 6 και 7 ετών και του αρέσει η ιδέα του Άγιου Βασίλη, αφήστε το να πιστεύει. Μην προσπαθήσετε να το απογοητεύσετε και να το προσγειώσετε στην πραγματικότητα. Κατά βάθος, το παιδί γνωρίζει την αλήθεια, απλά του αρέσει ο παραμυθένιος κόσμος του Άγιου. Όμως καλό θα ήταν να μην προσπαθείτε και με κάθε τρόπο να του επιβεβαιώσετε την ύπαρξή του, γιατί αυτό είναι όντως ένα είδος εξαπάτησης και μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ· όταν το παιδί συνειδητοποιήσει με κάποιο τρόπο την πραγματικότητα ενδέχεται να σας ζητήσει το λόγο που του λέγατε ψέματα και μπορεί να δυσκολεύεται στο μέλλον να σας εμπιστευθεί. Από την άλλη, αν είστε απλά αμέτοχοι και συντηρείτε την ιδέα του παιχνιδιού πίσω από την ιδέα του Άγιου Βασίλη, τότε θα αισθάνεται ότι απλά και εσείς παίζατε μαζί του.
  • Υπάρχουν λοιπόν παιδιά που πραγματικά θέλουν να πιστεύουν ότι ο Άγιος Βασίλης είναι αληθινός και αυτή η ιδέα τους δεν είναι ανάγκη να «γκρεμιστεί» απότομα· από την άλλη δεν χρειάζεται να πείτε ψέματα, ακόμα κι έτσι. Για παράδειγμα, άμα σας ρωτήσουν συγκεκριμένα αν υπάρχει Άγιος Βασίλης τότε θα μπορούσατε, χαμογελώντας, να πείτε κάτι σαν «Γιατί δεν το βρίσκεις αυτό μόνος σου; Δεν θα έχει πλάκα να το ανακαλύψεις εσύ μόνος σου;» και αν επιμένουν τότε να ρωτήσετε εσείς «Εσύ τι λες;» ή «Τι σκέφτεσαι για αυτό εσύ;» ή ακόμα «Το μόνο που ξέρω είναι όταν ήμουν μικρός έβρισκα δώρα κάτω από το δέντρο την Πρωτοχρονιά… οπότε κι εσύ, μπορείς να περιμένεις το δώρο σου εκεί όταν ξυπνήσεις το πρωί». Πολλά παιδιά λένε αργότερα ότι ήξεραν την αλήθεια βαθιά μέσα τους, αλλά επέλεξαν να συνεχίσουν το παιχνίδι αυτό γιατί ήταν διασκεδαστικό.
  • Αν το παιδί όμως πραγματικά θέλει να μάθει και έχει αρχίσει να αμφισβητεί, τότε μάλλον είναι η ώρα να του πείτε ξεκάθαρα την αλήθεια και να του εξηγήσετε το μύθο πίσω από αυτό. Καλό θα είναι να αναφέρετε την πραγματική ιστορία και από πού ξεκίνησε το παραμύθι. Ευκαιρία είναι να το μάθετε να ψάχνει πληροφορίες σε εγκυκλοπαίδειες ή στο διαδίκτυο. Αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα μιλήστε του για τον Άγιο Νικόλαο. Ο Άγιος Νικόλαος μοίραζε δώρα σε όλα τα ορφανά παιδάκια. Από εκείνον ξεκίνησε ο Άγιος Βασίλειος, που κάποιος παραμυθάς τον βάπτισε με αυτό το όνομα. Μπορείτε να τα παροτρύνετε να νιώσουν και εκείνα όπως ο Άγιος Νικόλαος, μοιράζοντας δωράκια σε παιδιά που το έχουν ανάγκη. Με αυτό τον τρόπο δεν θα του έρθει απότομα και μπορεί μάλιστα να αρχίσει να προσεγγίζει το συμβολισμό πίσω από τον Άγιο Βασίλη. Σε αυτή την περίπτωση το παιχνίδι λειτουργεί μια χαρά, και νομίζω ότι μια απάντηση όπως, «Όχι, δεν υπάρχει πραγματικός Άγιος Βασίλης που ζει στο Βόρειο Πόλο, αλλά είναι σίγουρα διασκεδαστικό να προσποιούμαστε, έτσι δεν είναι;» δεν πρόκειται να βλάψει ένα παιδί που πραγματικά θέλει να ξέρει την αλήθεια.




ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...