Αφού λοιπόν κάποιος, του οποίου το όνομα θα παραμείνει άγνωστο, ταξίδεψε σε πολλά μέρη, τα οποία θα παραμείνουν άγνωστα, ψάχνοντας για κάτι, το οποίο θα παραμείνει άγνωστο μονάχα για λίγο ακόμα, έφθασε στις πύλες της κόλασης. Εκεί ξάπλωσε στο χώμα και ξεκίνησε να σιγοτραγουδάει.
Λίγη ώρα μετά, ένας γιγάντιος μαύρος σκύλος τον πλησίασε, με δόντια κοφτερά και με μυρωδιά θανάτου στην ανάσα του, όπως αρμόζει στον σκύλο-φύλακα του τόπου εκείνου.
-Ποιος είσαι εσύ, και τι ζητάς εδώ θνητέ;
Είπε στον άνδρα με φλογισμένα μάτια να τον κατασπαράζουν και να τον ξεκοκκαλίζουν με αδέσποτη αγάπη.
-Αναζητώ κάτι που μπορεί να φυλάς.
Ο άνδρας ένιωσε την φλόγα να σιγοκαίει την καρδιά του και το αίμα του να ταξιδεύει ψιλαφίζοντας κάθε εκατοστό της σάρκας του.
-Είμαι ο Κέρβερος, ο φύλακας του κάτω κόσμου. Και κανείς δεν βγαίνει απο εδώ χωρίς να περάσει απο εμένα και την σκιά μου πρώτα.
-Πολύ καλά λοιπόν. Κι αν κάποιος θέλει να μπει σε αυτόν τον τόπο της λησμονιάς αντι να βγεί; Τότε τι κάνει;
.-Κανείς δεν μπαίνει και κανείς δεν βγαίνει.
-Θα κανουμε μια συμφωνία τότε. Θα παλέψουμε, κι αν κερδίσω θα μπορέσω να μπω. Απάντησε ο άνδρας, νιώθωντας περίσσιο θάρρος να τον κατακλύζει και την αγωνία της δράσης στα γλείφει τα ακροδάχτυλα του. Ο Κέρβερος γέλασε με τα μυτερά και κακιασμένα δόντια του.
-Σου επιτρέπω να περάσεις θνητέ, γιατί ποτέ μου δεν συνάντησα κάποιον ανόητο σαν εσένα. Μπορείς να προχωρήσεις.
Ο σκύλος χαμογέλασε βγάζοντας καπνό απο τα ρουθούνια του, δημιουργόντας αϋλες φιγούρες στο ημίφως, με το βλέμμα του πονηρό και με κάρβουνο να καίει κάτω απο το πετσί του
. -Ω! Μα τότε θα παλέψουμε, κι αν σε νικήσω, θα με αφήσεις να βγω απο τον Κάτω Κόσμο. Γιατί βλέπεις δεν έχω καμία διάθεση να μπω σε αυτόν τον τόπο χωρίς η διαφυγή μου να μην πετά ελεύθερα κάτω απο την ματιά μου. Δεν επιθυμώ να αφήσω την σάρκα μου σε αυτό το μέρος για πάντα, γιατί η νύχτα είναι ακόμα μικρή και το άστρο μου δεν έχει ακόμα σβήσει.
Απάντησε ο άνδρας και στάθηκε όρθιος απέναντι στον γιγαντιαίο Κέρβερο.
-Πολύ καλά. Θα παλέψουμε, αλλά αν χάσεις θα φύγεις απο δω, και σαν έρθει η ώρα σου, δεν θα μπεις στην κόλαση όπου ανήκει το σκοτάδι σου, μα θα μείνεις εδώ έξω, μαζί μου, χωρίς να μπορείς να φύγεις και θα με διασκεδάζεις για όλη την αιωνιότητα, γιατί εδώ οι μέρες περνούν αργά και η θλίψη μου έχει αρχίσει να με προφταίνει ενώ η μοναχικότητα αυτού του μέρους μου τρώει τα σωθικά σαν σκουριασμένα σίδερα μπηγμένα στο κορμί μου. Ένα πράγμα μοναχά. Γιατί θες να πας στον Κάτω Κόσμο και να επιστρέψεις; Τι είναι αυτό που ψάχνεις;
Και ο άνδρας απαντησε:
-Ψάχνω έναν παλιό μου φίλο Κέρβερε. Κάποιον που έχασα εδώ και καιρό ενώ η απώλεια του θολώνει όλη μου την ύπαρξη. Και είμαι σύμφωνος με τους με τους όρους της μάχης μας.
Έτσι ο άνδρας και ο Κέρβερος, πάλεψαν. Και η μάχη τους, κράτησε για δέκα μέρες και δέκα νύχτες. Επειδή ο Κέρβερος δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ ζωντανό άνθρωπο, παρά μονάχα νεκρούς, ταλαιπωρημένους απο την φωτιά, δαγκωμένους απο ατσάλι, αδύναμους για να τον νικήσουν, κουράστηκε εύκολα την έβδομη μέρα και μέχρι την δέκατη κοίτοταν ξαπλωμένος ανάσκελα, λαχανιασμένος, κηρύσσοντας την ήττα του σε θεούς και ανθρώπους απο τον δυνατό άνδρα.
Αυτός τότε, έδωσε το χέρι στον Κέρβερο και η χειραψία τους επικύρωσε την συμφωνία. Στην συνέχεια, προχώρησε μέσα απο τις πύλες της κόλασης, και πήγε στον Κάτω Κόσμο. Αφού περιφέρθηκε λοιπόν ανάμεσα σε φωτιές, δαίμονες, κολασμένους και παρεξηγημένους αγίους, συνάντησε τον διάβολο. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει οδηγίες.
-Καλησπέρα σας, μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε; Ψάχνω κάποιον και δεν μπορώ να τον βρώ.
Ο διάβολος τον κοίταξε χάιδευοντας τα κέρατα του με ένα υπέροχο, αστραφτερό χαμόγελο.
-Μα φυσικά. Να σας βοηθήσω όπως μπορώ κύριε. Ποιόν ψάχνετε εδώ στα ματοβαμένα μέρη μας; Ποιον γυρέυετε στον παράδεισο των παθών μας;
Τον ρώτησε ο διάβολος με ευγενική, ήπια φωνή γεμάτη χαρά και καλοσύνη.
-Ψάχνω να βρω τον εαυτό μου. Φαντάστηκα πως θα κατέφυγε να κουρνιάσει εδώ κάτω, αφού ταξίδεψα σε πολλά μέρη, τα οποία θα παραμείνουν άγνωστα, και δεν τον βρήκα πουθενά. Οπότε σκέφτηκα, πως θα κρύβεται εδώ, ανάμεσα στην φωτιά και τον σκοτάδι, κάνοντας παρέα σε άλλους κολασμένους, εμπλουτίζοντας την ποικιλία του σε πάθη, αμαρτίες και ανθρωπιά.
-Α! Και εγώ που νόμιζα πως είχατε χαθεί κύριε...;
Έκανε μια παύση περιμένοντας να ακούσει το όνομα του άνδρα.
-Ω λυπάμαι, μα την ευγένεια σας, μα το όνομα μου θα παραμείνει άγνωστο κύριε. Μα πρέπει να ξέρετε πως δεν έχουν χαθεί όλοι όσοι τριγυρνούν. Απλά τριγυρνούν δίχως να χουν χαθεί, γιατί δίχως σπίτι δεν είσαι χαμένος ενώ τριγυρνάς. Και όσο και να τριγυρνάς, δεν χάνεσαι. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί που επιθυμείς να πας, αφού το που θα πας, σημασία καμία δεν έχει. Μήπως ξέρετε που είναι ο εαυτός μου, κύριε;
Ρώτησε τον διάβολο, ο άνδρας.
-Μπορεί να ξέρω, μα μπορεί και όχι! Θα πρέπει να σας βάλω να περάσετε δυο δοκιμασίες πρώτα κύριε. Και θα σας αποκαλύψω την αλήθεια, αν όντως την γνωρίζω. Και την αλήθεια θα την αποφασίσετε εσείς. Πρώτα- πρώτα, θέλω να γεμίσετε ένα μπουκάλι με φωτιά δίχως να χυθεί σταγόνα έξω, για να δούμε όλοι αν είστε πραγματικά άξιος.
Ο άνδρας συμφώνησε και πήρε το γυάλινο μπουκάλι. Ξεκίνησε να περιφέρεται στην κόλαση με αυτό στην αγκαλιά του ψάχνοντας να το γεμίσει με κάτι, που θα φτάνει για την δοκιμασία, αλλά δεν θα φτάνει για τον κάνει στάχτη και καμένα κόκκαλα.
Έτσι τα βήματα του τον έφεραν σε μια δεξαμενή αερίου, όπου υπήρχε άπλετο σε εκείνο το μέρος έτσι ώστε να τροφοδοτεί τις φλόγες, με μόνο κόστος λίγες χιλιάδες αθώων ψυχών που έχυναν το αίμα τους σε αμμόλοφους απο ασήμι και χρυσάφι δίχως να το αγγίζουν ποτέ μα πάντα να το πληρώνουν. Γέμισε το μπουκάλι με άπλετο αέριο, αρκετό για να συντρίψει κάστρα και έθνη, μέχρι που ζαλίστηκε και ο ίδιος.
Έτσι επέστρεψε στον διάβολο, εκείνος κοίταξε με περιέργια το μπουκάλι και το άνοιξε. Αμέσως το αέριο ήρθε σε επαφή με την φωτιά και το μπουκάλι έσκασε στα μούτρα του, γεμίζοντας παντού τον τόπο με κομματάκια γυαλιού τόσα δισεκατομμύρια που κάθε ψυχή στην γη είχε κι απο ένα να της ανήκει, και μερικές τυχερες και συνάμα άτυχες που ενοχλήθηκαν στον ύπνο τους με την έκρηξη, είχαν ακόμα και δύο. Ο διάβολος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια που αντήχησαν σε όλες τις σπηλιές και σε όλα τα προπύργια του μέρου εκείνου.
-Μα εμένα! Πολύ έξυπνη κίνηση! Μου θυμίζεις κάποιον που είχα γνωρίσει πριν απο πολύ καιρό, σπιρτόζο και γεμάτο πονηριά με μυαλό ξουράφι. Έψαχνε κι αυτός κάτι, ίσως το νησί και την αγάπη του, ίσως τον τόπο και τον χρόνο που έχασε την ψυχή του δίχως να το καταλάβει καν, ξεγελασμένος απο την αβάσταχτη μοίρα που του κίνησε το χέρι.
Είπε στον άνδρα κεφάτος σκουπίζοντας απο πάνω του ψυχές και όνειρα. Και έπειτα συνέχισε:
-Τώρα η δεύτερη παρακαλώ. Αν καταφέρεις κι αυτήν, θα σου πω για τον εαυτό σου. Αν και η ικανότητα σου πρέπει να χει φτερά σταρένια και να ταξιδεύει πιο γρήγορα κι απο τον άνεμο πάνω απο τα κύματα. Αυτή η δοκιμασία λοιπόν, είναι μια δοκιμασία χορού. Θα χορέψουμε μαζί και αν τα πας καλά, θα σου πω γι’αυτό που ψάχνεις και πασχίζεις να βρεθείς. Μονάχα αν τα πας καλά όμως.
Και έτσι κι έγινε. Ο διάβολος και ο άνδρας χόρεψαν τόσο καλά, που όλοι οι δαίμονες σταμάτησαν την δουλειά τους. Οι θλιβερές ψυχές εκεί, μα και στον κόσμο των θνητών, ηρέμησαν για λίγο, και όλα τα διαβόλια τους κοιτούσαν, χτυπούσαν παλαμάκια ή ξεκίνησαν να χορεύουν και αυτά.
Και τέτοια γιορτή, πανηγύρι και χορός, πρώτη και τελευταία φορά γίνηκαν στην κόλαση. Παντού μουσική και γελια, αίμα και χαρά. Ο άνδρας είχε περάσει και την δεύτερη δοκιμασία, οπότε ο διάβολος έστειλε με αγάπη τους δαίμονες πίσω στην δουλειά τους, αν και ήθελαν να γλεντήσουν κι άλλο, και είπε λαχανιασμένος:
-Πέρασες και αυτή τη δοκιμασία. Εύγε! Οπότε θα σου πω που είναι ο εαυτός σου. Όπως είπες, αναπαύεται μέσα στο σκοτάδι και την φωτιά. Και ποιος ο λόγος να τον πάρεις μακριά; Αγκαλιασέ τον και άστον εδώ να σμιλευτεί, να πυροδοτηθεί με ζωή, χωρατά και βρώμικα ανέκδοτα, παρέα με φίλους και γνωστούς γνωστών. Ίσως κιόλας να μην είναι καν αυτός που καίγεται εδώ κάτω διαρκώς, αλλά άλλος να νιώθει τη φλόγα και στο πετσί του.
Οπότε άκουσε με που σου λέω. Καν’τον μια αγκαλιά, γέμισε τον ξεθυμασμένη αγάπη, χαιρέτα τον και φύγε. Θα φύγει με την θέληση του απο αυτό το μέρος μόλις είναι έτοιμος και έχει χορτάσει σκοτάδι. Θα είναι επίτημος καλεσμένος μου προς τιμήν σου που χόρεψες τόσο καλά μαζί μου.
Έτσι κι έκανε ο άνδρας. Αγκάλιασε και φίλησε τον εαυτό του και τον άφησε να καεί, να σμιλευτεί με θειάφι, κάρβουνο και ρακένδυτες ελπίδες, να χορτάσει όσο σκοτάδι ήθελε, μέχρι να γυρίσει πίσω στον ίδιο με την θέληση του.
Έφυγε λοιπόν, και ο Κέρβερος κράτησε την υπόσχεση του, κυρίως γιατί κοιμόταν εξαντλημένος απο την μάχη, και δεν είχε όρεξη για πολλές-πολλές κουβέντες μέσα στην λήθη του.
Ο άνδρας, που το όνομα του, παρέμεινε άγνωστο, ξεκίνησε για νέα ταξίδια, σε νέα μέρη, τα οποία θα παραμείνουν άγνωστα, έχοντας καταφέρει να βρεί αυτό που έψαχνε, το οποίο δεν παρέμεινε άγνωστο, περιμένοντας ο εαυτός του, που και αυτού το όνομα παραμένει άγνωστο, να χορτάσει αρκετή φωτιά και σκοτάδι στην ραχοκοκκαλιά του, ώστε να επιστρέψει σε αυτόν.
Με αυτόν τον τρόπο, νικώντας τον Κέρβερο, έγινε φίλος με τον διάβολο και χορεύοντας μαζί του, με τα δαιμόνια να κοιτούν, ξεγέλασε τον θάνατο, και βάλθηκε να προσπαθεί. Να προσπαθεί, να σκλαβώσει αυτές εδώ τις λέξεις.
Γράφει ο Στάθης Μπαλτούμας