Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Αγάπη είναι δύο μαζί να χυθούν στ’ αστέρια.


Της  Σμαρώς Νότου.

Ο αγώνας για την αγάπη δεν έχει Κυριακές και αργίες. Δεν έχει παύσεις και διαλείμματα. Δεν έχει ‘’ίσως’’  και  ‘’μπορεί’’. Είναι μαραθώνιος. Είναι μαραθώνιος κατανόησης, επικοινωνίας και διεκδίκησης το ‘’μαζί’’…!!!
Η αγάπη μας δοκιμάζει και δοκιμάζεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Δε θέλει χάρες και ανταλλάγματα. Βαλτώνει στο ράφι της βεβαιότητας και στην ηρεμία της παραίτησης. Η αγάπη αναζητά και θα αναζητά πάντα τη λάμψη του παραμυθιού, το ραντεβού μ’ ένα όνειρο, τη διαφωνία που μετατρέπεται σε φιλί. Είναι απρόβλεπτη η αγάπη κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαγεία της. Είναι αυτή μονάχα που ξέρει να εξυψώνει τη στιγμή…!!! Είναι αυτή, που με τον δικό της μοναδικό τρόπο, θα κολλήσει φτερά στην πλάτη σου για να πετάξεις και την επόμενη στιγμή θα βουρκώσει, θα κομματιαστεί, θα ξαναγεννηθεί μέσα από τα θρύψαλά της, με μια μόνο λέξη, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα…
Η αγάπη θέλει δύο…!!! Δύο να πιστέψουν σ’αυτήν. Δύο, που θα εκτεινιστούν πέρα από τα όρια του δικού τους ‘’εγώ’’  και θα δημιουργήσουν το ‘’εμείς’’.  Ένα ‘’εμείς’’  μπολιασμένο με κοινά όνειρα, κοινές εικόνες, κοινές συνήθειες και προσδοκίες. Ένα ‘’εμείς’’ με μοναδικό σημείο αναφοράς το ‘’μαζί’’. Μαζί θεατές σ’ έναν καθρέφτη με δύο είδωλα.
Αυτό είναι αγάπη…
Δύο μαζί να χυθούν στ’ αστέρια, να τρυπώσουν στα σκοτάδια τους, να ξεδιπλωθούν και με πόδια γυμνά να δρασκελίσουν τη θεόρατη πύλη των δισταγμών και να βρεθούν στο ξέφωτο της απόλυτης ένωσης, στη συγχώνευση της ίδιας τους της ύπαρξης.

Αυτό είναι αγάπη…
Τόσο απλά, τόσο αποκωδικοποιημένα, τόσο όμορφα…!!!





ΠΗΓΗ...http://www.anapnoes.gr

Το άρωμα που θύμιζε ανθισμένη κερασιά


Την είχε ξεχάσει πια. Περνούσαν μέρες, εβδομάδες, μήνες και δεν την έφερνε στη σκέψη του. Την είχε αποθηκεύσει σ’ ένα κουτάκι του μυαλού του και την κρατούσε εκεί, καλά κλεισμένη σαν επτασφράγιστο μυστικό. Καμιά φορά, βέβαια, εκείνη έβρισκε μια χαραμάδα φως κι έκοβε καμιά βόλτα στα όνειρά του, αλλά ως εκεί.

Εκείνος παντρεύτηκε. Από αγάπη γνήσια, αυθεντική, ώριμη. Άφησε πίσω του τα παιδιαρίσματα και τα πάθη και αφοσιώθηκε σε μια ζωή ήρεμη, γλυκιά, γεμάτη σταθερότητα και ασφάλεια. Δήλωνε ευτυχισμένος και το εννοούσε. Απολάμβανε όσα είχε και κάθε του επιλογή τον είχε δικαιώσει.

Για εκείνη δεν ήξερε. Εκείνη χάθηκε και δεν ξανάμαθε νέα της ποτέ. Δυο χρόνια μετά τον χωρισμό τους άνοιξε η γη και την κατάπιε. Δε ρωτούσε κι εκείνος, βέβαια. Απέφευγε να ξύνει πληγές του παρελθόντος… Και τι παρελθόντος! Μιας εποχής τρελής και αλλοπαρμένης που σε τίποτα δε θύμιζε τον σημερινό του εαυτό, τη σημερινή του ζωή, όσα με κόπο και αγώνα είχε πετύχει.

Την είχε ερωτευτεί. «Ο καθένας θα την ερωτευόταν» έλεγε καμιά φορά σε φίλους του μ’ ένα χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει κάθε πικρία από τα λόγια του. Ήταν όμορφη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και έξυπνη, σπίρτο αναμμένο. Τον έκανε να γελάει σαν μικρό παιδί, είχε χιούμορ, ήταν απολαυστική… Τη ζωή την λογάριαζε για παιχνίδι. Όλα ήθελε να τα δοκιμάσει, για όλα ήθελε να έχει άποψη. Πόσο τον εκνεύριζε ώρες-ώρες μ’ αυτή τη σπαστική ζωντάνια της, με τις διαρκείς ερωτήσεις της και την ανάγκη της για σοβαρές συζητήσεις! Πόσο τον κούραζε που ήταν διαρκώς ανήσυχη, γεμάτη αμφιβολίες για τα πάντα, που ήθελε να κάνει συνέχεια καινούρια πράγματα, που δεν ήξερε να ηρεμεί, που δεν άντεχε να βαριέται!

Έτσι ήταν η Μίνα του, τι να λέμε… Γι’ αυτό δεν την άντεξε, γι’ αυτό έδωσε μια και τα βρόντηξε ένα ωραίο πρωινό, γι’ αυτό τελείωσε άδοξα η σχέση τους. Έναν χρόνο το παλέψανε, δεν ήταν δα και λίγο! Προσπάθησε κι εκείνος, αλλά πόσο πια!

Φυσικά είχε κάνει το σωστό. Η ζωή του με την Άννα ήταν ό,τι ονειρευόταν. Μια ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του, σχεδόν ιδανική. Με την άλλη θα είχε καταλήξει ή στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο, το ήξερε αυτό.

Μόνο αναρωτιόταν καμιά φορά πού να ‘ναι. Αν περνάει καλά, αν βρήκε κάποιον που να την αντέχει με τα τόσα κουσούρια της. Ε, καλά, όχι μόνο να την αντέχει. Της άξιζε κάποιος που να την αγαπάει αληθινά. Ήταν αξιαγάπητη η Μίνα του παρά την τρέλα που κουβαλούσε. Ή ίσως και εξαιτίας αυτής…

Ένα βράδυ είχε βγει με κάποιους φίλους από τη δουλειά για ένα ποτό στα γρήγορα. Συνοικιακό μπαρ, περιορισμένη πελατεία, τίποτα ξεχωριστό. Μια βραδιά σαν όλες τις άλλες.

Ξαφνικά, μια μυρωδιά στον αέρα τράβηξε την προσοχή του. Κάτι μακρινό, αλλά και τόσο γνώριμο, μια αίσθηση παράξενη που δεν την είχε ξανανιώσει…

«Το μυρίζετε αυτό;», είπε στους φίλους του. Εκείνοι τον κοιτούσαν καλά – καλά.

«Μπήκε κανείς στο μαγαζί τώρα;», επέμεινε.

«Μια κοπέλα, νομίζω…» είπε ο ένας απορημένα. «Γιατί ρωτάς;»

«Πού πήγε;»

«Ξέρω ‘γω, προς το μπαρ νομίζω. Γιατί, την ξέρεις;»

«Δεν ξέρω, μπορεί.»

Άρχισε να μυρίζει τον χώρο γύρω του σαν λαγωνικό και ταυτόχρονα να εξετάζει με το βλέμμα του έναν- έναν τους θαμώνες του μαγαζιού. Ναι, ήταν σίγουρος. Αυτό το άρωμα, γλυκό και φρουτώδες, σαν ανθισμένη κερασιά, το φορούσε εκείνη. Ήταν το δικό της άρωμα.

Καθισμένη στο μπαρ ήταν μια κοπέλα. Μόνη της, με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, έβλεπε μόνο τα μακριά της μαλλιά και το πανωφόρι της.

Με την καρδιά του να τρέμει και την ανάσα του κομμένη, την πλησίασε. Ήταν αυτή; Ήταν δυνατόν να είναι αυτή;

Δεν μπορούσε πια να το ελέγξει. Έπρεπε να της μιλήσει, έπρεπε να καταλάβει αν σ’ εκείνη τη θέση καθόταν η Μίνα του.

«Μίνα…» ψέλλισε πίσω απ’ την πλάτη της.

Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ανακούφιση. Απογοήτευση. Αμηχανία. Δεν ήταν αυτή.

«Συγγνώμη, σας πέρασα για κάποια άλλη, για μια γνωστή μου, χίλια συγγνώμη…» είπε σχεδόν ψιθυριστά κι έκανε να φύγει, δήθεν βιαστικός.

«Σας εύχομαι την επόμενη φορά να είστε πιο τυχερός», του απάντησε η κοπέλα μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο.

«Πολύ σχετική είναι η τύχη και η ατυχία…», σκέφτηκε καθώς απομακρυνόταν.

Εκείνο το βράδυ την είδε στον ύπνο του. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ, γελούσε και τον καλούσε να τρέξει κοντά της. Εκείνος την κοιτούσε από μακριά, ανίκανος να κουνηθεί από τη θέση του κι εκείνη απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ, ώσπου χάθηκε σαν μια κουκίδα στον χάρτη.

Ήταν η τελευταία φορά που την ονειρεύτηκε.



_

γράφει η Ζωή Ναούμ 





ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net

«Μοναξιά» - Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα 'ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα 'ναι βαρύ γι' αυτούς
και θα 'ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα 'ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ' αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα 'ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Φθινόπωρο 1956





Μενέλαος Λουντέμης, «Μαγική αυταπάτη»


Πες το μου θαρρετά

Εγώ ήμουν κείνος που αγάπησες;

Βάλε το χέρι στην καρδιά

-όχι εκεί

-Στ' αριστερά!

Έτσι. Και τώρα πες μου:

Ήμουν εγώ; Θαρρώ πως κάνουμε λάθος.

Λάθος κι οι δυο.

Εσύ που το είπες εγώ που το πίστεψα.

Αγαπηθήκαμε;

Ίσως.

Αν ο ένας δεν ήταν τρελλός

Ο άλλος ήταν ψεύτης.

Αγάπησα;

- Μπορεί.

Αγάπησες;

- Ποιος ξέρει ...;

Αγαπηθήκαμε;

Ένας θεός .. Μόνο ένας θεός το ξέρει.

(Και κείνος δεν υπάρχει ...).

Αλίμονο ...

Το κρασί του έρωτα Το πίνουν δυο-δυο

Μα μεθάει μόνο ο ένας.

Ένας-ένας όπως οι βαρυποινίτες,

Πίσω από τα μολυβένια τους βαρίδια.

Μη με πεις «σκληρό».

Αν μ'; αγάπησες Κάνε υπομονή.

Σε λίγο θα ξεχάσεις.

Και τότε θάρθει η σειρά μου Για μιαν αγάπη ...

Αγάπη του έφηβου,

Του γέρου,

Του παιδιού,

Αγάπη ως τα πέρατα

Ως τα έσχατα Ως το χαμό.

Αγάπη Που αν στ' αληθινά σ' αγάπησα

Δεν πρέπει να στη δώσω!



Μ. Λουντέμης

Μελάνι μαύρο


Οι μεντεσέδες, που συγκρατούσαν τα ξύλινα παντζούρια, έτριζαν σε μια δική τους μουσική, έτσι που φυσούσε ο αέρας. Η μεγάλη λεύκα έξω από το σπίτι έγερνε μπροστά στην καγκελόπορτα, υποκλινόμενη θαρρείς σε κάποιον αόρατο αφέντη. Η αρμύρα τής χτυπούσε το πρόσωπο. Καθόταν στο τραπέζι της αυλής, με το βλέμμα στραμμένο προς τη θάλασσα. Έμοιαζε να μην την αγγίζει τίποτα από ό,τι συνέβαινε γύρω της. Έγειρε πίσω στην καρέκλα κι έστριψε τσιγάρο, αναζητώντας τη φωτιά της. Τα πνευμόνια της ρούφηξαν με δίψα τον καπνό. Με το βλέμμα της αγκάλιασε τα φουγάρα του πλοίου που ξεμάκραινε, καθώς έβγαινε από το λιμάνι. Νύχτωνε. Τα φώτα του αναμμένα, μια μικρή πολιτεία, πλωτή. Έπρεπε να είναι εκεί. Όμως, δεν είχε το θάρρος. Τα πόδια της δεν την πήγαιναν βήμα μπροστά. Τι να σκεφτόταν άραγε; Ίσως πως δεν την ένοιαζε ούτε ένα αντίο να του πει. Ίσως και ότι χάρηκε τελικά που ήρθε έτσι η ζωή τους. Ίσως... Δεν είχε σημασία πια.

Κάτω από το τασάκι, ένα χαρτί με μαύρα γράμματα, μουσκεμένο εδώ κι εκεί από τις σταγόνες που έφερνε ο αέρας. «Αν χώρηση: 10:55 – Όν μα επιβ...». Όταν της το αγόρασε, το όνομά της θα φιγουράριζε πεντακάθαρα στο κέντρο του μικρού χαρτιού. Ένα μάτσο μουτζούρες μισοσβησμένες την κοιτούσαν επίμονα, τρυπώντας την ως το κόκκαλο. Στην πίσω πλευρά δυο λέξεις, «Σε περιμένω». Από τα μάτια της έβρεξε η ψυχή της το χώμα. Τα χέρια της σταθερά, έφεραν το ποτήρι στα χείλη της. Κινήσεις κοφτές, σίγουρες. Ακόμη ένα, κι άλλο ένα, κι άλλο. Άφησε το σωληνάριο στο τραπέζι. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη σιδερένια πόρτα. Ένιωθε το στήθος της να βαραίνει. Τα πόδια της έτρεμαν. Κρύωσε ξαφνικά. Στηρίχτηκε στο σύρτη. «Εις το επανιδείν...». Τα γόνατά της λύγισαν.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Δυο πιτσιρικάδες, που γυρνούσαν φορτωμένοι τα τελάρα με την ψαριά τους, πέρασαν απ' έξω. Ο σύρτης είχε μετακινηθεί, η πόρτα παλαντζάριζε μισάνοιχτη. Πιο πίσω εκείνη, άχρωμη φιγούρα μέσα στο μαύρο φόρεμά της. Τα μαλλιά της ανακατωμένα από τον βραδινό αέρα. Το πρόσωπό της κάτασπρο, παγωμένο. Στο χέρι της ένα κομμάτι χαρτί, χιλιοτσαλακωμένο. Στη μια πλευρά έγραφε μάλλον ένα όνομα, και μια ώρα. Στην άλλη, δυο λέξεις ίσως – δυο μουτζούρες, μάλλον. Και από κάτω, με φρέσκο, μαύρο μελάνι και γράμματα άτσαλα, «Συγγνώμη».

_

γράφει η Φαίδρα Κουβέλη





ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net

Το τίποτα φοβάμαι


Ήρθες σαν όνειρο και όνειρο έμεινες.

Φώτισες για λίγο τις νύχτες μου

έκανες τις ημέρες μου πιο λαμπερές.

Τα γρανάζια, τα σκουριασμένα γρανάζια,

της ακίνητης ζωής μου,

πήραν μπρος τρίζοντας χαρούμενα,

διώχνοντας σκουριά και μαυρίλα

από της ζωής μου τη ρόδα,

από καιρό ηθελημένα παρατημένης.

 Δεν είπα ποτέ ‘‘καλύτερα να μην ερχόσουν’’

Και το όνειρο ζωή είναι, κι’ ελπίδα.

Αν κάτι φοβάμαι είναι το τίποτα,

το μηδέν και το χάος.

Αλίμονο αν όνειρα δεν κάναμε!

Η ζωή στεγνή και μουντή θα ‘ταν.

Κάπως έτσι φαντάζει η ανυπαρξία.

Το αίμα, γι’ αυτό κυλάει μέσα μας καυτό.

Η ζωή μας, η όποια ζωή,

ζεστασιά λαχταρά.

Το τίποτα φοβάμαι.

_
 Λένα Μαυρουδή Μούλιου





ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net

«Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει» - Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη


Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!" [...]

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; [...]

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου. [...]

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του΄ με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία. και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος΄ έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα! [...]

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.

Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε΄ εμείς είμαστε οι αφέντες. το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο. [...]

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου. [...]

"Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

"Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. να ζητάς συντρόφους!

"Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του. [...]

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου΄ όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου. [...]

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. [...]

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ΄ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. [...]

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. [...]

Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει. μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων. άσπροι, κίτρινοι, μαύροι. χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα. Πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του. [...]

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε. φωνάζουμε βοήθεια!

Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται. μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Αδη. [...]

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη. [...]

Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.


Αποσπάσματα από την Ασκητική, του Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Καζαντζάκη

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...