Του νεκρού αδελφού είναι δημοτικό τραγούδι, που ανήκει στην κατηγορία των παραλογών. Κατατάσσεται σε αυτές καθότι έχει αφηγηματικό χαρακτήρα και φανταστικό περιεχόμενο.
Συναντάται σε πολλές παραλλαγές στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώροΠρόκειται για την ιστορία μίας οικογένειας με πολλούς γιους και μία κόρη. Η μοναχοκόρη παντρεύεται σε ξένο τόπο, ενώ τα αδέλφια της πεθαίνουν. Η μάνα μένει ολομόναχη και ένας από τους νεκρούς της γιους (ο Κωνσταντίνος) σηκώνεται από τον τάφο και φέρνει πίσω την κόρη, αφού νωρίτερα της είχε ορκιστεί να την φέρει πίσω.
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Τα βασικά θέματα της παραλογής αυτής είναι οι δεσμοί της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου, η μοίρα, ο ξενιτεμός, η δύναμη της κατάρας, ο θάνατος και η μεταβολή της τύχης.
Το ποίημα αρχίζει με την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας. Τα μέλη που αποτελούν την οικογένεια αυτή είναι έντεκα: η μάνα, οι εννέα γιοι και η μονάκριβη κόρη. Δεν γίνεται καθόλου αναφορά στον πατέρα. Προφανώς να έχει πεθάνει. Το ενδιαφέρον των πρώτων στίχων εστιάζεται στην εξαιρετική ομορφιά της κόρης, η οποία προς το παρόν μένει ανώνυμη. Η ομορφιά της κόρης είναι η αιτία για την οποία καταφθάνουν προξενητάδες από τη Βαβυλώνα για να την πάρουν στα ξένα. Τώρα η κόρη αποχτά το όνομα της: Αρετή, διότι θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη του ποιήματος.
Εισάγεται λοιπόν και το στοιχείο του γάμου, το οποίο συνδέεται στενά με τον ξενιτεμό της κόρης. Η ευτυχία της οικογένειας αναταράζεται. Το οικογενειακό συμβούλιο συσκέπτεται. `Αλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης, η ίδια δεν έχει γνώμη. Οι γνώμες διχάζονται. Οι οχτώ γιοι και η μάνα δε θέλουν να δώσουν την κόρη σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θέλει να τη δώσει. Ο διάλογος Κωνσταντίνου και μάνας κάνει τη σκηνή πολύ παραστατική. Δίνονται άμεσα τα επιχειρήματα του γιου και οι δισταγμοί της μάνας. Ο καθένας σκέφτεται το δικό του συμφέρον. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είναι ταξιδευτής, θέλει να έχει κάποιον δικό του στα ξένα. Η μάνα από την άλλη, στηρίζεται πάνω στην κόρη για τις δύσκολες ώρες. Τελικά θα επικρατήσει η γνώμη του Κωνσταντίνου, ο οποίος είναι πιθανότατα ή ο μικρότερος γιος και ο αγαπημένος της μάνας ή ο μεγαλύτερος που έχει πάρει τη θέση του πατέρα.
Ο Κωνσταντίνος ορκίζεται στον ουρανό και στους αγίους ότι αν έρθει μια δύσκολη στιγμή, όπως αποφαίνεται η μάνα, αυτός θα πάει και θα φέρει την Αρετή κοντά στη μητέρα της. Ο όρκος αυτός είναι ιερός και δένει τον Κωνσταντίνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η δύναμη του όρκου είναι πολύ μεγάλη. Εάν ο όρκος δεν εκπληρωθεί τότε κλονίζονται οι αξίες που μπήκαν εγγυητές για την τήρηση του.
Αφού πέρασε αρκετός καιρός, έπεσε στην οικογένεια θανατικό και τα εννέα αδέρφια πέθαναν. Τότε η μάνα απόμεινε μοναχή, αφού η μοναχοκόρη της η Αρετή ήταν παντρεμένη στα ξένα. Η μάνα κλαίει και θρηνεί σ’ όλα τα μνήματα. Στο μνήμα όμως του Κωνσταντίνου τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την ερημιά και την κατάντια της, οδύρεται, μαλλιοτραβιέται και τον αναθεματίζει. Ο μονόλογος της μάνας πάνω στο μνήμα, σε χρόνο παρατατικό είναι ένα ανακάλεσμα του νεκρού. Τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Τότε ο Κωνσταντίνος ανασταίνεται για να εκτελέσει την υπόσχεση του. Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου παρόλο που εντάσσεται σ’ ένα χώρο υπερφυσικό γίνεται με τρόπο εντελώς φυσικό. Ο Κωνσταντίνος βγαίνει από τον τάφο, καβαλικεύει το άλογο του και ξεκινά για τη Βαβυλώνα, για να φέρει πίσω την κόρη. Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών συνδέεται συνήθως με κάτι κακό. Ο νεκρός βγαίνει από το μνήμα για να πάρει εκδίκηση. Ο Κωνσταντίνος όμως, στην παραλογή ανασταίνεται για να εκτελέσει ένα καλό σκοπό, μια υπόσχεση που είχε δώσει παλιά.
Ο Κωνσταντίνος φθάνει στην Αρετή. Τώρα η αφήγηση μπαίνει σε χρόνο ενεστώτα, για να ζωντανέψει τη σκηνή. `Ενας διάλογος αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο αδέλφια. `Ενας διάλογος περιττός γιατί τα άστοχα ερωτήματα της Αρετής παραμένουν αναπάντητα. Σκοπός του διαλόγου είναι η επιβράδυνση της υπόθεσης και η αύξηση της αγωνίας.
Την ανεβάζει λοιπόν στο άλογο του και ξεκινούν. Στο δρόμο τα πουλιά βλέπουν το παράξενο ζευγάρι με έκπληξη, θαυμασμό και απορία. Παίρνουν ανθρώπινη μιλιά και εκφράζουν την απορία τους. Τα λόγια των πουλιών επαναλαμβάνονται σαν ερωτήματα από την Αρετή προς τον αδελφό της. `Ομως ο Κωνσταντίνος δεν της αποκαλύπτει την αλήθεια, αλλά βρίσκει διάφορες παραπλανητικές απαντήσεις. Η Αρετή, όμως, υποψιάζεται την αλήθεια. Και ο διάλογος αυτός επιβραδύνει την υπόθεση.
Η αφήγηση συνεχίζεται σε χρόνο ενεστώτα. Τα δύο αδέλφια φθάνουν μπροστά από την εκκλησία. Ο νεκρός Κωνσταντίνος εξαφανίζεται. Μπορούμε να δώσουμε δύο ερμηνείες: είτε γιατί οι «δαίμονες» εξαφανίζονται μπροστά στα σύμβολα της θρησκείας, είτε γιατί έχει εκτελέσει πια την υπόσχεση του. Η Αρετή τώρα καταλαβαίνει. Βλέπει το ερημωμένο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και ακούει την απελπισμένη φωνή της μητέρας της. Η Αρετή της αναγγέλλει την άφιξη της και γίνεται η αναγνώριση. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζονται γεμάτες χαρά και συγκίνηση. Η χαρά όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ. Ο θάνατος θα έρθει να πάρει τη θέση της.
Το θέμα του θανάτου κυριαρχεί σε όλο το τραγούδι. Καθορίζει την εξέλιξη της υπόθεσης. Από την αρχή κιόλας θα έρθει να αναστατώσει και να καταστρέψει την ευτυχία της οικογένειας. Στο τέλος του ποιήματος δεν απομένει απολύτως τίποτε από την οικογένεια αυτή.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.