Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Ο στρατιώτης – της Φωτεινής Τέντη


Η Ειρήνη ανακάτευε τις φακές στην κουζίνα, όταν μια σκιά στο παράθυρο χαμήλωσε το φως του σπιτιού. Άφησε τις φακές να βράζουν και βγήκε στην αυλή. Από τη διπλανή πόρτα, βγήκε η κυρία Αριστέα. Ένας άντρας με βρώμικα μούσια και μακριά μαλλιά στεκόταν μπροστά στο σπίτι. Ήταν ψηλός κι αδύνατος, κακοταϊσμένος και κουρασμένος. Το πρόσωπό του, όσο ξέφευγε από τη γενειάδα, ήταν μόνο κόκκαλα και δέρμα. Φορούσε σκισμένο αμπέχωνο και τρύπιες, κακοπαθημένες αρβύλες.

Οι δύο γυναίκες τον κοίταξαν στα μάτια. Η Αριστέα που είχε δει πολλούς νεκρούς στη ζωή της, θυμήθηκε το βλέμμα του πατέρα της όταν πέθανε. Η Ειρήνη που ήταν ακόμα νέα, δεν είχε κάποιον πεθαμένο να σκεφτεί.

«Θέλεις βοήθεια, φαντάρε;» ρώτησε η μεγάλη γυναίκα.

«Αν θες φαγητό, βράζω φακές» είπε η νεότερη.

Ο στρατιώτης δεν μίλησε, μόνο κοιτούσε, κοιτούσε ψηλά, την καρυδιά που είχε αρχίσει να ξεραίνεται και του ήρθε κάτι σαν ντροπή.
Τότε, άκουσε τις στριγγλιές των δύο γυναικών που όρμαγαν να τον αγκαλιάσουν.

«Μη με πλησιάζετε! Είμαι γεμάτος ψείρες, μείνετε μακριά μου, μέχρι να καθαριστώ» είπε εκείνος και τις σταμάτησε πριν τον ακουμπήσουν.

Οι φωνές τους έβγαλαν από τις γύρω πόρτες άντρες, γυναίκες και παιδιά κι άρχισαν κι εκείνοι να στριγγλίζουν μαζί μ’ εκείνες γιατί είχε επιστρέψει ο Γιώργης που τον είχαν για σκοτωμένο στον πόλεμο.

Βάλαν τη μάνα του να κάτσει σε μια καρέκλα κι εκείνη έκλαιγε και άπλωνε τα χέρια της στον αέρα σαν να τον αγκάλιαζε. Η Ειρήνη στεκόταν όρθια πίσω από την πεθερά της, κάπως φοβισμένη μ’ αυτόν που έλεγε πως ήταν ο Γιώργης, ο άντρας της. Ετούτος ήταν άγριος και στεγνός, ενώ ο Γιώργης της ήταν γλυκός και μαλακός σαν αφράτο ψωμί.
Στήσανε καζάνι μέσα στην αυλή με καυτό νερό. Φέρανε και τον κουρέα. Κρέμασαν κι ένα σεντόνι να τον κρύψουν κι ο Γιώργης γδύθηκε κι έκανε μπάνιο. Τα ρούχα του, άναψαν φωτιά και τα κάψανε. Ο κουρέας με τη φαλτσέτα του, τον ξύρισε ολόκληρο. Δεν έμεινε τρίχα πουθενά, ούτε στο κεφάλι, ούτε στο σώμα, ούτε στ’ αχαμνά του. Ειδικά στ’ αχαμνά του, τον ξύρισε με πάσα προσοχή γιατί τα άτιμα τα ζωύφια εκεί στο δέρμα κόλλαγαν περισσότερο και ήταν δύσκολο να τα ξεκολλήσει. Οι ψείρες που τον είχαν πνίξει έπεσαν στο καυτό νερό και τσιτσίρισαν. Η Ειρήνη τους έδωσε ρούχα και τον ντύσαν.
Όταν κατέβασαν το σεντόνι, οι δυο γυναίκες έβαλαν πάλι τις φωνές. Ήταν ίδιος ο παππούς του ο Γιώργης, όταν τον ξεθάψαν από τον τάφο στα τρία χρόνια. Μόνο μαύρο δέρμα και κόκκαλα, ίδιος λείψανο αγίου.

Μετά, έπεσαν πάνω του και έκλαιγαν. Κόντεψαν να τον γκρεμίσουν. Τον πήραν μέσα στο σπίτι του και η Ειρήνη, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι τους, στη δεξιά μεριά, εκείνη που του άρεσε να κοιμάται. Του έφεραν τις φακές που είχαν βράσει πια, και ψωμί βρεγμένο. Τώρα με τον πόλεμο, μόνο αυτά είχαν για φαΐ. Έφαγε δυο κουταλιές φακή και ψωμί καθόλου.

Πότε κλαίγαν οι γυναίκες, πότε εκείνος πότε και οι τρεις μαζί. Η Αριστέα ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι και η Ειρήνη στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Κοιμήθηκαν μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Μετά, η Αριστέα πήγε δίπλα στο σπίτι της και η Ειρήνη σηκώθηκε να φτιάξει λίγο φασκόμηλο στο Γιώργη που ήταν δυναμωτικό. Όταν ο Γιώργης ήπιε το αφέψημα, η Ειρήνη κοίταξε τα μάτια του, μήπως και είχαν πάρει ζωή, αλλά το βλέμμα του πεθαμένου δεν είχε αλλάξει. Η γυναίκα έπιασε να τον χαϊδεύει και να του λέει γλυκόλογα. Ξάπλωσε πάλι δίπλα του και του ψιθύριζε στ’ αυτί και του χάιδευε το κορμί μήπως και τον ξυπνήσει. Ο Γιώργης όλη μέρα δεν κουνήθηκε, ούτε της μίλησε καθόλου. Ούτε στη μάνα του μίλησε. Έφαγε λίγο κι έμεινε ξαπλωμένος μέχρι το βράδυ. Η Ειρήνη τη νύχτα άρχισε πάλι να τον χαϊδολογάει. Τα χέρια της σκόνταφταν στα κόκκαλα του. «Θα φτιάξει» σκεφτόταν, θα τον τάιζαν, θα του ’διναν δυναμωτικά και θα συνερχόταν. Νέος άνθρωπος ήταν, μόνο εικοσιπέντε χρονών.

Πέρασαν μέρες με το φαντάρο να μην κουνιέται από το κρεβάτι, ούτε να μιλάει, ούτε να τρώει, μόνο να κοιμάται και να ξυπνάει. Μια νύχτα, η Ειρήνη κατέβασε το χέρι της πιο χαμηλά. Το πέρασε μέσα στο σώβρακό του και έκανε να χαϊδέψει τα αχαμνά του. Ο Γιώργης της άρπαξε το χέρι και το έσπρωξε μακριά του.

«Τι κάνεις εκεί πέρα; Δεν βλέπεις; Θα γεμίσεις αίματα…»

Η Ειρήνη σάστισε, αλλά τραβήχτηκε χωρίς να μιλήσει.

Προσπάθησε κι άλλες φορές. Ο Γιώργης φώναζε πως θα γέμιζε τα χέρια της αίματα και την έσπρωχνε να τον αφήσει.

Αν και ντρεπόταν πολύ, η κοπέλα το είπε στη μάνα του άντρα της. «Κυρά-Αριστέα, ο Γιώργης το και το… Δεν τα λέει καλά»

«Είναι νωρίς ακόμα για έρωτες!» της είπε η γυναίκα. «Περίμενε να συνέλθει το παιδί μου και θα δεις πως όλα θα γίνουν όπως παλιά. Πολύ βιάζεσαι, δεν βλέπεις ότι είναι ακόμη άρρωστος;»
Πέρασε ένας μήνας ολόκληρος και δεν άλλαξε τίποτα. Ο Γιώργης ούτε κρέας έπιανε, ούτε από το κρεβάτι σηκωνόταν κι όλο έλεγε τα περίεργα για αίματα και το σώβρακό του που ήταν κόκκινο.
Στο τέλος οι δυο γυναίκες απελπισμένες, αφού ούτε ο γιατρός μπόρεσε να τον βοηθήσει, φέραν τον Ντελή, το μάγο. Ο Ντελής ήταν ξένος, αλλά είχε φύγει πολλά χρόνια από τον τόπο του, γι’ αυτό λογιζόταν για ντόπιος. Έμενε δυο συνοικίες πιο κάτω και ήταν ξακουστός, και νεκρούς ανάσταινε. Ήταν γέρος και με δυσκολία μετακινιόταν, όμως όταν του είπαν την περίπτωση, δέχθηκε να πάει ως το σπίτι του Γιώργη.

Έβγαλε τις γυναίκες από το δωμάτιο και έκατσε στο κρεβάτι του στρατιώτη.
«Πού είναι το αίμα, φαντάρε;» τον ρώτησε.
«Να, εκεί κάτω» είπε ο Γιώργης και έδειξε το σώβρακό του.
«Τι έπαθες και πλήγιασες;»
«Μου κόψανε τ’ αχαμνά» είπε ο Γιώργης και κατέβασε το σώβρακο.
«Κοίτα, τίποτα δεν μου αφήσανε… Αίμα, χάνω τόσον καιρό και ξέρω πως θα πεθάνω, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά».
«Ποιος σου το έκανε αυτό, Γιώργη; Ο οχτρός;»
«Όχι… Θα σου πω, αλλά να μην το πεις ποτέ στην Ειρήνη. Ορκίσου μου…»
«Στο ορκίζομαι, πες!»

«Αυτός… Ήταν πολλά τα μαμούνια. Οι ψείρες… εκείνες φταίνε για όλα. Όχι, εκείνον δεν μπορώ να τον κατηγορήσω, έκανε ό,τι μπορούσε. Μα οι διάολοι ήταν κολλημένοι στο δέρμα μου και δεν έπεφταν. Μου το είπε εκείνη την ημέρα. Κρατούσε τη φαλτσέτα και μου είπε: Γιώργη, δεν γίνεται, πρέπει να στα κόψω, αλλιώς οι ψείρες θα σου καταπιούν το αίμα και θα πεθάνεις. Δεν φεύγουν, αλλιώτικα. Του είπα να τα κόψει. Εγώ του είπα να τα κόψει. Ήταν ατίμωση να πάω από τις ψείρες. Εγώ ο Γιώργης, να νικηθώ από τα μαμούνια! Καλύτερα το αίμα μου να το πιεί το σεντόνι, παρά εκείνες. Έκανε μία με τη φαλτσέτα και τα ‘κοψε. Έτσι έγινε. Του είπα να τα κρατήσει και να τα φέρει όταν με θάψουν να τα βάλουν στο φέρετρο. Θα πεθάνω από το αίμα, αλλά οι ψείρες δεν με φάγανε. Φύγε τώρα και να πεις στην Ειρήνη και στη μάνα μου πως τις αγαπώ».

Ο Ντελής σκέπασε το στρατιώτη με το λευκό σεντόνι και βγήκε στην αυλή που περίμεναν οι δυο γυναίκες.
«Πέθανε» είπε, «να πάτε να τον πλύνετε, με προσοχή όμως γιατί τα αχαμνά του τρέχουν ακόμα αίμα».
Οι δυο γυναίκες τρέξαν στο δωμάτιο του Γιώργη και τον βρήκαν νεκρό με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα. Το βλέμμα του, τώρα έμοιαζε πιο ταιριαστό πάνω του. Ο Ντελής μπήκε στο δωμάτιο πίσω τους.
Οι γυναίκες έκλαιγαν βουβά πάνω από το σώμα του Γιώργη.
«Μου είπε να σας πω, πως σας αγαπάει και πως σας αφήνει ευχή και κατάρα να μην τον θάψετε, αν δεν ειδοποιήσετε πρώτα τον κουρέα».
Ύστερα, ο Ντελής έφυγε για να γυρίσει στο σπίτι του, δυο συνοικίες παρακάτω.

 Φωτεινή Τέντη




0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:

- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .

- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.

- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.

- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.

- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .

H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...