- Θα σου παίξω Μέντελσον.
Κλείνω τα μάτια. Πρέπει να κάνω κάποτε κανένα ταξιδάκι στα νησιά. Ναι, κάποτε, σε δέκα - δεκαπέντε μέρες. Δεκαπέντε ολόκληρες μέρες! Οι μέρες γίνουνται νύχτες, περνούνε γρήγορα σαν όνειρο, σαν όνειρο μιας νύχτας ανοιξιάτικης... Τα δάχτυλα, πάνω στα φιλντισένια πλήχτρα, ξυπνούν τις αρμονίες...
Άνοιξη, ανθίζουν τα σινάπια και τα μοσχομπίζελα μέσα στο δάσος, έξω από την Αθήνα. Ο Πουκ, με συντροφιά τα ξωτικά, διασκεδάζουν το Θησέα και την Ιππολύτη ώσπου να στρογγυλέψει το νιόβγαλτο φεγγάρι που θα καμαρώνει από ψηλά την τελετή του υμεναίου... Ο Έρωτας πετάει στο διάστημα, ονειροπαίρνει την Τιτάνια, την κάνει κι ερωτεύεται. Παράτησε τον Όμπερον, το βασιλιά του δάσους, κι ερωτεύεται μια γαϊδουρίσια κεφαλή. - Σ' αγαπώ, της λέει. - Κυρία μου, δε βλέπω τι μου βρήκατε και μ' αγαπήσατε, δεν είναι λογικό - μ' όλο που, βέβαια, το λογικό κι ο έρωτας ποτέ τους δεν ταιριάξαν...
Στην άκρη κάθε φύλλου σιγοτρέμει κι από μια δροσοσταλίδα. Τι οραματισμός σεληνοφωτισμένος! Να ζεις μέσα στη βορινή ομίχλη και να ονειρεύεσαι γλυκές βραδιές της Αττικής. Οι φυλακισμένοι, κλειστοί μέσα σε τέσσερα ντουβάρια, βλέπουν τους πιο λαμπρούς χρωματισμούς, τα πιο χαρούμενα τοπία. Ένα όνειρο ανοιξιάτικο, ένα παραμύθι...
... Το βασιλόπουλο χώθηκε μέσα στο παρθένο δάσος. Χτυπώντας δεξιά-ζερβά με το πλατύ σπαθί του, ανοίγει τ' άγνωστο μονοπάτι, φτάνει περήφανο κι ανήσυχο στον κρυσταλλένιο πύργο, εκεί που κοιμάται χρόνια η Πεντάμορφη.
Σε κάθε πάτημά του αντιλαλεί ως πέρα ο κρυσταλλένιος ήχος, σαν από μυριάδες ασημένια κουδουνάκια. Κι όποτε σταματά στο δρόμο του, τότε η σιωπή γλιστράει μ' ακροβασίες πάνω στην κόψη του σπαθιού του. Τα παραμύθια μένουν αληθινά για πάντα, στους αιώνες των αιώνων. Στην αρχή της δημιουργίας ήταν το παραμύθι...
Λοιπόν, πήρε μ' ευλάβεια στην αγκαλιά του την κοιμισμένη βασιλοπούλα και την κατέβασε προσεχτικά μέσα στο ξαφνισμένο δάσος. Τότε οι πυγολαμπίδες ανάψανε μεμιάς τα φαναράκια που έχουν κρεμασμένα πίσω τους πιο κάτω από τη μέση.
Την ξάπλωσε πάνω στο μαλακό χορτάρι κι απόμεινε να την κοιτά. Δεν τόλμησε να την αγγίξει, τη νόμιζε κι αυτή από κρύσταλλο, δεν ήξερε τι να την κάνει.
Ένα πουλάκι σειέται στην άκρη του κλωνιού και γλυκοκελαδά. Του αποκρίνεται ολόκληρο το δάσος μ' ένα παθητικό κελάδημα. Τριγύρω, μέσα στις φυλλωσιές, τα ξωτικά τους παρακολουθούν με πονηρά ματάκια, θροΐζουν πάνω στα κλαριά που ανάλαφρα λυγίζουνόπως στο φύσημα της αύρας... Στην άκρη του κλωνιού σίμωσε κι ένα δεύτερο πουλάκι και τσιμπολογιέται με το πρώτο. Ξεθάρρεψε το βασιλόπουλο, χαϊδεύει τα χρυσά μαλλιά της, έπειτα σκύβει και τη φιλά στο μέτωπο.
Του φάνηκε για μια στιγμή σα να μισάνοιξε τα μάτια. Κάθεται πλάι της για ώρες, με την ελπίδα πως όπου να 'ναι θα ξυπνήσει. Μα καθώς πείνασε στο τέλος, την παράτησε να πάει για κυνήγι. Αμέσως σφυρίξανε τα ξωτικά - όπως το συνηθάνε - και μαζωχτήκαν γύρω στην Πεντάμορφη. - Χι, χι... - Για δες ένα στηθάκι! - Πάω να το τσιμπήσω... - Θα τη γαργαλήσω... - Χλμ-χλμ - πλατάγισαν τις λαίμαργες γλωσσίτσες τους...
Εκεί που το βασιλόπουλο τριγυρνούσε μες στο δάσος, είδε από μακριά ν' αστράφτουν τα νερά μιας λίμνης και μια νεράιδα με ξέπλεκα μαλλιά να παίζει στ' ακρογιάλι. Πλησίασε σιγά-σιγά.
Καθώς τον είδε, η νεράιδα έβαλε τα γέλια. Παρατάει την ακρολιμνιά κι αποτραβιέται πλατσουλίζοντας μες στο νερό - κι όπως το χτυπάει παιχνιδιάρικα με τα χεράκια της, ξεπεταχτήκανε ολούθε διαμάντια και ζαφείρια. Το βασιλόπουλο τρέχει να την προφτάσει, μα η λίμνη όλο και ξεμάκραινε μπροστά του μαζί με την απάλινη νεράιδα που ακόμα τον κοιτάει και γελά.
Τότε σκέφτηκε την κοιμισμένη και γυρίζει πίσω να την ξενυχτήσει.
Τη βρήκε καθισμένη πάνω στο χορτάρι να πλέκει ένα στεφάνι από λογής-λογής λουλούδια και να σιγοτραγουδά. Τα ξυπνημένα μάτια της χαμογελάσανε. Κάνει να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του - μα στέκεται δίχως να πάρει την απόφαση.
- Πώς ξύπνησες; τη ρώτησε.
- Με ξύπνησαν τα ξωτικά.
- Γιατί δε με περίμενες να σε ξυπνήσω;
- Περίμενα τόσον καιρό, βαρέθηκα στο τέλος.
- Κι όμως εγώ σε βρήκα και σ' έφερα εδώ περά.
- Με πέτυχες στο δρόμο σου, αυτό ήταν όλο κι όλο.
- Καλά, μα βρήκα σήμερα και μια νεράιδα. Και πριν να μπω μες στο παρθένο δάσος αντάμωσα πολλές νεράιδες κι έπαιξα μαζί τους.
- Μην είσαι νεραϊδοπαρμένος. Κοίτα καλά, εγώ για σένα ξύπνησα.
Σηκώνεται, το αγκαλιάζει τρυφερά και τον φιλάει με πάθος...
Μα εκείνη τη στιγμή γίνηκε η μεγάλη αλλαγή. Ο κόσμος αναρίγησε. Ήταν η στιγμή που πήραν τέλος τα παραμύθια, μια για πάντα, κι εξαφανίστηκαν από τα μάτια των ανθρώπων τα ξωτικά και οι νεράιδες. Σηκώθηκε η αχνάδα του παραμυθιού. Ο κόσμος παρουσιάστηκε γυμνός και τρέμοντας όπως τον ξέρουμε και τώρα.
Τι απογίναν το βασιλόπουλο και η πεντάμορφη; Το παραμύθι τέλειωσε, αρχίζει πια η πραγματικότητα.
Στην αρχή της δημιουργίας ήταν το παραμύθι. Μακάρι να 'ναι πάλι και στο τέλος της...
Κοσμάς Πολίτης, "Λεμονοδάσος"
ΠΗΓΗ...
http://opengreekschool.weebly.com
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.