Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Χωρίς απάντηση – της Βάνιας Σύρμου


Όπως τον κρατούσα μπρούμυτα στο έδαφος, με το κεφάλι γραπωμένο από τα μαλλιά, πιέζοντας πισθάγκωνα το αριστερό του χέρι, το δεξί του χέρι χαλάρωσε αφήνοντας το λουρί της τσάντας που έσφιγγε στη γροθιά του. Ξέπνοος απ’ την ένταση της καταδίωξης, μένοντας για δευτερόλεπτα ακίνητος πάνω απ’ τον δράστη, ένιωσα σαν ήρωας σε παγωμένη οθόνη αστυνομικής ταινίας. Όταν άρχισα να συνέρχομαι, κατάλαβα πως ακινητοποιούσα ένα εφηβικό γεροδεμένο σώμα που σπαρταρούσε ασθμαίνοντας κάτω από την πίεση των χεριών μου. Οι ελάχιστοι θαμώνες του καφενείου της πλατείας, θιασώτες των απροσδόκητων συμβάντων που ταράζουν την ακινησία του απομεσήμερου της επαρχιακής πόλης, μαζεύτηκαν γύρω μας με τη γνωστή αδιάκριτη περιέργεια : «Το τσογλάνι! Τι σου έφταιγε βρε η γυναίκα και την έκλεψες; Δε σου φτάνει το χαρτζηλίκι σου; Αλλά βέβαια τι ανάγκη έχετε εσείς οι νέοι! Όλα για την πλάκα σας…»

Στο άκουσμα της τρεμάμενης παράκλησης: « Αφήστε με!» συνήλθα από τον ηρωικό μου οίστρο. Πήρα τα χέρια μου από πάνω του, σηκώθηκα και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του. Πάγωσα όταν σήκωσε τα μάτια να με αντικρίσει. «Αναστάση, εσύ;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω κοιτάζοντας τα τρομαγμένα μάτια του με το γνώριμο σημάδι πάνω απ’ το δεξί φρύδι, ενθύμιο παιδικής σκανταλιάς. Έσκυψε το κεφάλι. Σαστισμένος ακόμα, τον πήρα παράμερα στο παγκάκι, προστατεύοντάς τον απ’ την αδιακρισία των άλλων γύρω μας. Καθίσαμε σιωπηλοί, με την τσάντα, όριο ανάμεσα στους δυο κόσμους μας. Ένιωθα άβολα, σχεδόν ντροπή, για τη βιαιότητα της ματαιόδοξα ηρωικής σύλληψης του δράστη, που δεν ήταν άλλος από τον Αναστάση, νέο μαθητή μου στην Τρίτη Γυμνασίου και πρώτο μπόι στην τάξη του. Όση ώρα δεν μιλούσαμε, συνειδητοποίησα πως γι’ αυτό το παιδί, που με παρακολουθούσε πάντα με βλέμμα ξύπνιο απ’ το τελευταίο θρανίο δίπλα στο παράθυρο, γνώριζα ελάχιστα.

Τη σιωπή μας αποφάσισε να λύσει εκείνος πρώτος, χωρίς να του το ζητήσω. Άρχισε να μου αφηγείται, με λόγο ασυνάρτητο στην αρχή και με συχνές παύσεις, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά: πώς παραφύλαξε την ηλικιωμένη κυρία την ώρα που σήκωνε χρήματα από το αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας και πώς την ακολούθησε για να της αρπάξει την τσάντα στην κατάλληλη ευκαιρία. Στο σημείο που η γυναίκα έβαλε τις φωνές κι εκείνος πανικόβλητος άρχισε να τρέχει προς την πλατεία, αναγνώρισα και τον εαυτό μου σε ρόλο «φιλάνθρωπου σωτήρα» να τρέχει ξωπίσω του.

Σταμάτησε να μιλά το ίδιο απρόσμενα όπως ξεκίνησε. Γύρισα τότε προς το μέρος του και τον είδα σκυφτό να κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του. Τον άγγιξα ελαφρά στην πλάτη, επιζητώντας μάταια να επανορθώσω. Άρχισε ξανά να μιλά με ανάσα κοφτή. Τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε με την αδερφή και τους γονείς του στην πόλη μας. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα μια που ο πατέρας του ήταν τρία χρόνια τώρα άνεργος. Μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας και τα μεροκάματα της μητέρας, που δούλευε περιστασιακά σαν καθαρίστρια. Τελευταία είχαν κοπεί κι αυτά. Ζωή στερημένη. Φαγητό λιγοστό. Η ανέχεια στιγμάτιζε την κάθε τους μέρα. Η ανημπόρια της μάνας του τον γέμιζε φόβο.

Στο κοινωνικό παντοπωλείο είχε πάει το μεσημέρι εκείνο με τους γονείς του για να βοηθήσει. Ήταν αυτός που βρήκε τη μάνα του λιπόθυμη στο πάτωμα ακούγοντας το γδούπο του σώματός της δίπλα στα τρόφιμα που ‘χαν χυθεί απ’ το ράφι. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν. Όπως την είδε κάτωχρη, ο προηγούμενος φόβος του μετατράπηκε σε θυμό. Ήταν θυμός που τον κυρίευσε, μούδιασε το μυαλό του και τον έσπρωξε στο ρίσκο μιας θολωμένης απόφασης.

Σε όσα άκουσα, σιώπησα. Δεν τον συμβούλεψα, δεν τον παρηγόρησα, δεν του μίλησα για το μέλλον. Δεν έκανα όλα αυτά που θα’ πρεπε ίσως να ‘χε κάνει ένας δάσκαλος. Δεν βρήκα τι να του πω. Η ηχηρή σιωπή μου τον ξάφνιασε. Με κοίταξε με απορία. «Μην ανησυχείς. Θα τα κανονίσω εγώ.», ήταν το μόνο που του είπα.

Ο Αναστάσης δεν ξαναμίλησε. Τον είδα να απομακρύνεται με ώμους κυρτούς. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τον άφησα να φύγει χωρίς απάντηση. Απ’ το λήθαργο των σκέψεων με ξύπνησε το τρόπαιο του ματαιωμένου ηρωισμού του, η τσάντα, που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά δίπλα μου και τώρα έχασκε ορθάνοιχτη και …άδεια.





ΠΗΓΗ...http://frear.gr

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:

- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .

- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.

- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.

- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.

- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .

H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...