Δεκαετία του '70 σε κάποιον επαρχιακό, χωματόδρομο......
Το κόκκινο 50ράκι μοτοποδήλατο, μάρκας suzuki, αγκομαχάει στον κακοτράχαλο, όλο λακούβες αγροτικό δρόμο, βγάζοντας πυκνό μαύρο καπνό, κουβαλώντας τους δυό επιβάτες του.
Ο οδηγός με επιδέξιους χειρισμούς, κρατώντας γερά το τιμόνι, προσπαθεί να ισορροπήσει, αποφεύγοντας τις πολυάριθμες κοτρόνες, που είναι διάσπαρτες κατά μήκος του δύσβατου δρόμου.
Πίσω του, ένα μικρό αγόρι γύρω στα δέκα, έχει γαντζωθεί επάνω του, κρατώντας σφιχτά από τη μέση την μπλούζα του οδηγού, με γερμένο το κεφαλάκι του δεξιά, κοιτάζει το τοπίο, που περνάει από τα μάτια του.
Ο Γιάννης, ο οδηγός, είναι ένας ξερακιανός σαραντάρης, με μελαμψό δέρμα και σφιχτά χαρακτηριστικά και το πρόσωπό του έχει αρχίσει να γεμίζει με ρυτίδες, πρόωρα, σημάδι των πολλών κακουχιών, που έχει ζήσει.
Έχει μεγαλώσει ορφανός, μιας και ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Γερμανούς και δεν τον γνώρισε, αφού ήταν νεογέννητο μωρό, όταν συνέβη το μοιραίο.
Τον μεγάλωσε η χήρα μάνα του, με όλες τις στερήσεις και τα δύσβατα εμπόδια της εποχής. Μια υπερήφανη πανύψηλη μαυροντυμένη γυναίκα,με καταγάλανα μάτια, που παρά την ανέχεια, δεν το έβαλε κάτω και έδωσε τον αγώνα της επιβίωσης με αξιοπρέπεια.
Όντας ορφανός, ο Γιάννης, αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός στις υλοτομίες και χωρίς πολλά γράμματα, ακολούθησε την δική του μοναχική πορεία στη ζωή, με περηφάνεια και μια ελεύθερη στάση ζωής, μη προσκυνώντας και μη συμβιβαζόμενος με ορισμένα "παράλογα" της εποχής. Αυθεντικός ρεμπέτης, του άρεσε πολύ ο χορός και η διασκέδαση, αποβάλλοντας και ξορκίζοντας με τον τρόπο αυτό, όλα τα χαστούκια της ζωής του. Εξαιτίας του ανήσυχου χαρακτήρα του, πολλές βραδυές είχε διανυκτερεύσει στα κρατητήρια της τότε χωροφυλακής. Του άρεσε να πίνει και να γλεντάει, χωρίς όμως να δημιουργεί προβλήματα στους γύρω. Ξεσπούσε με τον χορό και ανακούφιζε την ψυχή του.
Το μικρό αγοράκι πίσω του, ήταν ανηψιός του, που με μια φράση "Έλα να σε πάω μια βόλτα" , σκαρφάλωσε αμέσως στο παλιό μηχανάκι, χωρίς δεύτερη σκέψη, επιζητώντας παιδικές περιπέτειες πηγαίνοντας μαζί του.
Μετά από μια ώρα ταξιδιού στον ανώμαλο χωματόδρομο, φτάνουν κατασκονισμένοι και οι δυο τους σε ένα μικρό χωριουδάκι. Σταματούν στην όμορφη πλατεία με την παλιά εκκλησία σε μιαν άκρη, και ο μικρός, βλέπει εκστασιασμένος το ζευγάρι των πελαργών στην κορυφή του καμπαναριού, να βγάζουν παράξενα κροταλίσματα με τα μεγάλα ράμφη τους.
Κρατώντας τον μικρό από το χέρι, ο μεγάλος της παρέας, τον οδηγεί σε ένα χαμηλό, ασπρισμένο με ασβέστη οίκημα, με μια περίεργη σκεπή με παλιά τούρκικα κεραμύδια, έτοιμη θαρρείς να καταρρεύσει.
Πάνω από την κεντρική ξύλινη πόρτα, μια κακογραμμένη, με πινέλο, επιγραφή, καλωσόριζε τους επισκέπτες: "Καπηλειό του Νταβέλη".
Δρασκελίζοντας τα τρια σκαλοπάτια, οι δυο ήρωές μας, μπαίνουν στο υπόγειο ταβερνάκι, νιώθοντας μια ευχάριστη δροσερή ατμόσφαιρα να χαιδεύει τα μάγουλά τους. Οσμές από φρεσκομαγειρεμένα ψαράκια, ερεθίζουν τα ρουθούνια τους, ενώ ένας χοντρός άντρας, τρίβοντας το παχύ του μουστάκι, τους καλωσορίζει. Σκουπίζοντας τα χέρια του στην βρώμικη άσπρη ποδιά του, χαιρετά τον Γιάννη, ενώ χαιδεύει στο κεφάλι τον μικρό επισκέπτη.
Κάθονται σε δυο ψάθινες καρέκλες, και αμέσως το τραπέζι στρώνεται με τα απαραίτητα αξεσουάρ. Ένα παλιό πρασινισμένο ενυδρείο, πάνω στο τεράστιο ψυγείο βιτρίνα, τραβάει το βλέμμα του μικρού, που μαγεμένο παρατηρεί τα δυο μικροσκοπικά χρυσόψαρα να κολυμπούν ανέμελα.
Στο απέναντι ντουβάρι σε μια εσοχή, δυο μεγάλες κορνίζες με το βασιλικό ζεύγος, και μια γαλανόλευκη κορδέλα με την επιγραφή "ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ".
Ένα πολύχρωμο τζουκ μποξ χωμένο σε μια κόχη, μαγνητίζει και εντυπωσιάζει με τα φωτεινά του λαμπάκια.
Ο χοντρός ιδιοκτήτης με αργές νωχελικές κινήσεις σερβίρει τους δυο νεόφερτους, μια μικρή πιατέλα με πέντε έξι σαρδελίτσες, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα και πασπαλισμένη με χοντρό αλάτι, και ένα κρεμύδι τεμαχισμένο. Ένα καραφάκι ούζο για τον Γιάννη και μια παγωμένη πορτοκαλάδα για τον μικρό.
Δέκα λεπτά αργότερα, κι ενώ ο μεζές έχει εξαφανιστεί και το καραφάκι μισοάδειασε, ξαφνικά ο μεγάλος της παρέας, σηκώνεται και κατευθύνεται προς το "ηλεκτρόφωνο". Ρίχνει σε μια σχισμή ένα μικρό κέρμα και στη συνέχεια πατάει κάποια πλήκτρα με γράμματα και αριθμούς, επιλέγοντας κάποιο τραγούδι να παίξει από το "εξωγήινο" μηχάνημα.
Στη στιγμή το μικρό καπηλειό, πλημμυρίζει από σκρατσαρισμένες νότες μπαγλαμάδων και η αρχοντική ένρινη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, δονεί την ατμόσφαιρα του υπογείου μαγαζιού:
"Άϊντε σαν πεθάνω, τί θα πούνε
Ο Γιάννης, στημένος στο κέντρο του μαγαζιού, με απλωμένα τα χέρια του, σαν σταυραετός, κοιτώντας στο κενό, με βλέμμα περήφανο, αετίσιο, χορεύει με βήματα μακρόσυρτα, παλικαρίσια.
Μπορείς να διακρίνεις, τον εξομολογητικό του πόνο, το παράπονο για τα χτυπήματα που έχει δεχτεί από τη μοίρα, αλλά εξίσου μπορείς να δεις την αξιοπρέπεια, την δύναμη που εκπέμπει, τις σιδερένιες του άμυνες, το πείσμα για ζωή, για όνειρα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.