I
Στην πύρινη σελήνη απάνω διάβαινε η συννεφιά
Θυμίζοντας την κάπνα που αναδίνει η πυρκαγιά,
Ενώ, στον ορίζοντα, το δάσος απλωνόταν σκοτεινό.
Καθώς πορευόμασταν αμίλητοι στο χορτάρι το νωπό,
Μες στις φτέρες τις ψηλές και την ερείκη τη φουντωτή,
Ξάφνου, κάτω από έλατα που θυμίζουν μιαν άλλη γη,
Αντικρίσαμε ίχνη από νύχια που ’χαν αφήσει
Κάποιοι λύκοι ταξιδευτές που ’χαμε ιχνηλατήσει.
Αφουγκραστήκαμε, με κρατημένη την αναπνοή
Και με βήμα σ’ αναμονή. –Μήτε τα δάση μήτε η γη
Δεν σκόρπιζαν στους αγέρες τουλάχιστον μια πνοή·
Μόνο του πένθιμου ανεμοδείκτη η ουράνια κραυγή·
Σαν ο άνεμος πιο πάνω από τη γη υψωνόταν,
Μόνο πύργους μοναχικούς με τα πόδια αισθανόταν,
Και οι πέρα βελανιδιές, κόντρα στα βράχια γερμένες,
Στους αγκώνες φάνταζαν πως ξάπλωναν κοιμισμένες.
Μήτε ένα θρόισμα συνεπώς, ώσπου, ιχνεύοντας και πάλι,
Ο γηραιότερος κυνηγός, έσκυψε το κεφάλι,
Ξάπλωσε καταγής και έριξε στην άμμο μια ματιά·
Σύντομα, εκείνος που ως τώρα πάντα έκρινε ορθά,
Δήλωσε σιγανά πως τα χνάρια ετούτα τα νωπά
Προμήνυαν το βάδισμα και τα νύχια τα αιχμηρά
Δυο ενήλικων λύκων συντροφιά με τα δυο τους τα μικρά.
Συνεπώς κινήσαμε όλοι τα μαχαίρια μας μπροστά,
Και, κρύβοντας των τουφεκιών την ολόλευκή τους λάμψη,
Τ’ αργόσυρτό μας βήμα τις κλάρες έκανε στην άκρη.
Τρεις κοντοστάθηκαν, κι εγώ, ψάχνοντας τι αντικρίζουν,
Άξαφνα παρατηρώ δυο μάτια να λαμπυρίζουν,
Και, πέρα, διακρίνω τη σβελτάδα τεσσάρων μορφών
Να χορεύουν στη φεγγαράδα εν μέσω ερεικών,
Όπως κάνουν κάθε μέρα, με πάταγο μπροστά μας,
Σαν έρχεται ο αφέντης, τα όλο χαρά σκυλιά μας.
Όμοια ήταν η μορφή τους, όμοιος και ο χορός·
Όμως του Λύκου τα παιδιά παιχνίδιζαν σιωπηλώς,
Ξέροντας πως δυο βήματα πιο κει, κοιμούνται ελαφρά,
Εντός των τειχών, της ανθρώπινης έχθρας τα πυρά.
Ο πατέρας ήταν άγρυπνος, και πιο πέρα, σ’ ένα δεντρί,
Η λύκαινά του αναπαυόταν όπως η σμιλευτή
Των Ρωμαίων η λατρευτή, που με τον χνουδωτό κόρφο
Θήλασε δυο ημίθεους, τον Ρωμύλο και τον Ρώμο.
Ο Λύκος ήρθε κι έκατσε, με τα δυο πόδια τεντωμένα,
Από τα γαμψά τους νύχια μες στην άμμο βυθισμένα.
Έκρινε πως ηττήθηκε, μιας κι αιφνιδίως εγκλωβίστηκε,
Η φωλιά του εντοπίστηκε κι η φυγή του αποκλείστηκε·
Άρπαξε τότε με το μουσούδι του το φλογισμένο,
Απ’ τον ασθμαίνοντα λαιμό έναν σκύλο ξεθαρρεμένο,
Κι ούτε που χαλάρωσε τα ατσάλινα σαγόνια του,
Παρά τις τουφεκιές που διατρυπούσαν τα λαγόνια του,
Παρά τα, σαν τανάλια, μαχαίρια μας τα αιχμηρά,
Που βυθίζονταν σταυρωτά στα πλατιά του σωθικά,
Μέχρι που ήρθε η στιγμή το σκυλί το στραγγαλισμένο,
Στα πόδια του να πέσει, πριν απ’ αυτόν ξεψυχισμένο.
Ο Λύκος τότε το παρατά κι ύστερα προς εμάς κοιτά.
Τα μαχαίρια βρίσκονταν ακόμα στο στέρνο του βαθιά,
Καρφώνοντάς τον στη χλόη μες στα αίματα πνιγμένο,
Από τουφέκια μισοφέγγαρου θανάτου πλαισιωμένο.
Δεν σταματά να κοιτά μα στη συνέχεια ξαπλώνει,
Ενώ γλείφει το αίμα που στο μουσούδι του απλώνει,
Και, χωρίς καν ν’ αναρωτηθεί για τη βίαιη τροπή,
Κλείνοντας τα μεγάλα του μάτια, πεθαίνει δίχως κραυγή.
II
Στ’ αδειανό μου τουφέκι το μέτωπό μου απόθεσα,
Κι άρχισα να συλλογιέμαι, μα να με πείσω δεν μπόρεσα
Τη Λύκαινα και τα λυκόπουλά του να καταδιώξω·
Κι, ενώ τον ανέμεναν, τη σκέψη δεν έλεγα να διώξω
Πως χωρίς τους δυο γιους, η όμορφη και σκυθρωπή χήρα
Θα τον συντρόφευε στη μεγάλη του δοκιμασία·
Μα το καθήκον τής μάνας ήταν να τα σώσει, ώστε
Την αντοχή ενάντια στην πείνα να μεταδώσει, ώστε
Ποτέ να μην καταπατήσουν της πόλης τη συμφωνία,
Που συνήψε ο άνθρωπος με τα ζώα σε δουλεία
Που κυνηγούν υπό έλεγχο, για να ’χουν μιαν εστία,
Κείνα που στο δάσος και στον βράχο έχουν εξουσία.
III
Αχ! σκέφτηκα, παρά το σπουδαίο μας τίτλο, Άνθρωποι,
Ντρέπομαι τόσο για ’μάς, που είμαστε τόσο άτολμοι!
Πώς ν’ αποχωρούμε απ’ τη ζωή κι όλα της τα δεινά,
Μόνον εσείς το γνωρίζετε καλά, ζώα θαυμαστά!
Αν δεις τι υπήρξες στη γη και ποια η κληροδοσία,
Η σιωπή έχει ουσία· τα υπόλοιπα, είν’ όλα αδυναμία.
-Ω! σ’ ένιωσα στο πετσί μου, σένα άγριε ταξιδευτή,
Το ύστατο βλέμμα σου στην καρδιά μου μπήχτηκε καρφί!
Έλεγε: «Αν μπορείς, προσπάθησε ν’ ανέλθει η ψυχή,
Παραμένοντας, μ’ επιμονή, φιλομαθής και λογική,
Στην ύψιστη κορφή τής περηφάνιας της στωικής,
Που, στα δάση γεννημένος, ήμουν ο πρώτος αλπινιστής.
Στεναγμός, κλάμα, προσευχή, φαντάζουν όλα τους οκνά.
Τέλεσε το μακρύ και βαρύ σου έργο δυναμικά
Στον δρόμο που η μοίρα θέλησε να σε προσκαλέσει,
Κι όπως εγώ, υπέφερε, πέθανε δίχως να πεις λέξη».
[Σημείωση: Το ποίημα, La Mort du Loup, ένα από τα σπουδαιότερα του Alfred de Vigny, πρωτοδημοσιεύτηκε στη μηνιαία επιθεώρηση, La Revue des deux Mondes, το 1843. Επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο, το 1864, στη συλλογή φιλοσοφικών του ποιημάτων, Les Destinées. Η παρούσα μετάφραση είναι της αναθεωρημένης εκδοχής.]
ΠΗΓΗ...http://frear.gr/?p=15436
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.