Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017
Ζύμωμα
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Χέρια. Φούρνος! Νερό...
Η Στέλλα βιαστικά σταμάτησε στο περίπτερο της γειτονιάς της για να δει τα πρωτοσέλιδα. Κυριεύτηκε από μια πρωτόγνωρη έξαψη. Έπαιζε παντού. Τι κι αν δεν την ανέφεραν ονομαστικά. Τι κι αν δεν είχαν ιδέα πως αυτή ήταν υπεύθυνη για όλα. Διάλεξε τον αγαπημένο της τίτλο και αγόρασε την εφημερίδα από την οποία διακρινόταν ξεκάθαρα η φράση «Αδιανόητο! Και νέο κρούσμα δηλητηριασμένου ψωμιού» κι από κάτω με μικρότερα γράμματα «νέα εποχή τρομοκρατίας – η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό ύστερα από 5 δολοφονίες».
Κατάφερε να κρύψει το χαμόγελό της και προσεκτικά να βάλει την εφημερίδα στην τσάντα της καθώς σιγοψιθύριζε ασταμάτητα.
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Ζύμωμα. Φούρνος! Νερό...
Μέχρι να φτάσει στην γκαρσονιέρα που έμενε, η στιγμιαία χαρά της είχε ξεθωριάσει. Επέστρεψε μια θλίψη τόσο γνώριμη, τόσο παρείσακτη. Πέταξε την τσάντα της στο κρεβάτι και κοίταξε από το παράθυρο τον ασυγχώρητο ουρανό. Δεν πρόσεξε τον ήλιο που παιχνίδιζε με τα σύννεφα, ούτε τα χελιδόνια που πετούσαν χαμηλά. Τράβηξε την μπεζ κουρτίνα, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και έφτασε στα σκουριασμένα κάγκελα. Αυτομάτως έσκυψε να δει κάτω, απογοητευμένη από την απεραντοσύνη του ουρανού. Δεκαπέντε μέτρα. Μόνο τόσο. Όλα απείχαν ένα άλμα. Μόνο τόσο! Ξεφύσησε θυμωμένη με τον εαυτό της και γύρισε μέσα. Έπεσε στο πάτωμα με θόρυβο και έμεινε για ώρα να κοιτάει δίχως να βλέπει το ταβάνι. Πόσες μέρες είχε να κοιμηθεί, αλήθεια!
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Γροθιές. Φούρνος! Νερό...
Τράβηξε την πόρτα πίσω της και κεφάτα κατέβηκε τη φαγωμένη από τα χρόνια μαρμάρινη σκάλα της πολυκατοικίας. Ίσως και να ήταν επικίνδυνη μια νέα τιμωρία τόσο σύντομα. Αλλά τι είχε να χάσει. Έπρεπε να πληρώσουν. Οι άνθρωποι έπρεπε να πληρώσουν. Αν και είχε αποφασίσει πως το προηγούμενο ψωμί θα ήταν και το τελευταίο.
Έφτασε, μασώντας λέξεις από μέσα της, στον φούρνο της γειτονιάς της. Κοίταξε το μαγαζί. Δεν υπήρχε πελάτης. Έπιασε τη χρυσαφένια μεταλλική λαβή και έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα αγνοώντας τη λέξη με τα καλλιγραφικά μαύρα γράμματα «Έλξατε».
- Καλημέρα Στελλίτσα, πώς από εδώ;
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι...
- Συγνώμη;
- Μαγιά! Εεε, καλημέρα κυρ Θόδωρε. Θέλω να μου δώσεις νωπή μαγιά. Τη μεγάλη σαν τούβλο που είναι.
- Ναι, φυσικά γλυκιά μου. Αλλά μισό λεπτό. Συγγνώμη δεν έχω. Θα φέρω από βδομάδα. Θα ήθελες κάτι άλλο;
Εκείνη αντί να απαντήσει, έγνεψε έντονα αρνητικά.
- Πάρε αυτό το κρουασάν, δώρο από μένα.
- Δε χρειάζεται, ευχαριστώ.
- Επιμένω!
- Εντάξει.
Χαμογέλασε. Έσπρωξε για δεύτερη φορά τη γυάλινη πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Τόσα αυτοκίνητα. Τόσοι άνθρωποι. Τόσοι κακοί άνθρωποι που έπρεπε να τιμωρηθούν! Δεν υπήρχε χρόνος. Ούτε εναλλακτική. Ήταν σίγουρη πως την κοιτούσαν καχύποπτα. Αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να ξέρουν. Δεν ήξεραν. Στον πρώτο κάδο που συνάντησε άφησε το κρουασάν. Ένας θεός ήξερε τι μπορεί να είχε μέσα.
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Ξεκούραση. Φούρνος! Νερό...
Τόση απίστευτη φασαρία. Μηχανές. Και άνθρωποι. Και σκυλιά. Και τόση φασαρία, θεέ μου! Έπρεπε να φύγει από το δρόμο επιτέλους, αλλά πριν γυρίσει σπίτι έπρεπε να βρει μαγιά. Μαγιά!
- Καλημέρα Ρούλα, θέλω νωπή μαγιά.
- Καλημέρα κούκλα μου. Εδώ στο παντοπωλείο μόνο ξερή έχω. Νωπή έχει ο Θόδωρος.
- Δεν έχει. Από εκεί έρχομαι. Θα πάρω την ξερή. Έχεις μηχάνημα για κάρτες, σωστά;
- Ναι.
- Ωραία. Ανέπαφη παρακαλώ. Είναι του αδελφού μου.
- Έτοιμη κούκλα μου. Σε ευχαριστώ!
- Τα λέμε.
Επιτέλους τα είχε όλα. Ήταν έτοιμη ξανά. Κι αυτό της χάριζε μια γλυκιά ανακούφιση. Γύρισε ευδιάθετη σπίτι της. Έβγαλε τη λεκάνη από το ντουλάπι και την ξέπλυνε. Χλιάρωσε ένα μεγάλο μπρίκι νερό. Το έριξε μέσα στη λεκάνη μαζί με τη μαγιά. Ένα κοφτό κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη. Μια κοφτή κουταλιά της σούπας αλάτι. Ένα φλιτζάνι κίτρινο αλεύρι και μισό κιλό περίπου λευκό για όλες τις χρήσεις, το οποίο έπρεπε να πέσει σταδιακά στη λεκάνη. Ελαφρύ ανακάτεμα. Ελαιόλαδο μισό μπρίκι. Ελαφρύ ανακάτεμα! Και μετά το πιο ωραίο σημείο της διαδικασίας. Από το φαρμακείο είχε πάρει πριν καιρό ένα ανεξιχνίαστο υγρό που έμοιαζε πολύ με νεράκι του θεού, αλλά σκότωνε ακαριαία τα ποντίκια αν το πίνανε...
Ζύμωμα. Τόσο απολαυστικό το ζύμωμα. Γροθιά στη γροθιά. Και ξανά. Και πάλι! Μέχρι να γίνει η ζύμη ένα πελώριο ελαστικό μπαλάκι. Σε ζεστό μέρος για μια ώρα να ξεκουραστεί. Και μετά στο φούρνο. Στους 165 βαθμούς για 50 λεπτά. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει!
Ξαφνικά κάποιος χτύπησε την εξώπορτα. Εκείνη είδε από το ματάκι πως είναι ο Μάκης.
- Πώς είσαι Στέλλα;
- Μια χαρά. Γιατί να μην είμαι; Πέρνα μέσα.
- Χαίρομαι! Πως πάει η δουλειά ως διανομέας σε πρατήρια άρτου;
- Τέλεια! Βοηθάει πολύ ο Ορέστης. Συνάδελφος. Από παλιά στη δουλειά.
- Και αντέχεις να σηκώνεσαι τόσο νωρίς κάθε μέρα;
- Ναι.
- Δηλαδή κοιμάσαι και νωρίς.
- Ναι, ναι. Κοιμάμαι και νωρίς.
- Κατά τα άλλα;
- Κατά τα άλλα;
- Όλα καλά;
- Πάντα.
- Ωραία! Ωπ, τι βλέπω ψήνεις ψωμί; Θα μου δώσεις το μισό; Το θέλω.
- Εεε! Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση και τώρα φύγε! Έξω! Δρόμο!
- Καλά ντε, αδελφούλα, μη βαράς, φεύγω.
- Φύγε!
- Μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά;
Ως απάντηση του έδωσε τον θόρυβο μιας πόρτας που κλείνει κατάμουτρα. Μα να θέλει το ψωμί της; Το δικό της ψωμί; Το όπλο της τιμωρίας της για τους ανθρώπους; Ανεπίτρεπτο! Ασυγχώρητο!
- Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Νερό, μαγιά, ζάχαρη, αλάτι, αλεύρι, λάδι. Νεράκι φαρμακείου. Φούρνος! Νερό...
~
Η Βούλα ανακάθισε παρακολουθώντας τηλεόραση όταν στα χέρια της έφτασε μια εφημερίδα, η οποία δεν είχε κρυφτεί καλά κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ. Είχε τίτλο «Πέμπτο θύμα δηλητηριασμένου ψωμιού – Πού είναι η αστυνομία;». Απηυδισμένη πήγε στην κρεβατοκάμαρα όπου βρήκε τον άντρα της και του πέταξε το πρωτοσέλιδο. Εκείνος σκοτείνιασε.
- Μάκη, γιατί το κάνεις αυτό; Είσαι με τα καλά σου; Γιατί την αφήνεις μέσα στην πλάνη της; Γιατί την βοηθάς; Γιατί την ενθαρρύνεις; Τι πράγματα είναι αυτά;
- Βούλα μου, ο γιατρός είχε πει πως δεν χρειάζεται να εγκλειστεί. Πως είναι καλύτερα να μείνει έξω στον κόσμο. Είναι άκακη. Αρκεί να παίρνει την αγωγή της. Και να απασχολείται.
- Δε θυμάμαι να είπε πως πρέπει να τη σιγοντάρουμε στην παράνοιά της! Και τι έκανες; Μας ρεζίλεψες σε όλους; Σίγουρα στον περιπτερά για να σε βοηθήσει με τις εφημερίδες. Έπιασες όλη τη γειτονιά της και τους είπες για την περίπτωσή της; Θεέ μου! Δεν έφτανε ο Ορέστης, να ’ναι καλά το παιδί που την ανέχεται κάθε μέρα στη δουλειά.
- Δεν το είπα σε όλους. Περίπου. Το είπα σε όσους συναναστρέφεται πιο συχνά. Ή σε όσους μπορεί να έκανε κάποιο επεισόδιο.
- Και τα ψωμιά;
- Και τα ψωμιά είναι κάτι που την κρατάνε απασχολημένη. Της δίνουν κίνητρο. Ξεχνιέται. Την βοηθάνε να ξαναμπεί στον κόσμο! Κερδίζει χρόνο.
- Χρόνο;
- Φυσικά, μέχρι να συνέλθει!
- Σκοτώνοντας ανθρώπους στη φαντασία της; Υπάρχει επιστροφή από αυτό; Κι όταν συνέλθει αν οι «σκοτωμοί» της γίνουνε συνήθεια; Δε φοβάσαι πώς μπορεί να είσαι ο επόμενος;
- Δεν υπάρχει κάτι που δεν γιατρεύεται από την αγάπη!
- Μήπως περιμένεις να σου πει και ευχαριστώ κάποτε;
- Όχι.
- Αλλά;
- Απλά κάνω ό,τι θα έκανε κι αυτή για μένα. Όσο μπορώ. Όσο αντέχω.
Η Βούλα φάνηκε αβέβαιη.
- Δεν μπορείς να την βοηθήσεις πλέον.
- Όσο μπορώ. Όσο αντέχω! Σε παρακαλώ μείνε δίπλα μου. Σε έχω ανάγκη.
Εκείνη πήρε αγκαλιά τον άντρα της και οι λυγμοί του Μάκη έσβησαν με το πρώτο φως του ήλιου.
γράφει ο Σωκράτης Τσελεγκαρίδης
ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.