Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017
Στην σκοτεινή αποθήκη των αναμνήσεων
Τελειώνει και αυτή η χρονιά.
Όλοι μας κάνουμε τους απολογισμούς μας, όλοι μας τοποθετούμε στη ζυγαριά των πεπραγμένων μας τα θετικά και τα αρνητικά, ευελπιστώντας το ζύγι να γείρει στα καλά και τα συναισθηματικά.
Ανοίγοντας την πόρτα της αποθήκης των αναμνήσεών μου, μπαίνω στο υπόγειο ημίφως των χαραγμένων με ανεξίτηλες μπογιές, στιγμών που έζησα κι ένα νοσταλγικό ρίγος με διαπερνά.
Σηκώνω από τη μια γωνιά το χαλάκι με την χωμένη από κάτω του στοίβα των ενθυμημάτων, το τινάζω και αποκαλύπτω, στιγμές, σαν κινηματογραφικό φιλμ νουάρ, από το διάβα, το τόσο σύντομο, το τόσο "ανούσιο" θα πει κανείς, μα το τόσο δικό μου, προσωπικό και ανεκτίμητο.
Η πρώτη αίσθηση, αυτή που δεν περιγράφεται, οι οσμές, από τη φρεσκοκομμένη οξιά, που την συνοδεύει ο κρότος του μπαλτά και η συρικτή ιαχή του πατέρα, κόντρα στο ανώμαλο κούτσουρο, που αντιστέκεται στα αδυσώπητα χτυπήματα.
Και βέβαια η αξέχαστη, εκείνη η απερίγραπτη μυρωδιά της τηγανητής πατάτας, της ξεροψημένης με το χοντρό αλάτι και τη βουνίσια ρίγανη, που ποτέ και κανείς δεν μπορεί να συναντήσει στις μέρες μας.
Ξαραχνιάζοντας τον κρεμασμένο τορβά από τον τοίχο του νου, ανακαλύπτω τα φρεσκογεμισμένα λουκάνικα, με το χτυπημένο με το τσεκούρι κρέας από το οικόσιτο γουρούνι μας, να κρέμονται στις γριδιές, σαν ένας τεράστιος σιδηρόδρομος, και σαν να βλέπω μπροστά μου τη γατούλα να τα γλυκοκοιτάει γλείφοντας με λαιμαργία τα μουστάκια της, ενώ η οσμή του πράσου και του κόκκινου πιπεριού, ερεθίζουν τα ρουθούνια, κάνοντας τους σιελογόνους αδένες να ρέουν σαν χείμαρροι.
Ένας μικρός σκουριασμένος φακός, με την πλακέ μπαταρία, οδηγεί την αμαξοστοιχία του αναδρομικού μου συρμού, πίσω, στα Χριστουγεννιάτικα μονοπάτια, τότε που ξυπνούσαμε μετά τα μεσάνυχτα και εφοδιασμένοι με το μάλλινο σακίδιό μας, το μπαστουνάκι, άμυνα για τα επιθετικά σκυλιά, ξεχυνόμασταν στα σπίτια, να πούμε πρώτοι τα κάλαντα και να εισπράξουμε το μπαξίσι μας, συνήθως καραμέλες με γέμιση μέλι κι αν ήμασταν τυχεροί, κάποιο τετράγωνο κομμάτι χοιρινού λίπους η στην καλύτερη, ένα χωριάτικο λουκανικάκι.
Ένα ξεραμένο κούτσουρο από δαδί, με επαναφέρει στις παραμονές των γιορτών, ίπταμαι αυτόματα, υπερηχητικά με τη δύναμη του εγκεφάλου και μεταφέρομαι στα "Δεντράκια", εκεί που ολημερίς μαζεύαμε ξερόκλαδα και τις πεσμένες πευκοβελόνες, "κανταΐφι" τις λέγαμε, με σκοπό να φτιάξουμε την ξύλινη πυραμίδα και να την ανάψουμε το βράδυ, και να φωνάξουμε "κόλντα μπάμπο" και να στριφογυρίσουμε το αναμμένο, το δεμένο με σύρμα λαστιχένιο παπούτσι, να το στροβιλίσουμε γύρω γύρω, να ξορκίσουμε το κακό και τους καλικάντζαρους.
Μια μικροσκοπική μπαλίτσα, κόκκινη, ζαρωμένη, εκεί, κάτω από το χαλί, μόνη της, μου γνέφει να την πιάσω και να την παρατηρήσω, να μου θυμίσει τα κλαδιά, που κόβαμε από τα ψηλά βουνά, με τα σαν πατημασιά αρκούδας φύλλα τους, και τα οποία διακοσμούσαμε, σαν εναλλακτικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, απλώνοντας βαμβάκι, απομίμηση χιονιού. "Μέτσκινα ντίρα" το λέγαν οι παππούδες κι εμείς οι νεώτεροι "μορφωμένοι" τους διορθώναμε: "Γκί το λένε βρε παππού, γκί".
Μια σκουριασμένη σιδερένια ράβδος, μέσα στον σωρό, στέκεται κρύα, και με ταξιδεύει στα χειμωνιάτικα νυχτέρια, τις "πουτρπιέτκες", τότε που μαζεύονταν τα σόγια, στο τζάκι, και έψηναν τα κάστανα και τις πατάτες στη καυτή στάχτη, έπιναν οι άντρες τα κονιάκ με την καραμέλα και τα τσίπουρα, ενώ οι νοικοκυρές έπλεκαν ετοιμάζοντας την προίκα των θυγατέρων και κουτσομπόλευαν τα πάντα.
Ένα τσαλακωμένο τραπουλόχαρτο ξεπροβάλλει, Άσσος μπαστούνι, έχοντας πλακώσει μια Ντάμα σπαθί, απομεινάρια των επικών μεταμεσονύχτιων μαχών στα καφενεία στέκια του χωριού, όπου όλοι, μικροί και μεγάλοι επιδίδονταν στην "εικοσιμία", τζογάροντας τα χρήματά τους, κάνοντας πλουσιότερο, μόνο τον καταστηματάρχη, που κάθε λίγο και λιγάκι τσιμπούσε το "βιδάνιο" για το μαγαζί. Και εκείνη η άσπρη σβούρα, με τον μυτερό της πάτο και την κυλινδρική λαβή επάνω, με τα τετραγωνισμένα πλαϊνά της και την φράση "Πάρτα όλα", με τις ιαχές του νικητή που θα μαζέψει όλες τις καραμέλες από τον σωρό των στοιχημάτων.
Ανασηκώνω ασυναίσθητα με βία το μαγικό χαλί, όλα μου αποκαλύπτονται μπροστά μου, τόσες εικόνες που είχα λησμονήσει με το πέρασμα των δεκαετιών, τόσα καταχωνιασμένα βιωματικά συναισθήματα, κάνοντας με να συνειδητοποιήσω την ματαιότητα της κακίας του ανθρώπου.
Που με κάνουν να ανασκιρτήσω, να αναρωτηθώ και να συνοφρυωθώ, για το πόσο σύντομο είναι το πέρασμά μας από τον κόσμο και να συμπεράνω το πόσο αδαείς είμαστε, που εγκλωβισμένοι στα επίγεια και ανούσια θέματά μας, αγνοούμε τα αληθινά, αυτά που αξίζουν, που κεντρίζουν και αποτυπώνονται μέσα στα κεντρικά κύτταρά μας και δεν μας αποχωρίζονται ποτέ.
Μαζεύοντας από κάτω ένα κιτρινισμένο μικρό βιβλιαράκι με χοντρό μαύρο εξώφυλλο, και αναγνωρίζοντας τα "Χριστουγεννιάτικα διηγήματα" του Παπαδιαμάντη στον τίτλο του, σκουπίζω ένα νοσταλγικό δάκρυ από το μάγουλό μου και κλείνοντας πίσω μου την πόρτα των αναμνήσεων, υπόσχομαι ενδόμυχα, ότι του χρόνου τέτοια εποχή, θα επιστρέψω ξανά, αναμοχλεύοντας εικόνες, σκέψεις, ενθυμίσεις και συναισθήματα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.