Τρίτη 8 Μαρτίου 2016 ώρα 9.30π.μ..
Τα δυο θηριώδη φορτηγά, βάζουν μπρος τις μηχανές και με τους ασυγκράτητους ίππους τους να χλιμιντρίζουν, ξεκινάμε το ταξίδι προς την Ειδομένη.
Πίσω στις αχανείς καρότσες τους, στοιβαγμένη ασφυκτικά, όλη η Αγάπη των κατοίκων των Προμάχων, δεκάδες τόνοι με καυσόξυλα, για να χαριστούν στους συνανθρώπους μας που τόση ανάγκη τα έχουν.
Έχει προηγηθεί μια επίπονη ημέρα με την συλλογή των ξύλων από το σύνολο σχεδόν των κατοίκων που ασχολούνται με την υλοτομία και το εμπόριο ξύλου, συνεννοήσεις με τους αρμόδιους δήμους Αλμωπίας και Ειδομένης και με τις Αστυνομικές αρχές των δυο γειτονικών νομών, καθώς και το γραφειοκρατικό σκέλος με τα νόμιμα παραστατικά.
Αφήνουμε το ιστορικό κεφαλοχώρι πίσω μας και με μια γλυκιά αγωνία για το τί θα συναντήσουμε, ξεκινούμε για την άγνωστη και πρωτόγνωρη εμπειρία.
Μετά από τα Γιαννιτσά στρίβουμε αριστερά και βόρεια και σε λίγη ώρα συναντιόμαστε με τους εκπροσώπους της Ειδομένης στα όρια των δυο νομών.
Μας δίνουν εντολή να κατευθυνθούμε στη Νέα Καβάλα, μια περιοχή κοντά στην Ειδομένη, όπου υπάρχει οργανωμένος καταυλισμός και όπου φιλοξενούνται 1500 πρόσφυγες.
- Στην Ειδομένη δεν μπορείτε να πάτε, γιατί είναι πολύ επικίνδυνο και θα πάθετε ζημιά, μας είπαν.
Ακολουθώντας λοιπόν τις οδηγίες τους, προσεγγίσαμε σε λίγη ώρα τον καταυλισμό.
Ένας χώρος ανοιχτός, στο ύπαιθρο, όπου υπάρχει κάτι σαν αεροδρόμιο και όπου ο στρατός έχει στήσει δεκάδες σκηνές.
Έξω από αυτές, κρεμασμένα στα σχοινιά και στα σύρματα, δεκάδες απλωμένα ρούχα, σαν πολύχρωμες σημαίες κυματίζουν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών, πάνε κι έρχονται, σαν πολύβουο μελίσσι.
Γυναίκες και μικρά παιδιά, όλοι με κάτι ασχολούνται, προσμένοντας ένας θεός ξέρει τί, ενώ οι άντρες επιδίδονται σε εργασίες βελτίωσης της καθημερινότητας των οικογενειών.
Ένας φαντάρος με το γουόκι τόκι στα χέρια του μας υποδεικνύει το μέρος όπου θα αδειάσουμε το "ζεστό" δώρο μας.
-Κάντε γρήγορα, λέει, γιατί μόλις σας αντιληφθούν, θα ορμήξουν και υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος.
Ο Χρήστος στο ένα φορτηγό κι ο Γιώργος στο άλλο, ξεκινούν την διαδικασία ξεφορτώματος.
Στη στιγμή, ο τόπος γέμισε με δεκάδες ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που με ιαχές και χειροκροτήματα, κοιτούσαν τα δυο οχήματα να γεμίζουν τον χώρο με το πολύτιμο ξύλο.
Το σκηνικό θύμιζε ταινία του Κοστουρίτσα, ενώ οι πρωταγωνιστές, σαν σύγχρονοι "άθλιοι" κοιτούσαν εκστασιασμένοι το μάννα εξ ουρανού.
Αφού τελείωσε η εκφόρτωση, μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε σκηνές τόσο τραγικές, που θα σημαδέψουν τη ζωή μας για πολλά χρόνια.
Άλλος έπαιρνε με την αγκαλιά του τα κομμένα ξύλα, άλλος τα στοίβαζε σε κουβέρτα και τα έσερνε στη σκηνή του, κάποιος άλλος τα φόρτωνε σε κάποιο αναπηρικό καρότσι, ενώ τα μικρά παιδιά πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας κι αυτά τα μικρότερα κομμάτια γελώντας και κραυγάζοντας χαρούμενα.
Μάταια ένας αστυνομικός κι ένας στρατιώτης προσπαθούσαν να βάλουν κάποια τάξη. Τα ξύλα σε λίγη ώρα πήγαν σε κάθε σκηνή κι όλοι τους ευτυχισμένοι κάθονταν με κόκκινα τα μάγουλά τους, σίγουροι ότι απόψε το βράδυ, δεν θα κρυώσουν.
Κάποιος ιερέας, με τα μαύρα του ράσα λερωμένα, βοηθούσε τους πιο αδύναμους.
Καθόμασταν αποσβολωμένοι και παρακολουθούσαμε τις σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά μας, με την καρδιά μας χίλια κομμάτια και ο καθένας μας βυθισμένος στις σκέψεις του, αναρωτιόμασταν γιατί όλη αυτή η δυστυχία, γιατί όλο αυτό το απάνθρωπο σκηνικό της εξαθλίωσης και της καταρράκωσης τόσων ψυχών.
Μετά από ώρα κι αφού αρχίσαμε να συνηθίζουμε και να εγκλιματιζόμαστε στα τεκταινόμενα, ο Τρύφων, ο Γιώργος, ο Χρήστος, ο Πέτρος κι ο ψηλός ο Γιώργος, μοίρασαν κάποια λιγοστά τρόφιμα, που κάποια καλή κυρία μας έδωσε να τα μοιράσουμε.
Χέρια υψωμένα, φωνές, κραυγές και τα τρόφιμα εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, να κορέσουν την πείνα κάποιων δύστυχων συνανθρώπων μας.
Μετά από ώρα, αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε και αφήνοντας πίσω μας το σουρεαλιστικό αυτό σκηνικό, με τα εσώψυχά μας φουρτουνιασμένα, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον δρόμο του Αρχαγγέλου.
Τα στομάχια μας σφιχτά, όχι τόσο από τις δεκάδες απότομες φιδίσιες στροφές του δρόμου, όσο από τις δραματικές, βιβλικές εικόνες που ζήσαμε.
Αισθήματα συγκεχυμένα, οργή, θυμός, αναπάντητα ερωτήματα και ένα μεγάλο "γιατί" όλα αυτά.
Ποια ανθρώπινη οντότητα τα δημιούργησε και γιατί δεν τα σταματάει.
Ποιος θεός και ποια θρησκεία επιτρέπει να υποβαθμίζεται η ανθρώπινη υπόσταση σε ζωώδη, αγνοώντας την πανανθρώπινη αξία και την συμπαντική έννοια του "Άνω θρώσκω".
Προσεγγίζοντας το γραφικό κεφαλοχώρι μας, το χωμένο στα ριζά του βουνού, και με την ψυχή μας γεμάτη, με ένα αίσθημα αγαλλίασης για αυτή την ελάχιστη βοήθεια που προσφέραμε στον Άνθρωπο, το μόνο που μπορούσα να διακρίνω στα πρόσωπα των μελών της αποστολής μας, ήταν ένα μειλίχιο χαμόγελο ικανοποίησης και ένα αίσθημα υπερηφάνειας για τους κατοίκους του ευλογημένου μας τόπου, που παρά τα μύρια όσα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ξέρουν να συμπαραστέκονται και να τιμούν το όνομα "Προμαχιώτης".
|
"... αφού κουβάλησε ασθμαίνοντας τα δυο ξύλα στη σκηνή της, για να ζεσταθούν το κρύο βράδυ, κάθισε στη μέση του οδοστρώματος.
Την πλησιάζω. Με τα μικρά μαύρα φοβισμένα ματάκια της, με περνάει σαν ακτινογραφία, από τα πόδια μέχρι το κεφάλι. Της τείνω το χέρι μου με την γεμάτη σακούλα με τα τρόφιμα...
Τα παίρνει διστακτικά.
Ένα λαμπερό χαμόγελο ευγνωμοσύνης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της.
Με ξανακοιτάει με το ίδιο βλέμμα και χάνεται τρέχοντας χαρούμενη στη σκηνή της.
Εκείνο το χαμόγελο, δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου και θα με συνοδεύει μέχρι να πεθάνω...."
Μέλος της αποστολής των Προμαχιωτών στην Ειδομένη.
|