Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017
Το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στο Λουτράκι Αλμωπίας
Εκμεταλλευόμενος κάποιες συγκυρίες, οι οποίες μου προσέφεραν ικανό ελεύθερο χρόνο, αποφάσισα να πραγματοποιήσω μια διακαή επιθυμία ετών κι έτσι τα βήματά μου με οδήγησαν στο ρέμα του Αγίου Νικολάου στην περιοχή «Γαλανά νερά» του Λουτρακίου.
Είναι στην ουσία ένα φαράγγι, που περικλείεται από δυο τεράστιες βραχώδεις κορυφές και που στο μέσον διαρρέεται από έναν ποταμό. Τεράστια αιωνόβια πλατάνια εκτείνονται διάσπαρτα στην ειδυλλιακή περιοχή, ενώ πελώριοι βράχοι συμπληρώνουν το νατουραλιστικό σκηνικό.
Φρεσκοβαμμένα κίτρινα κάγκελα κατά μήκος του ανηφορικού δρόμου με βοηθούν να ισορροπήσω στην πεζοπορία μου, ενώ ένα κοπάδι από κάποια μαυροπούλια σηκώνονται από το γεμάτο με καφετί πλατανόφυλλα έδαφος, κάνοντάς με να κοντοσταθώ από την τρομάρα μου. Τα παρατηρώ όπως πετούν προς το άνοιγμα της χαράδρας και τα βλέπω να γαντζώνονται κάθετα σε έναν τεράστιο μισοξεραμένο κορμό δέντρου. Μετά από λίγες στιγμές ακούω τον χαρακτηριστικό χτύπο των ραμφών τους, καθώς τρυπούν το γεμάτο τρύπες δέντρο. «Τρυποκάρυδοι» σκέφτομαι και χαμογελάω συνεχίζοντας το δρόμο μου.
Μετά από λίγα λεπτά πεζοπορίας και με την ανάσα μου να γίνεται εντονότερη λόγω της έλλειψης γυμναστικής, φτάνω σε ένα ξέφωτο, όπου ο ήχος των τρεχούμενων νερών, καλύπτει κάθε άλλη ηχητική δραστηριότητα και διακρίνω στο βάθος το ασβεστωμένο Αγίασμα, να στέκεται επιβλητικά ανάμεσα σε δυο πράσινα πεύκα. Παγκάκια και τραπέζια τοποθετημένα διάσπαρτα στην περιοχή, για να ξαποσταίνουν οι ταξιδιώτες, ενώ ένας σωρός από κάρβουνα που σιγοκαίνε, μαρτυρούν ότι κάποια παρέα, διανυκτέρευσε στο σημείο.
Λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, μια γυναίκα γύρω στα 65, με μια ποδιά ζωσμένη στη μέση της και μια μάλλινη εσάρπα, σκουπίζει τα χιλιάδες πλατανόφυλλα που έχουν κατακλύσει το τοπίο, με μια αυτοσχέδια χοντρή, φουντωτή σκούπα. Ο άνεμος που φυσούσε, έχει κοπάσει κι έτσι μπορεί με άνεση να σχηματίσει σωρούς από τα φύλλα και ετοιμάζεται να τα κάψει.
Μετά από τους τυπικούς χαιρετισμούς και την ολιγόλεπτη γνωριμία μας «είμαι από το Γαρέφι, είμαι από τους Προμάχους» και την συνηθισμένη μεταξύ ντόπιων κουβέντα για τα σόγια, αφού μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα και μούδειξε προς ποια κατεύθυνση να πάω, ξεκίνησα προς τον αρχικό μου προορισμό, το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου.
Πήρα λοιπόν έναν ανηφορικό φιδίσιο σκαλόδρομο, κατασκευασμένο κάθετα προς την πλαγιά και υπερπηδώντας δυο δυο τα τσιμεντένια σκαλοπατάκια του, πλησίαζα προς το εξωκλήσι.
Στο μέσον της διαδρομής κοντοστάθηκα για να ξαποστάσω, σκουπίζοντας το ιδρωμένο μου μέτωπο, το τοπίο απέναντί μου, μου έκοψε την ανάσα. Μπορούσα να δω τις κορυφές των δυο ορεινών όγκων που περικλείουν το φαράγγι, ενώ το αφρισμένο νερό στον πάτο, μου προκαλούσε ένα ανεξήγητο δέος, που σε συνδυασμό της ερημιάς που επικρατούσε, μου ερχόταν να το βάλω στα πόδια, φοβούμενος ποιος ξέρει τι.
Φτάνοντας τελικά στο ξωκλήσι, που βρισκόταν στην κορυφή σχεδόν της πλαγιάς, έμεινα έκθαμβος από την ωραιότητα του χώρου και την καταπληκτική απέραντη θέα με όλο σχεδόν τον κάμπο να βρίσκεται στα πόδια μου, πιάτο. Το δε ξωκλήσι, ένας κυκλικός ναϊσκος, περιτριγυρισμένος από λογιών λογιών λουλούδια, πεντακάθαρος και άψογα διατηρημένος. Στο χείλος του γκρεμού, δυο παγκάκια τοποθετημένα με στόχο τον κάμπο και το χωριό του Λουτρακίου σε ελκύουν να καθίσεις κι εγώ μη αντιστεκόμενος στον πειρασμό, κάθισα και απόλαυσα ένα τσιγάρο, βήχοντας ακόμη από την κουραστική ανάβαση.
Πίσω μου, στην είσοδο σχεδόν του εξωκλησιού, μια πέτρινη βρύση, με καθάριο γάργαρο νερό μου ερεθίζει την ακοή, ενώ το κοπάδι από τους τρυποκάρυδους, φύλακες θαρρείς της περιοχής, ίπτανται ανάμεσα στα, αραιού φυλλώματος, λόγω χειμώνα, δέντρα και διαταράσσουν την νεκρική σιωπή της φύσης.
Δυο σημαίες, μια Γαλανόλευκη και μια Βυζαντινή, που κυματίζουν περήφανες σε ανάλογους ιστούς, υπενθυμίζουν στον επισκέπτη την άρρηκτη σχέση της πατρίδας και της Ορθοδοξίας και την φλόγα της θρησκευτικότητας των κατοίκων της περιοχής.
Αφού άναψα ένα κεράκι στην εικόνα του «αυστηρού» Αγίου στην είσοδο, μπαίνω μέσα και κάνοντας το Σταυρό μου περιεργάζομαι τον χώρο. Αγιογραφημένοι τοίχοι, εικόνες πολλές, θυμιάματα, κεριά και καντήλια, ενώ στα ανατολικά, ένα μικρό Ιερό με μια υποτυπώδη Αγία Τράπεζα. Μια μικρογραφία ενός πραγματικού ναού.
Αφήνοντας πίσω μου το ξωκλήσι και με τη μυρωδιά των αναμμένων κεριών ακόμη στη μύτη μου, παίρνω την κατηφορική αυτή τη φορά σκάλα και κατευθύνομαι προς τη βάση του φαραγγιού, εκεί όπου συνάντησα την κυρία με τη σκούπα.
Αφού περιπλανήθηκα για λίγο και στο Αγίασμα, όπου ασυναίσθητα έπλυνα το μέτωπό μου τρεις φορές με το νεράκι που ανάβλυζε από έναν τεράστιο βράχο, πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Στον καθρέπτη του αυτοκινήτου μου, μπορώ να διακρίνω τον γιγαντιαίο θόλο του θρυλικού βουνού, το Καϊμακτσαλάν, ντυμένο στα λευκά, ιππότης αληθινός με τον μανδύα του, να σκέπει την περιοχή και να την διαφυλάττει με την προαιώνια παρουσία του .
Και ο τεράστιος σταυρός στην κορυφή του φαραγγιού, να ατενίζει όλη την Αλμωπία και να υπενθυμίζει σε όλους την μαρτυρική Του θυσία και την Πατρική γενναιοδωρία Του, να μας προσφέρει απλόχερα τον ευλογημένο τούτο τόπο.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
- Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς ή ανώνυμες καταγγελίες που δεν συνοδεύονται από αποδείξεις θα αφαιρούνται από τα Προμαχιώτικα Νεα .
- Τα Προμαχιώτικα Νέα διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν οποιοδήποτε σχόλιο θεωρούν ότι εμπίπτει στις παραπάνω κατηγορίες.
- Τα Προμαχιώτικα Νέα δεν παρεμβαίνουν σε καμία περίπτωση για να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ενός σχολίου.
- Τα σχόλια αναγνωστών σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα Προαχιώτικα Νέα.
- Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης .
H συντακτική ομάδα των Προμαχιώτικων Νέων.