Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

"Άναμπελ Λη" Edgar Allan Poe


Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα

Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κόρη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα
Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.

Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Κη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη

Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.

Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα- Νανούρισμα στον αποκοιμισμένο καθρέφτη


Κοιμήσου.
Μη φοβάσαι το βλέμμα
το περιπλανώμενο.
Κοιμήσου.Ούτε η πεταλούδα
ούτε ο λόγος,
ούτε η κρυφή αχτίδα
της κλειδαριάς
δε θα σ’αγγίξουν.
Κοιμήσου.
Όπως η καρδιά μου,
έτσι κι εσύ
καθρέφτη μου.
Κήπος όπου ο έρωτας
ελπίζει σε μένα.

Κοιμήσου άφοβα,

μα ξύπνα,
όταν θα σβήσει το στερνό
φιλί πάνω στα χείλη μου.


Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Από τη «Σουίτα των καθρεφτών» (1921)

Ματωμένος Γάμος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (απόσπασμα)



Φεγγάρι:
Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι,
είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω
ψεύτικο φως της χαραυγής.

Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται;
Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;

Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.

Ματωμένος Γάμος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος 

Το έργο τέχνης . Άντον Τσέχοφ



Μισάνοιξε η πόρτα του γραφείου του γιατρού Κοσέλκωφ κι ο Σάσα Σμυρνώφ, μοναχογιός της μαμάς του, παρουσιάστηκε, σφίγγοντας κάτω απ’ τη μασχάλη του ένα πακέτο τυλιγμένο μ' εφημερίδα.
- Λοιπόν, αγαπητό μου παιδί, αναφώνησε με θέρμη ο γιατρός. Πώς αισθάνεσθε σήμερα; Τι καλά νέα μας φέρνετε;
Ο Σάσα άρχισε ν' ανοιγοκλείνει τα μάτια, ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά και τραύλισε νευρικά:
- Η μαμά μου σας στέλνει χαιρετισμούς και παρακαλεί να σας ευχαριστήσω... Είμαι μοναχογιός της μαμάς μου και μου σώσατε τη ζωή... και οχ δυο μας δεν ξέρουμε πώς να σας ευχαριστήσουμε.
- Ελάτε, ελάτε τώρα, νεαρέ μου φίλε. Ας μη μιλάμε γι' αυτό, τον έκοψε ο γιατρός, κυριολεκτικά λιώνοντας από ευχαρίστηση. Έκαμα μόνο ό,τι καθένας στη θέση μου θα 'χε κάνει.

- Είμαι ο μοναχογιός της μαμάς μου... Είμαστε φτωχοί και το αντιλαμβάνεσθε, δεν είμαστε σε θέση να σας πληρώσουμε για τους κόπους σας... και μας στενοχωρεί τόσο πολύ, γιατρέ, μολοντούτο κι οι δυο μας, η μαμά μου κι εγώ, που μ' έχει μοναχογιό, σας παρακαλούμε να δεχθείτε ένα δείγμα της ευγνωμοσύνης μας, ετούτο το πραγματάκι που... είναι αντικείμενο σπάνιας αξίας, ένα υπέροχο αριστούργημα, μια μπρούτζινη αντίκα
Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα.
- Γιατί, αγαπητέ μου φίλε, είπε. Είναι ολότελα περιττό. Δε μου χρειάζεται διόλου.
- Ω, όχι, όχι, τραύλισε ο Σάσα. Σας παρακαλώ να το δεχθείτε.
Κι άρχισε να ξετυλίγει το δέμα, συνεχίζοντας, ταυτόχρονα, τα παρακαλετά.
- Αν δεν το δεχθείτε, θα μας προσβάλετε και τη μαμά μου κι εμένα. Πρόκειται για σπανιότατο έργο τέχνης... Μια μπρούτζινη αντίκα. Μας το άφησε ο μπαμπάς μου σαν πέθανε, το τιμούσαμε σαν το πιο αγαπητό του ενθύμιο... Ο μπαμπάς μου αγόραζε μπρούτζινες αντίκες και τις πουλούσε στους εραστές των παλιών συλλογών... Και τώρα η μαμά μου κι εγώ συνεχίζουμε την ίδια εργασία.
Ο Σάσα έλυσε το πακέτο και το ακούμπησε ενθουσιασμένος στο τραπέζι.
Ήτανε ένα χαμηλό καντηλερι από παλιό μπρούτζο, έργο πραγματικής τέχνης που παρίστανε ένα σύμπλεγμα. Στο βάθρο πατούσανε δυο γυναικεία αγαλματάκια ντυμένα με το κοστούμι της μητέρας μας Εύας και σε στάσεις που δεν έχω ούτε την αυθάδεια ούτε την ιδιοσυγκρασία να περιγράψω. Τα πρόσωπα χαμογελούσανε με κοκεταρία και γενικά σου γεννούσανε την εντύπωση πως αν δεν ήτανε υποχρεωμένες να υποστηρίζουν το καντηλέρι θα ξαπλώνανε κάτω από το βάθρο τους και θα δίνανε μια παράσταση την οποία, ...καλέ μου αναγνώστη, ντρέπομαι ακόμα και που την σκέπτομαι.
Όταν ο γιατρός επιθεώρησε το δώρο, έξυσε αργά το κεφάλι του και ξεφύσηξε τη μύτη του.
- Ναι, πράγματι, περίφημη εργασία, μουρμούρισε... Αλλά - πώς να σας το πω - όχι εντελώς... εννοώ... μάλλον τολμηρό κάπως... ούτε τόσο δα φιλολογικό, έτσι δεν είναι... Ξέρετε... ο διάβολος ξέρει...
- Γιατί;
- Ο ίδιος ο Βελζεβούλ δε θα μπορούσε να συλλάβει τίποτε φοβερότερο. Αν έβαζα μια τέτοια φαντασμαγορία πάνω στο γραφείο μου θα μόλυνα όλο το σπίτι μου.
- Μα γιατί, γιατρέ; Τι περίεργες αντιλήψεις που έχετε περί τέχνης, φώναξε ο Σάσα με τόνο προσβεβλημένο. Αυτό είναι πραγματικό αριστούργημα. Κοιτάχτε το μόνο. Τέτοια αρμονική ομορφιά! Μόνο να το βλέπεις σου ξεχειλίζει η έκσταση την ψυχή και σε πνιγούνε στο λαιμό σου λυγμοί. Ξεχνάτε καθετί επίγειο αντικρίζοντας τέτοια ωραιότητα... Μονάχα δέστε το. Τι ζωή, τι κίνηση, τι έκφραση.
- Τα καταλαβαίνω περίφημα αυτά, αγαπητό μου παιδί, τον έκοψε ο γιατρός. Αλλά... είμαι άνθρωπος παντρεμένος. Μικρά παιδιά μπαινοβγαίνουνε στο δωμάτιο, και συνεχώς δέχομαι εδώ κυρίες.
- Φυσικά, είπε ο Σάσα. Αν το αντικρίζετε με τα μάτια του όχλου, βλέπετε αυτό το ευγενικό αριστούργημα με όλως διόλου αλλιώτικο πρίσμα. Αλλά, βεβαίως, εσείς γιατρέ, στέκεστε πάνω απ' όλα τούτα. Και μάλιστα όταν η άρνηση σας να δεχθείτε ένα τέτοιο δώρο πρόκειται να προσβάλει βαθιά και τους δυο μας, και τη μαμά μου κι εμένα που μ' έχει μοναχογιό... Μου σώσατε τη ζωή και σ' ανταπόδοση σας προσφέρουμε το πιο ακριβό μας απόκτημα... Λυπάμαι μόνο που δεν μπορούμε να σας προσφέρουμε άλλο ένα να τα έχετε ζευγάρι τα καντηλέρια σας.
- Σας ευχαριστώ, φίλε μου! πολύ σας ευχαριστώ! Τα σέβη μου στη μητέρα σας και... Αλλά για όνομα του Θεού. Δεν το βλέπετε μοναχός σας; Μικρά παιδάκια να μπαινοβγαίνουνε στο δωμάτιο και οι κυρίες εδώ συνεχώς... Πάντως αφήστε το εκεί. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί σας κανείς.
- Ούτε μια λέξη, ξεφώνισε ο Σάσα χαρούμενος. Βάλτε το καντηλέρι εδώ, πλάι στο βάζο. Μα το Θεό είναι κρίμα που δεν έχω το ταίρι του να σας το δώσω. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν αντίο, γιατρέ.
Αφού έφυγε ο Σάσα, ο γιατρός κοιτούσε πολλή ώρα το καντηλέρι κι έξυνε το κεφάλι του.
«Είναι όμορφο, αλήθεια», σκεφτότανε. «Θα 'τανε κρίμα να το πετάξω... Κι όμως δεν τολμώ και να το κρατήσω... Χμ... Τώρα ποιος θα βρεθεί να μπορέσω να του το χαρίσω».
Μετά από πολλή προσπάθεια συλλογίστηκε τον καλό του φίλο, το δικηγόρο Ούχωβ, που του ήτανε υποχρεωμένος και για νομικές υποθέσεις.
- Περίφημα, έτριψε τα χέρια του ο γιατρός. Μια κι είμαι στενός του φίλος, δεν είναι κι εύκολο να του δώσω λεφτά, κι έτσι του δίνω ετούτο το ακατονόμαστο αντικείμενο... Είναι κι ο κατάλληλος άνθρωπος... ανύπαντρος και κάπως εύθυμο Γπτσουνάκι.
Αμ'  έπος, αμ' έργον. Ο γιατρός ντύθηκε, άρπαξε το καντηλέρι και τράβηξε γραμμή στο σπίτι του Ούχωβ.
-  Καλημέρα, καλέ μου φίλε, είπε. Ήρθα να σ' ευχαριστήσω για τους κόπους σου. Το ξέρω πως δεν θα δεχθείς πληρωμή και γι' αυτό κι εγώ θα σου κάνω αυτό το δώρο. Ένα εξαίρετο αριστούργημα... 'Ελα πες μου και μόνος σου, δεν είναι όνειρο;
Μόλις ο δικηγόρος το είδε μαγεύτηκε με την ομορφιά του.
- Τι υπέροχο καλλιτέχνημα, γέλασε με τρομερό θόρυβο. Για το Θεό, τι βάζουνε στα κεφάλια τους οι καλλιτέχνες. Τι χάρη μαγευτική. Μα πού το πέτυχες ετούτο το έξοχο κομματάκι;
Αλλά παρευθύς η ευθυμία του σβήστηκε και φάνηκε τρομαγμένος. Κοιτώντας κλεφτά κατά την πόρτα τού είπε:
- Δεν μπορώ όμως να το δεχτώ, φίλε μου. Πάρ' το τώρα αμέσως πίσω.
- Γιατί; ρώτησε ανήσυχος ο γιατρός.
- Γιατί... γιατί... η μητέρα μου συχνά μ' επισκέπτεται, οι πελάτες μου έρχοντ' εδώ... Κι εκτός τούτου, θα με ντρόπιαζε ακόμα και στα μάτια των υπηρετών μου...
- Μη λες άλλη λέξη, φώναξε ο γιατρός κάνοντας βίαιες χειρονομίες. Απλούστατα πρέπει να το δεχτείς. Θα 'τανε από μέρους σου μεγάλη αχαριστία να τ' αρνηθείς. Τέτοιο αριστούργημα! Τι κίνηση, τι έκφραση... Πολύ θα με θίξεις αν δεν το πάρεις.
- Αν γινότανε κάπως να πασαλειφτεί με κατιτί, ή να το σκεπάζαμε μ' ένα φύλλο συκής...
Αλλά ο γιατρός αρνιόταν να το ακούσει. Χειρονομώντας πιο βίαια, έφυγε απ' το σπίτι του Ούχωβ, σίγουρος πως είχε ξεφορτωθεί το δώρο.
Σαν έφυγε ο γιατρός, ο δικηγόρος εξέτασε το καντηλέρι προσεχτικά και τότε, ακριβώς όπως και ο γιατρός, βάλθηκε να σπάζει το μυαλό του τι στην οργή θα το έκανε...
- Ω, ωραιότατο πράμα, σκεφτότανε. Είναι κρίμα να το πετάξω, αλλά και να το κρατήσω, ντροπή, καλύτερα να το κάνω δώρο σε κανέναν... Το βρήκα!... Απόψε κιόλας θα το χαρίσω στον ηθοποιό Σόσκαν. Ο παλιάνθρωπος, τ' αρέσουνε κάτι τέτοια και εκτός τούτου, απόψε έχει και την τιμητική του.
Αμ' έπος, αμ' έργον. Εκείνο τ' απόγευμα κιόλας το καλοπακεταρισμένο καντηλέρι μεταφέρθηκε στου ηθοποιού Σόσκιν.
Όλο το βράδυ στο καμαρίνι του Σόσκιν γινόταν πολιορκία από κυρίους που σπεύδανε να επιθεωρήσουν το δώρο. Και συνεχώς το δωμάτιο αντηχούσε από εύθυμα γέλια που τα περισσότερα μοιάζανε με χλιμιντρίσματα αλόγων.
Αν καμιά θεατρίνα πλησίαζε στην πόρτα και ρωτούσε: «Μπορώ να μπω;» η βραχνή φωνή του Σόσκιν αποκρινόταν αμέσως:
- Ω, όχι, όχι, αγαπητή μου. Δεν επιτρέπεται. Δεν είμαι ντυμένος!
Μετά την παράσταση ο ηθοποιός ανασήκωσε τους ώμους του, κούνησε τα χέρια του και είπε:
- Τώρα, τι στην οργή θα το κάνω ετούτο; Κάθομαι μόνος στο σπίτι. Συχνά μού έρχονται θεατρίνες επίσκεψη, και μήπως είναι καμιά φωτογραφία, να τη χώσεις μέσ' στο συρτάρι;
- Γιατί δεν το πουλάτε; του πρότεινε ο περουκέρης. Ξέρω κάποια γριά που αγοράζει αντίκες... Τη λένε Σμύρνοβα... Καλύτερα να πεταχτείτε ως εκεί. Θα σας δείξουν το μέρος, την ξέρουνε όλοι...
Ο ηθοποιός ακολούθησε τη συμβουλή του...
Δυο μέρες αργότερα ο Κοσέλκωφ καθόταν στο γραφείο του και έφτιαχνε χάπια. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και όρμησε στο γραφείο ο Σάσα. Ακτινοβολούσε απ' τα χαμόγελα και το στήθος του φούσκωνε από χαρά... Στα χέρια του κρατούσε ένα πράμα τυλιγμένο σ' εφημερίδα.
- Γιατρέ, φώναξε με κομμένη ανάσα. Σκεφτείτε τη χαρά μου! Τέτοια τύχη δεν τη φαντάζεστε. Μόλις κατάφερα να σας βρω και το ταίρι στο καντηλέρι σας! Η μαμά μου είναι τόσο ευτυχής και είμαι μοναχογιός της... Μου σώσατε τη ζωή.
Και ο Σάσα αναρριγώντας από ευγνωμοσύνη και έκσταση απόθεσε το καντηλέρι μπροστά στο γιατρό.
Εκείνος άνοιξε το στόμα του, σαν για να πει κάτι, αλλά δεν πρόφερε λέξη... Είχε χάσει τη δύναμη του λόγου.

Άντον Τσέχωφ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ
μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς



ΠΗΓΗ...http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/xeni/tsexof.ergo-texnis.htm

"Πεθαίνεις και φοβάμαι". Απόσπασμα από τον Γλάρο του Τσέχωφ


«[…] Έχω τόσο κουραστεί […] Να ησυχάσω λίγο… να ξεκουραστώ… Είμαι γλάρος… είμαι εξαντλημένη, σσσσσσ, θα πάω τώρα, σας χαιρετώ […] 
Είναι αργά, μόλις κρατιέμαι στα πόδια, είμαι εξαντλημένη, μη με συνοδεύσετε θα πάω μόνη ως εκεί… θέμα για μικρό διήγημα… δεν ξυπνούν πια στα λιβάδια με φωνές οι γερανοί και τα μαγιάτικα σκαθάρια… όχι, όχι, μη με συνοδεύσετε, θα πάω μόνη ως εκεί… είμαι γλάρος…» 
 …Δέκα κατακόκκινα νυχάκια παίζουν κρυφτό με ένα βαμβακερό λευκό σεντόνι. Φτου ξελευτερία και για τα δέκα, σου λέω, καθώς σε αφήνω να με κερδίσεις για μια ακόμη φορά, και ύστερα ολοκληρωτικά χαμένος γύρω από 'σένα, πιάνω τα δυο πόδια σου και φιλάω ένα προς ένα και τα δέκα κάτασπρα δάχτυλά τους. Και όταν τελειώνουν οι μικρές κόκκινες σημαίες των ποδιών σου, ανεβαίνω αργά-αργά όλο και πιο ψηλά, και αφού κάνω έναν μικρό περίπατο ανάμεσα στις ελίτσες του λαιμού σου, φθάνω στη λευκή σου πλάτη, και καθώς αρχίζω να λύνω ένα-ένα τα κορδόνια του γαλάζιου διάφανου νυχτικού σου, εμφανίζεσαι μπρος σου τόσο κομψή και ταυτόχρονα τόσο ανυπεράσπιστη, που μοιάζεις περισσότερο με έναν μικρό γεμάτο αρμύρα γλάρο που κρατά στην αγκαλιά του τις δυο φτερούγες του. 
Έχεις μικρύνει 15 ολόκληρα εκατοστά μα είσαι ακόμη πολύ απαλή, γλυκιά και αληθινά πανέμορφη. Έτσι όπως σε κοιτώ όλο το απόγευμα από τούτη την χακί πολυθρόνα, ξαπλωμένη πάνω στο ψηλό αυτό κρεβάτι, σε ερωτεύομαι πάλι από την αρχή, ξανά και ξανά και ξανά σαν τούτος δω ο έρωτάς μου να είναι ο πρώτος, ο πιο ορμητικός και πιο ανελέητος. "Ήτανε πρόβα χαζέ ό,τι ζήσαμε, δεν το κατάλαβες;" μου λες μέσα από τα πράσινα μάτια σου και ύστερα στρέφεις το λαιμό σου και το βλέμμα τους προς τα νούφαρα. Υπάρχει μια μικρή λίμνη στο Εschede της Σαξωνίας που κάθε μέρα, για περίπου έξι ώρες, γίνεται μια τοσοδούλα θάλασσα από νούφαρα. Πρόκειται για ίδια νούφαρα με εκείνα που ονειρεύτηκε ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ο Κλεμανσό, και αν και πρωθυπουργός, αισθάνθηκε την επιθυμία να ζητήσει από το Μονέ να τα ζωγραφίσει για χάρη του.  
Έτσι τεράστιες συνθέσεις με νούφαρα στόλισαν αρχικά το διαμέρισμα του γάλλου πρωθυπουργού στη Montmartre αλλά και το ατελιέ του ζωγράφου μας. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλοι οι πίνακες με τα νούφαρα, που ο ζωγράφος αναγκάστηκε να επεκτείνει το εργαστήριό του για να τους στεγάσει. "Θέλω ένα ψηλό διαμέρισμα madameMelville, θέλω ένα ψηλό διαμέρισμα για να χώσω μέσα τα νούφαρα όλου του κόσμου", φέρεται ότι είπε στην εκμισθώτριά του και εκείνη του έριξε μια λοξή ματιά, "καλλιτέχνες πεινασμένοι" σκέφτηκε και έτσι όπως δεν της πολυγέμιζε το μάτι του απάντησε "κάνε ότι θες με το appartement, αρκεί να μην μου κουβαλήσεις και βατράχια μαζί με τα νούφαρά σου". Και μέσα σε αυτό το φωτεινό και ψηλοτάβανο γαλλικό σπίτι, ο φίλος μας δημιούργησε τις Νυμφαίες, έργο ολοζώντανο και ποιητικό «σαν ένα μπουκέτο ολοζώντανο λουλούδια».  
Αυτό ακριβώς το ολοζώντανο μπουκέτο έχω απέναντί μου, έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη και λιάζεσαι τούτο το ανοιξιάτικο απόγευμα σε τούτο το φαρδύ κρεβάτι ενός 6ου ορόφου και πιο κει απλώνεται γυάλινη η ανοιξιάτικη πόλη μας. Σου τρύπησαν για ακόμη μία φορά το αριστερό σου χέρι, "είναι ανελέητοι, δεν λυπήθηκαν την τρυφερότητά μου καθόλου", σου πήραν μια καράφα αίμα για εξετάσεις, το χέρι σου είναι πολύ μικρό, το ίδιο μικρό και με το πόδι σου δηλαδή, σχεδόν τοσοδούλια και τα δυο. Έχεις ήδη φάει μια μικρή πρώτη στενοχώρια γιατί πάντα το ξεχνάς, σα να το κάνεις επίτηδες, πάντα φτιάχνεις τα νύχια σου και εδώ μετά σου τα ξεβάφουν οι νοσοκόμες και ύστερα με βάζεις να σου τα βάφω ένα-ένα νυχάκι. «Μη μου βάψεις και το πόδι μαζί, θα μοιάζω με κλόουν» λες και σηκώνεις το βλέμμα για να με επιβλέψεις. Και εγώ ακολουθώ πάντα πιστά τις συμβουλές σου, και είμαι η μανικιουρίστα σου και η γκουβερνάντα σου και η υπηρέτριά σου και με το που ξυπνάς κάθε πρωί, σου βουρτσίζω τα μαλλιά, σου φορώ τα σκουλαρίκια που σου έφερα από την Ταϊλάνδη, με τη γαλάζια πέτρα και το ρόδι, σου βάζω λίγη μάσκαρα και κραγιόν και λίγο ρουζ για να φαίνεσαι σα μικρό κυκλάμινο μες το γαλάζιο deuxpièces νυχτικό σου.  
Έδωσες ρέστα και μέσα στο γαλαζοπράσινο φουστανάκι του χειρουργείου σου «είμαι η Νίνα στο Γλάρο, και ήμουν έξοχη» μου λες, καθώς σε βάζουν αγκαλιά δυο νοσοκόμες στο κρεβάτι, είσαι όλος ο Τσέχωφ και ο Ίψεν μαζί, είσαι μια μικρή κυρά από τη Θάλασσα, από όλες τις θάλασσες και είσαι όλοι οι γλάροι όλων των θαλασσών. Επέστρεψες στο κρεβάτι σου με δυο τρύπες στο στήθος, η μια μεγαλύτερη από την άλλη «μετάσταση ήταν, ξεκινώντας από το στήθος, ξεκινώντας από κάπου».  Και τώρα, αν εξαιρέσεις ότι η πεταλούδα για τον ορό στο ένα χέρι σου το έχει κάνει κατάμαυρο, είσαι τόσο όμορφη και έχεις ένα ροζ στα μαγουλά σου trés chic, που σε κάνει την πιο όμορφη όλου του κόσμου, την δική μου όμορφη. Αν δεν είχες τις τρύπες και είχες νυχάκια σε απόχρωση ροζ γαλλικού, θα σε έλεγα από παρανυφάκι μέχρι νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου μας. 
Τώρα σε λέω απλά έναν μικρό πλανήτη, οριζόντιο και όχι κυκλικό, ατελείωτο, γεμάτο μικρούς κρατήρες και ροζ τριαντάφυλλα: τα τριαντάφυλλα είναι τα ανάγλυφα σχέδια του γαλάζιου νυχτικού σου και οι ενώσεις του δέρματός σου εκεί που υπήρχαν οι πέτρες και τώρα υπάρχουν οι λιμνούλες… εκεί που έπεσαν 2 μετεωρίτες ή δυο πεφταστέρια. Δεν ξέρω ακόμη τι θα διαλέξω από τα δυο…  
Και πάλι δεν είδες όνειρο στο χειρουργείο. Μιλούσες με τον αναισθησιολόγο για το σουσι μακί,  καθώς υπήρχε ένα φάρμακο που λεγόταν μακί κάπως, και συνειρμικά οδηγήθηκες στο σούσι και τους Γιαπωνέζους. Συνειρμικά, σαν τη Νίνα στο Γλάρο…  Έχεις μικρύνει 15 εκατοστά μα είσαι ακόμη απαλή, γλυκιά και πιο όμορφη από ποτέ. «Φίλησέ με» μου λες. Δεν θέλω να σε φιλήσω στο στόμα. Ανοίγω το νυχτικό σου. Και καθώς ακουμπώ με τα δέκα χοντρά και άγαρμπα δάκτυλά μου τους μικρούς σου κρατήρες, ξεκινώ ένα ατελείωτο ταξίδι στο φεγγάρι, δεν σε έχω χορτάσει και έτσι όπως σε κοιτώ να πεθαίνεις, σου λέω πως τώρα, αυτή τη στιγμή φοβάμαι πολύ. Πολύ. Και χώνομαι όλο και πιο βαθιά μέσα στον πλανήτη σου. 
Σαν ένας μικρός γλάρος κάτω από τις φτερούγες ενός άλλου γλάρου, σαν ένας άνδρας που δαγκώνει το κάτω χείλος μιας πανέμορφης για πάντα γυναίκας.    

Απόσπασμα από το μονόλογο της Νίνας στο Γλάρο του Τσέχοφ 

Τέννεσι Ουίλιαμς, Γυάλινος κόσμος (Απόσπασμα)



".....Νομίζω ότι ξέρω το πρόβλημα σου: σύμπλεγμα κατωτερότητας!
 Τι είναι αυτό; Όταν δεν εκτιμάς όσο πρέπει τον εαυτό σου. Το ξέρω γιατί το είχα κι εγώ. Αν και η περίπτωση μου δεν ήτανε τόσο προχωρημένη όσο η δικιά σου. Το είχα κι εγώ, ώσπου άρχισα μαθήματα για εκφωνητής, βελτίωσα τη φωνή μου, και κατάλαβα ότι έχω κλίση στις Επιστήμες. Ως τότε νόμιζα ότι δεν μπορώ να διακριθώ σε κάτι, πως ήμουν ανίκανος για ο,τιδήποτε!
 Βέβαια, δεν έχω μελετήσει και πολύ το ζήτημα, αλλά ένας φίλος μου λέει ότι ξέρω να κάνω ψυχανάλυση καλύτερα κι από επαγγελματία γιατρό. Δεν δέχομαι ότι αυτό είν' εντελώς αλήθεια, όμως πιστεύω ότι μπορώ να ψυχολογήσω έναν άνθρωπο.
 (Βγάζει την τσίχλα του) Συγνώμη, αλλά την πετάω μόλις φύγει η γεύση της. Θα την τυλίξω σ' αυτό το χαρτάκι. Ξέρω τι άσχημο είναι άμα κολλάει στο παπούτσι. Ναι, αυτό είναι, νομίζω, το κυριότερο πρόβλημα σου: η έλλειψη αυτοπεποίθησης! Κι αυτό που λέω το βασίζω σε όσα μου έχεις πει μέχρι τώρα και στις δικές μου παρατηρήσεις.
 Για παράδειγμα, εκείνος ο κρότος που εσένα σου φαινότανε τόσο απαίσιος στο σχολείο. Η ίδια είπες ότι φοβόσουνα ως και να μπεις στην τάξη. Και τι έκανες: Παράτησες το σχολείο, παράτησες τη μόρφωση σου εξαιτίας ενός θορύβου που ήταν, κατά τη γνώμη μου, ανύπαρκτος!
 Έχεις ένα ελάχιστο φυσικό ελάττωμα — κάτι που δεν φαίνεται καν, και η φαντασία σου το έχει κάνει χιλιάδες φορές μεγαλύτερο! Άκου τη συμβουλή μου, ξέρω τι σου λέω: σκέψου ότι σε κάτι υπερέχεις!..."

Τέννεσι Ουίλιαμς, Γυάλινος κόσμος

"Οι φτωχοί" - Απόσπασμα (Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι)



«Να βρεις τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο»


«Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο.

Χρειάζεται να το διαπεράσεις στο φως,

κι αν αναλώσεις όλη σου την ζωή σ’ αυτό,

μην πεις πως έχασες τον καιρό σου»


«Δεν υπάρχει αντικείμενο τόσο παλιό

που να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτα καινούριο σχετικά με αυτό»

Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι


Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoevsky 1821-1881) έγραψε τους Φτωχούς το 1846 και αποτέλεσε το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα του, το οποίο και του απέφερε άμεση αναγνώριση από κοινό και κριτικούς.
 Αφορά μία ιστορία ανεκπλήρωτης αγάπης ενός κυβερνητικού υπαλλήλου – αντιγραφέα κειμένων - του Μακάρ Ντεβούσκιν για μία νεαρή ράφτρα, την Βαρβάρα Ντομπροσιόλοβα, και τον καθημερινό αγώνα που καταβάλουν αντιμέτωποι με την φτώχια και τον εξευτελισμό.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...