Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Στην προμήθεια ενός νέου αυτοκινήτου για το «Βοήθεια στο Σπίτι», προχώρησε η ΔΗ.Κ.Ε. Αλμωπίας


ΕΝΙΣΧΥΕΤΑΙ ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΗ.Κ.Ε. ΑΛΜΩΠΙΑΣ, ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ»

Στην προμήθεια ενός νέου αυτοκινήτου, που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», προχώρησε η ΔΗ.Κ.Ε. Αλμωπίας, με χρήματα από τον προϋπολογισμό της επιχείρησης.
Μέσα από χρηστή διαχείριση και σωστό προγραμματισμό, η ΔΗ.Κ.Ε.Α. εξοπλίστηκε με ένα καινούριο Ι.Χ. μάρκας Peugeot, σειρά 208 AMG3-5P, χρώματος λευκού. Το συνολικό κόστος αγοράς ανέρχεται σε 12.119,99 ευρώ.
Το πρωί της Τρίτης πραγματοποιήθηκε Αγιασμός, όπου παρέστη ο Δήμαρχος Αλμωπίας κ. Δημήτρης Μπίνος, ο Πρόεδρος της ΔΗ.Κ.Ε.Α. κ. Κώστας Ζαχαριάδης και εργαζόμενοι της Επιχείρησης.
Ο Δήμαρχος έκανε την εξής δήλωση:
«Βρισκόμαστε σήμερα στην ευχάριστη θέση να παραδώσουμε στην υπηρεσία των συμπολιτών μας ένα νέο αυτοκίνητο, το οποίο θα διευκολύνει σημαντικά το έργο του προγράμματος “Βοήθεια στο Σπίτι”, το οποίο πραγματικά επιτελεί κοινωνικό έργο. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι μετά από διάλογο θα διατεθεί στην δομή της Αριδαίας, η οποία για πολλά χρόνια δεν είχε δικό της όχημα και με αυτόν τον τρόπο θα αναβαθμιστούν ακόμα περισσότερο οι υπηρεσίες προς τους ωφελούμενους. Θέλω να συγχαρώ τον συνεργάτη μου Κώστα Ζαχαριάδη για τις επιτυχίες που έχει καταγράψει ως Πρόεδρος της ΔΗ.Κ.Ε.Α. και όλο το Διοικητικό Συμβούλιο για το σημαντικό έργο που επιτελεί. Επίσης, εύχομαι καλή δύναμη στους εργαζόμενους αυτής της ευαίσθητης κοινωνικής δομής του Δήμου μας, οι οποίοι δίνουν έναν καθημερινό αγώνα με στόχο να βρίσκονται δίπλα σε συμπολίτες μας που το έχουν πραγματική ανάγκη. Το έργο τους είναι σπουδαίο. Υπάρχει σχεδιασμός για την αγορά και άλλων αυτοκινήτων, με σκοπό να καλυφθούν όλες οι ανάγκες μέσα στο επόμενο διάστημα».





Το παγκάκι


Το παγκάκι

Ένα παγκάκι μπλε βαμμένο
Μοναχικό, παρατημένο θαρρείς στην άκρια της προκυμαίας
Χρυσάκτινος ήλιος, αγκομαχητής, μεταξύ των γκρίζων γιγάντων στον ορίζοντα
Βέλη ιριδίζοντα εξαπολύει, το λάδι της λουόμενης αλμύρας στεφανώνει
Βαρκούλες διάσπαρτες, ουτοπικοί ιππότες χρίζονται, ψαράδες κονταροχτυπούν 
Επιούσιο αναζητώντας, κουπιά λάμνουν, σέρτικο καπνό ρουφώντας
Ζευγάρι γλάρων στο σχοινί, ισορροπούν, φτερά χαρούμενα τινάζουν, ερωτοτροπούν
Χορό περήφανο στήνει το σερνικό, φουσκώνει το στήθος, επιδεικτικά
Σαγήνη, αποπλάνηση, ένστικτο Έρωτα
Παρτέρι πέτρινο σιμά, οσμή βασιλικού, ατμοσφαιρική, μεθυστική, ουράνια
Δυο κορμιά, κολλημένοι μηροί, ενωμένη η θέρμη
Δίπλα δίπλα στον μπλε Ναό της ένωσής τους
Παλάμες ενωμένες, ιδρώτας πόθου, ώμος με ώμο, μπράτσο με μπράτσο
Βλέμματα στο κενό, απόμακροι ακροβολισμοί
Εκκωφαντικοί  παλμοί, στον χτύπο της καρδιάς
Σιωπή, Ιερή, σκέψεις, βουτιές ανεξέλεγκτες στην «αμαρτία» των θέλω
Ποθητές φαντασιώσεις, Πλατωνικοί οργασμοί, μυριάδες, εκρηξιγενείς
Μια στιγμή, τα μάτια συναντώνται, παγώνει ο χρόνος, σβήνει το φως, αστέρια εξαϋλώνονται
Ήχοι, οσμές, εικόνες, σκέψεις, θυμικά, γίνονται ΕΝΑ
Δυο ψυχές, σε μία, ίπτανται, 
Ουράνια δίνη
Παραδείσια Ένωση
Εκεί
Στο μπλε παγκάκι
Στο Ναό
Της Ένωσης.


"Σημειώσεις ενός αρρώστου". Γιώργος Κοτζιούλας


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ

[Σκέψεις και στοχασμοί είναι πολλές φορές η μοναδική συντροφιά σε στιγμές αδυναμίας και απελπισίας. Μια εκ βαθέων εκμυστήρευση με τη φωνή της πάσχουσας ψυχής, του λαβωμένου σώματος. Μια φιλοσοφική ενδοσκόπηση με ποιητικό λόγο, όπου μικρές σύντομες εικόνες αναγορεύονται σε καθολικές παραδοχές και παραπέμπουν σε σύμβολα παγιωμένα. Κλειδί ευρηματικό για τη γνωμική ισχύ των αφηγήσεων είναι οι παρομοιώσεις, οι αναγωγές και οι παραλληλισμοί.]

Στη μέση του τοίχου είναι βαλμένο ένα καρφί. Ξαπλωμένος όπως είμαι σηκώνω το χέρι και τοποθετώ την παλάμη μου απάνω του. Κανονίζω έτσι που να γίνει το κέντρο της. Αλλά το να θέλω να μεταθέσω τον πόνο είναι μια ματαιόπονη πλεονεξία. Η Ιερά Ιστορία μ’ αφήνει, φανερά, ασυγκίνητον· έχω όμως στο κεφάλι μου το βαρύ, που το νοιώθω σαν τραυματισμένο, μια θλίψη πραγματική κι άγραφη, που δίνει την έκφραση ενός νεομάρτυρος.
*
Η μικρή, πάρα πολύ μικρή λάμπα που μου φέγγει, μοιάζει με μια γυναίκα κοντούλα, όλη υποταγή. Το φως της είναι θαμπό, σαν τα μάτια που συνήθισαν να μην ελπίζουν. Άμα το βαρεθείς μπορείς να το σβύσεις μ’ ένα φύσημα, χωρίς δεύτερο κόπο. Θυμάμαι κάτι μητέρες βασανισμένες που περνούν όλη τη ζωή τους σα μια τιμωρία. Σήμερα τις τυραννούν οι άντρες των, αύριο θα τις τυραννούν τα παιδιά τους. Κι αυτές υπομένουν, έτοιμες και πρόθυμες, σα να μη μπορούν να κάμουν τίποτ’ άλλο.
*
Το κρεββάτι, μερικές φορές, γίνεται όμοιο με λάκκο. Ανοίγεται αυτόματα κάτω σου και βουλιάζεις μέσα του σα σε σκαμμένο χώμα. Κι όταν θελήσεις έπειτα να βγεις, σκοτίζεσαι και τρικλίζεις και πάλι πέφτεις. Είναι μια σκοτεινή αγκαλιά που σε καλεί, όλο σε καλεί και σου λέει πως δεν υπάρχει αλλού θέση για σένα. Ώ στενόμακρε τάφε της ημέρας, όταν φτάσει το τελευταίο μας πρωί, κάμε να σε δεχτούμε σα μια κούνια αναπαυτική και λικνιστική, σαν την πρώτη μας εκείνη κούνια!
*
Τα σχήματα της γεωμετρίας που μαθαίνουν οι μικροί στο σκολειό, είναι στερεά κι αμετακίνητα, καμωμένα με σχολαστική βεβαιότητα. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που πολλοί αποστρέφονται τούτο το μάθημα, και προ πάντων οι θλιμμένοι και αμίλητοι. Για να το βρουν υποφερτό, πρέπει να μεγαλώσουν ακόμα, ν’ αρρωστήσουν κατ’ επανάληψη και να γείρουν στην κλίνη πονεμένα. Τότε μπορούν να χειρονομούν αργά και σοβαρά, με τα δάχτυλα ανοιγμένα ή κλειστά, με τον καρπό κρεμασμένο σαν από δέντρο, με τον αγκώνα σε κλίση γωνίας, για να εξετάσουν όλα τα φανταστικά σχήματα που θα σκεπάσουν τη γεωμετρία του τοίχου.

Ένα γιατρικό που περιμένει, φέρνει κάποτε την πιο άσχετη ανάμνηση. Πάνε κάμποσο χρόνια από τότε που, με παιδικά φουστάνια, με πήρε η μάνα μου για να πάει να βγάλει ένα δόντι της. Σ’ όλο το δρόμο βαστούσε το στόμα της και βογγούσε συγκρατημένα. Όταν, ύστερ’ απ’ τη δοντάγρα με τα γυαλιστερά σκέλη και το αίμα που της έφευγε πολύ, είδα τη μάνα μου λιπόθυμη, μέσα στην τρεμούλα μου, πίστεψα πως την είχανε σκοτώσει. Και μένω πάντα μ’ αυτή την εντύπωση του φόνου.
*
Ο άνθρωπος στερείται συνοχής κι αλλάζει με τις ώρες. Μα ο νους και το σώμα δεν είναι τόσο ξεχωριστά, όσο τα παριστάνει το λατινικό ρητό. Αν το ξέραν αυτό τα παιδιά, οι άντρες θάταν καλύτεροι. Κι όσοι αγαπούνε το πνεύμα, δε θα παραμελούσαν το κορμί! Είναι μια αλήθεια που μόνο με ανάλυση, με το συγχρονισμό, με το παράδειγμα θα γινόταν αντιληπτή. Μέσα στα κείμενα παραμένει ιερογλυφικό μυστήριο που γυρεύει τον ερμηνευτή. Αλλά ποιος λέει πως οι γιατροί δεν είναι χρησιμώτεροι από τους δασκάλους; Πάρε μια απλή υπόθεση και παρακολούθησέ την: Συμβαίνει να σου πρήζεται το μάγουλο και ν’ αργεί να ξεπρηστεί. Κυττάζεσαι κάθε τόσο στον καθρέφτη κι αδημονείς. Οι φουκαράδες που γυρνούν με τους όγκους του λαιμού, του σαγονιού και του προσώπου, αρχίζουν να σου φαίνονται λιγώτερο αποκρουστικοί: είναι μια σκέψη προνοίας για κάτι που μπορείς να πάθεις. Αν λοιπόν τύχαινε να μη λείψει ποτέ αυτή η φουσκωμένη ασχήμια που σου παραμορφώνει την όψη, τί θάχες να πεις για την αόριστη έκφραση των διαβατών, για την αποστροφή των φίλων, για την απομάκρυνση της αγαπημένης, έτσι ξαφνική και τόσο φυσική;
*
Ο ήλιος είναι το φωτεινό βλέμμα του Θεού· αλλά για έναν άρρωστο είναι το φοβερό μαστίγιο της ειρωνείας. Έρχεται κοντά σου με υποκριτική καλωσύνη για να σε περιπαίξει, απέξω με τις φωνές των παιδιών, με τους θορύβους του δρόμου, με τον παιάνα της υγείας. Σου χρυσώνει τον ασβεστωμένο τοίχο επίτηδες, για να αποσύρει όλες τις σκιές στην ευπαθή ψυχή σου. Κι όταν φεύγει, έχει στον αποχαιρετισμό του το κρυφό δηλητήριο των ανεκδήλωτων εχθρών.
*
Όταν είσαι ξενητεμένος, δε θυμάσαι τρυφερώτερα τους δικούς σου παρά σαν αρρωστήσεις. Τότε κλείνεις τα μάτια για πολύ, καρτερώντας να αισθανθείς στα μαλιά το μητρικό χάδι, να νοιώσεις αποπάνω σου την αγρύπνια της γιαγιάς, ν’ ακούσεις την ανήσυχη στοργή των μικρών αδερφών, και τέλος, να υποψιαστείς, εκεί κοντά, την αγνώριστη αγωνία της πατρικής αξιοπρέπειας.
*
Η συχνή αρρώστια είναι μεταφορά στην πραγματικότητα με τη χυδαιότερη βία. Είναι ακόμα διακοπή, και σύγχυση, κ’ εκτροπή. Σου φέρνει τον κίνδυνο μπροστά για να δοκιμάσει την ολιγοπιστία σου, και σε καθησυχάζει με μια γενναιοδωρία που ταπεινώνει. Σε τρομάζει, κι αμέσως σε γελοιοποιεί. Σου βάζει στο φοβισμένο στόμα ονόματα ιερά, για να σ’ εξευτελίσει αργότερα που θα γίνεις καλά και θα βλαστημάς…
***

"Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει…"


Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει…
«… Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι;
Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων…»

«Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;

Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος…

Αν δεν τ’ ακούσει κανείς.. είναι κελάηδηγμα;

Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;

Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περσσότερα.

Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα».

Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη.

Μα είναι; Ποιος να του το πει;

Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις.

Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.

Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!

Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει.

Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της.

Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις…

Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος.

Θα ‘χεις φρικτά ασκημίσει.

Αληθεια… αυτό είναι η αγάπη;

Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει…





Απόσπασμα, Μενέλαος Λουντέμης – «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»

Η πτώση - Αλμπέρ Καμύ (αποσπάσματα)


{«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»}….

… {«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι απ’ την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι απ’ την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»}…

… {«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός απ’ αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά. Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ’ την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι. Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει απ’ την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ’ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»}…

…{«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν’ αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ’ ένα καφενείο: «Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου». Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»}


Albert Camus(Αλμπέρ Καμύ)- La chute(Η πτώση)(Αποσπάσματα)
Εκδόσεις Γράμματα (1987), Μετάφραση: Ιωάννα Ευθυμιάδου

Ήρθες στον ύπνο μου


Ήρθες στον ύπνο μου
Ξαπλώσαμε σ’ ένα ιατρικό κρεβάτι, στο πεζοδρόμιο μιας λεωφόρου με μια νησίδα αγριόχορτων στη μέση. Πού και πού ακούγονταν αυτοκίνητα, κόρνες, μαρσαρίσματα, φρένα, μηχανάκια· αλλά δεν είναι σίγουρο πως εμείς ακούγαμε. Δεν γνωρίζω πως βρεθήκαμε εκεί και γιατί, και δεν έχει καμία σημασία. Ωστόσο ξέρω πως από εκεί θα φεύγαμε χωρισμένοι, τσακισμένοι, λειψοί, ραγισμένοι κι ακόλλητοι. Μια βελούδινη, ακριβής τομή από τον κρόταφο μέχρι τον μηρό μάς έκοβε εκεί επάνω, σ’ εκείνο το ιατρικό κρεβάτι, στο πεζοδρόμιο μιας λεωφόρου με τη νησίδα αγριόχορτων στη μέση. Διχοτομημένοι κι άδειοι· δεν κλαίγαμε. Θα περίμενε κανείς (κι εγώ μαζί μ’ αυτούς) πώς ένας από τους δυο μας θα έκλαιγε… Τόσον έρωτα όμως τον γλεντάς, σαν ν’ αναπνέεις ήλιο, ανασταίνεσαι,  γίνεσαι το άλλο, το όλο. Αν κάτι αξίζει πιο πολύ, αυτό είναι.

Θυμάμαι τη στιγμή που είπα από μέσα μου: «Και να πέθαινα τώρα, καθόλου δε με νοιάζει» και είχα χωμένο το πρόσωπό μου στη φτερούγα σου. Κι αφού δεν πέθανα τότε, τώρα πρέπει να χωρίσουμε και να συνεχίσω να ξεχειλώνω τον χρόνο μου στα εγκόσμια.  Έτσι ένιωθα ξαπλωμένη σ’ εκείνο το ιατρικό κρεβάτι. Δεν σου είπα τίποτα απ’ αυτά.  Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε. Κι εσύ αυτά τα ίδια σκεφτόσουν, τα ολόιδια, το ξέρω.

Ήρθες στον ύπνο μου, πάλι. «Να μην ξυπνήσω, να μην ξυπνήσω…» επανέλαβα από μέσα μου εκατό φορές. Σου έλεγα πόσο θα πονέσουμε κι οι δυο τώρα που θα χωρίσουμε. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στέρνο σου (κι ας έχανα τα μάτια σου για λίγο, κι ύστερα για πάντα) για να κουβαλήσω τη ζεστασιά του κορμιού σου. Να την αποτυπώσω στο δικό μου, να την ξεπατικώσω. Το σώμα σου αναβλύζει έρωτα που μπαίνει μέσα από το αυτί μου: την παλίρροιά του προσπαθώ να κρατήσω μακριά από τη λήθη· να μην ξυπνήσω! Ακούστηκαν για λίγο τ’ αυτοκίνητα, τα μάτια μου πήγαν ν’ ανοίξουν μα τα έσφιξα να κλείσουν πάλι. Ήθελα να κοιμηθώ άλλα δέκα χρόνια και δύο μήνες.

Κοιτάζομαι στον καθρέπτη και τα μάτια σου φεγγοβολούν από μέσα μου· ακόμη.






ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...