Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

"Αμοργός" Νίκος Γκάτσος


ΑΜΟΡΓΟΣ

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα ξέρω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιάν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
Και χορέψαμε μες στους καλοκαιρινούς κάμπους .

Νίκος Γκάτσος

"Ωδή στον Έρωτα" Γιάννης Ρίτσος


ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
(απόσπασμα)

Και εσύ  έρωτα
εκατόφυλλο   πορφυρό  μου   ρόδο
που  γεννήθηκες  μέσα από   τις  φλόγες ,
σαν   έκαιγαν  οι άπιστοι
μια νύχτα δίχως  σελήνη
την Άγια Τράπεζα
όπου  φύλαγαν οι  θνητοί
τα μυστικά της καρδιάς τους ,
γίνε το κάλεσμα της μούσας
και η ηχώ που ταξιδεύει
στα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου ,
όταν  ο  σκοτεινός καβαλάρης
θα  καλπάζει  στην πολιτεία των άστρων
και  το αίμα  πέταλα φωτιάς  θα σκορπά
στις φλέβες   του φεγγαριού
την άγια εκείνη  στιγμή
που η μια ψυχή  ψάχνει την άλλη
την ώρα  που   ρέει ο πόθος
σαν κρασί  σε χρυσοκέντητο   βενετσιάνικο   ποτήρι

Γιάννης Ρίτσος

"Ερωτικό κάλεσμα" Μενέλαος Λουντέμης


ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΛΕΣΜΑ

Έλα κοντά μου. Δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο άνεμος.
Τους ανέμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι ο άνεμος.

Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο ωκεανός.
Τους ωκεανούς τους δαμάζουν οι Τρίτωνες.
Τους ημερεύουν οι ζέφυροι.
Τους μαγεύουν οι σειρήνες. Όχι.
Δεν ειμ’ ωκεανός.

Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε λιμάνι.
Δε σου τάζω την απανεμιά.
Ούτε τις γλυκές ισημερίες,
και τις αλκυονίδες ζεστασιές.
Δεν είμαι λιμάνι.

Εγώ… Δεν είμαι…
Παρά ένας κουρασμένος στρατολάτης.
Ένας αποσταμένος περπατητής…
Που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
για ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Και αν θέλεις…
Έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.

Μενέλαος Λουντέμης

"Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" Τάσος Λειβαδίτης


ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ
(απόσπασμα)

Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,εκείνη η απλή κάμαρα
της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου τα γόνατα που σε γέννησαν για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες
που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμά σου,
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου
ένα μικρό κομμάτι απ’ το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ’ έχει δει γυμνή
πριν από μένα,
να του χαμογελάσω,
που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα,
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα,
τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Τάσος Λειβαδίτης

Όταν ο έρωτας κρατά ... χαρτί και μολύβι


«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!
Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής!
 Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...» 

(2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).


Αγγελος Σικελιανός - Αννα Σικελιανού
«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο...» εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου «Γράμματα στην Αννα».
 Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως:
 «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο... Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω.
 Η Αννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Εμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Οπως φανερώνει η παραπάνω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη





Μίλα μου σαν τη βροχή, Tennessee Williams


(Αρχίζει η βροχή, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)

ΑΝΤΡΑΣ: Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.

(Η γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα. 
Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής. 
Γελάει για μια στιγμή χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)

…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………
………………………………………………………………………………………..
Δεν είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό! (γελάει).
ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ: Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…
Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…
Μίλα μου σαν τη βροχή και γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ:Θέλω…
ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω εδώ ξαπλωμένος και
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω
ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…
ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…
ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ: Και;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….

Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…
Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής…
 Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη!
 Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….
Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. 
 Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…
Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.
 Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. 
 Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων.
 Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. 
Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. 
Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. 
Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….
 Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι.
 Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής…
 … Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. 
Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής…….
Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου…

(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο).  
Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη!
 (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).
Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω!

 (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της. 
Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. 
Ο Άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
 Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) 

Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…

(Εκείνος γυρίζει το χαμένο του πρόσωπο σ’ αυτήν, ενώ κλείνει η Αυλαία).


 Mετάφραση, Κωστούλα Μητροπούλου





ΠΗΓΗ...http://pyroessa-logotimis.blogspot.gr

"Το Σονέτο του γλυκού παραπόνου" του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα


Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου

Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.

Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει

και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.


Το Σονέτο του γλυκού παραπόνου είναι ένα ερωτικό ποίημα του  Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, από την ποιητική συλλογή του Σονέτα του σκοτεινού έρωτα.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...