14 Ιουνίου 2016
Κοντεύει 10 το βράδυ και αποκαμωμένος από το ολοήμερο ωράριο, ξεκινώ να τακτοποιώ τα εμπορεύματα να κλείσω την μικρή επιχείρηση όπου εργάζομαι και να κατευθυνθώ προς το σπίτι.
Τηλέφωνο…
- Έλα Δημήτρη, είμαι η Μαρία, θέλω να σου πω ότι ανεβαίνοντας στο χωριό, σε κάποιο σημείο του περιφερειακού είδα πολύ κόσμο, γύρω στα είκοσι άτομα σαν μπουλούκι και περπατούσαν στο σκοτάδι. Υπάρχουν και πολλά μικρά παιδιά.
Πρώτη αντίδραση...
-Μαρία, σήκω και φύγε, μην πλησιάζεις και πήγαινε σπίτι σου.
Αρνούμαι να πιστέψω ότι είναι αυτό που ταλανίζει όλη την πατρίδα μας κι όλη την Ευρώπη.
«Τίποτα Αθίγγανοι θα είναι, που ψάχνουν σίδερα, όπως συνήθως» σκέφτομαι.
Συνεχίζω το συμμάζεμα.
Ξανά το τηλέφωνο.
- Ρε συ Δημήτρη, μήπως να κάνουμε κάτι για τους δύστυχους; Τους είδα και η ψυχή μου ράγισε.
Υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου, πιο πολύ να γίνω πειστικός στον εαυτό μου…
- Άστο ρε Μαρία, αυτά είναι δουλειά άλλων, εμείς δεν πρέπει να ανακατευόμαστε.
Με τις μαύρες σκέψεις, ότι είμαι λάθος στην όλη αντιμετώπιση, μαζεύω και τα τελευταία ράφια και ετοιμάζομαι να κλειδώσω.
Από μακριά ακούω μια φωνή να με προτρέπει να περιμένω μισό λεπτό.
Με πλησιάζει η Αναστασία, με το γνώριμο ευγενικό χαμόγελό της και ετοιμάζομαι να της δώσω τα τσιγάρα της.
- Όχι, όχι, μου λέει, δεν θέλω τσιγάρα. Ήθελα να σου πω ότι με τον Βαγγέλη τον άντρα μου, καθώς ανεβαίναμε τον περιφερειακό, είδαμε πολλούς ανθρώπους να κινούνται μέσα στο σκοτάδι, μάλλον πρόσφυγες είναι, οικογένειες με γυναικόπαιδα. Μήπως να κάνουμε κάτι, να τους δώσουμε κάτι;
Είχε ακουμπήσει στο σιδερένιο ράφι-πάγκο, και με το ύφος της, μου έδινε την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να φύγει, αν δεν κινηθούμε.
Αυτό ήταν. Παρακάμπτοντας όλες της αναστολές μου, γνέφω συγκαταβατικά και ξεκινούμε την οργάνωση.
Ειδοποιούμε την Μαρία και ο καθένας ξεκινά την συλλογή πρώτων υλών, τρόφιμα κυρίως, νερού, σάντουιτς, τσιγάρων γλυκισμάτων και ότι μπορούσαμε να σκεφτούμε, εκείνη την ώρα.
Ο Βαγγέλης με την Αναστασία έφεραν από το σπίτι διάφορα τοστ, φρούτα, νερά κι ότι μπορούσαν.
Αφού γεμίσαμε τα αυτοκίνητα, ξεκινήσαμε μέσα στη νύχτα, να βρούμε τους δυστυχισμένους συνανθρώπους μας, να απαλύνουμε λίγο την ψυχή και το ταλαιπωρημένο κορμί τους από τις κακουχίες μηνών.
Φτάνοντας στον περιφερειακό, και παρά τις επίμονες αναζητήσεις μας, αρχίσαμε να απογοητευόμαστε, γιατί οι σύγχρονοι «άθλιοι» ήταν άφαντοι, φοβούμενοι προφανώς από τα φώτα των αυτοκινήτων και κρύβονταν στα σκοτάδια.
Αφού ψάξαμε αρκετή ώρα, χωρίς αποτέλεσμα, αποφασίσαμε να κάνουμε μεταβολή και να φύγουμε, κινούμενοι με χαμηλή ταχύτητα, μήπως και τους εντοπίσουμε.
Ξάφνου σε ένα μικρό άνοιγμα της ψηλής κοίτης του ποταμού που υπάρχει στην περιοχή, εμφανίζεται ένα κεφάλι μέσα από το μισοσκόταδο.
Σταματούμε τα αυτοκίνητα και διστακτικά κατεβαίνω φωνάζοντας με φιλικό τόνο, χρησιμοποιώντας τα «επαρχιώτικα» Αγγλικά μου, ότι είμαστε φίλου κι ερχόμαστε να βοηθήσουμε.
Μη παίρνοντας απάντηση και καταπνίγοντας τους φόβους μου, προσεγγίζω με τους άλλους τρεις προς το άνοιγμα του εδάφους, εγγίζοντας προς την τεράστια κοίτη του ξεροπόταμου.
Αυτό που αντικρίσαμε πιστεύω ότι θα μας μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μας και θα μας ακολουθεί για όλη μας τη ζωή.
Ανάμεσα στα κρύα βράχια, δίπλα από το λιγοστό νερό του κρύου, παγωμένου ποταμού, είκοσι περίπου άνθρωποι, στοιβαγμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, ανά ομάδες των τριών τεσσάρων ατόμων, κουκουλωμένου με τα λιγοστά επανωφόρια τους, προσπαθούσαν να ζεσταθούν κάτω από τον συννεφιασμένο θόλο.
Με το που μας αντιλήφθηκαν, τα γυναικόπαιδα συνωστίσθηκαν σε μια γωνιά, κοιτώντας μας καχύποπτα και με απερίγραπτο φόβο στα βλέμματά τους, ενώ οι άντρες της ομάδας, μπήκαν μπροστά μας, προβάλλοντας τα σώματά τους ως ασπίδα.
Αφού τους εξήγησα ξανά ότι είμαστε κάτοικοι του χωριού κι ότι ήρθαμε σαν φίλοι να τους δώσουμε κάποια βασικά πραματάκια, που τα χρειάζονται, άρχισαν να γίνονται φιλικότεροι και αφού τους αφήσαμε τις σακούλες με τα ζεστά σάντουιτς κι άρχισαν να τα μοιράζουν και να τα γεύονται, άφησαν την επιφυλακτική στάση και ξεκινήσαμε την κουβέντα.
Ξεκίνησαν από τη Συρία, όπου οι σφαγές τους ξεκλήρισαν, πέρασαν το Αιγαίο κολυμπώντας, αφήνοντας πολλούς πνιγμένους συντρόφους τους πίσω, κι έφτασαν εδώ με τεράστιες κακουχίες, έχοντας βασικό προορισμό τη Γερμανία.
Ρωτούσαν επίμονα πόσο απέχουν τα σύνορα και παρά τις επίμονες συστάσεις μας, να γυρίσουν πίσω στα οργανωμένα στρατόπεδα προσφύγων, κι ότι από εδώ ΔΕΝ μπορούν να περάσουν, γιατί τα βουνά μας είναι χιονισμένα και ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν από το ψύχος, φαινόντουσαν αμετάπειστοι.
Μιλήσαμε επί αρκετή ώρα και το αίσθημα εμπιστοσύνης άρχισε να ανθίζει μεταξύ μας, ενώ τα μικρά παιδάκια, πολλά εκ των οποίων έβηχαν άσχημα, άρχισαν να μας πλησιάζουν και να αστειευόμαστε, προφέροντας τα δύσκολα ονόματά μας.
Ένα μεγαλύτερο κοριτσάκι, γύρω στα δέκα, φορώντας ένα μακρύ άσπρο μπουφάν, κουκουλωμένη με ένα σάλι και με τα ματάκια του βαθιά μέσα στις κόγχες, με πλησίασε και με ένα άγγιγμα στον ώμο μου, μου ανέφερε το όνομά της χαμογελώντας, συμμετέχοντας κι αυτή στη κουβέντα.
- Γεια, με λένε Τζαμάγια.
Λίγα μέτρα μακρύτερα τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα, εξερευνούσαν με σπουδή τις σακούλες που τους προσφέραμε.
Ήμασταν όλοι γονατισμένοι, σε ένα κυκλικό σχηματισμό, μέσα στο σκοτάδι και προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε επιστρατεύοντας ο καθένας της λιγοστές γνώσεις Αγγλικής και επιχειρηματολογώντας, ο καθένας από τη σκοπιά του.
Ήταν υπερήφανοι, οικογενειάρχες, με στοργή και αγωνία για το αβέβαιο μέλλον που τους περιμένει.
Αφού ο Βαγγέλης ξαναπήγε στο σπίτι του κι έφερε κάποιες κουβέρτες, ρουχαλάκια και αντιπυρετικά για τα μωρά και αφού οι θερμές ευχαριστίες έπαιρναν κι έδιναν, τους αποχαιρετήσαμε ευχόμενοι τα καλύτερα στην Οδύσσεια που τους περιμένει, κόντρα στις δυτικές Σκύλες και Χάρυβδες του σύγχρονου πολιτισμένου(;) κόσμου.
Φεύγοντας, μπορούσα να διακρίνω στα πρόσωπα των συντρόφων μου πολλές συσπάσεις, πολλές μύχιες σκέψεις, πολλά συναισθήματα και μια αγαλλίαση, σαν να μιλούσαν οι ψυχούλες τους λέγοντας «έκανα το χρέος μου».
Φτάνοντας στο σπίτι και στη γνώριμη ζεστή θαλπωρή του, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να νιώθει ντροπή για το είδος μου, οργή για την αρειμάνια απραξία μου, και ένα μεγάλο ερωτηματικό, για το πώς μπορούν και κοιτάζονται στον καθρέφτη, όλοι αυτοί οι μεγάλοι ηγέτες που κινούν τα νήματα, που καταρρακώνουν λαούς εξαθλιώνοντάς τους, σπέρνοντας παντού μίσος, πόνο, δυστυχία και ανθρώπινα κορμιά.
Κλείνοντας τα μάτια μου, έρχεται αυτόματα η σκηνή με την μικρή Τζαμάγια και το φοβισμένο χαμόγελό της:
«Γεια, με λένε Τζαμάγια»…