Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016
Στιγμές καλοκαιριού με ένα χωνάκι παγωτό
3:47:00 μ.μ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
Τα ασβεστωμένα σοκάκια με τις λουλακί γλάστρες με βασιλικό, νυχτολούλουδα, κατιφέδες να δέχονται την πρωινή δροσιά.
Γράφει η Αρσινόη Βήτα
Το πελαγίσιο αεράκι να χα’ι’δεύει τα πανέμορφα λευκά κεντητά κουρτινάκια στα χαμηλά παραθύρια των σπιτιών. Ο καυτός ήλιος να κάνει τα πάντα φωτεινά με την αλήθεια του. Η εμπειρίκια ζέστη σπρώχνει το βήμα να δροσιστεί στη θάλασσα. Στην ατέλειωτη άμμο μοσχοβολά η ταπεινοσύνη των κρίνων. Συνεπαίρνει. Ανακατώνεται με τη θαλασσινή αύρα.
Ανοίγει η πόρτα της ψυχής. Αβίαστα απαλά να αναπνεύσει, να γεμίσει με το οξυγόνο της χαράς, της πολύτιμης ξενοιασιάς.
Νοτισμένα ακόμα τα χείλη από ένα παγωτό χωνάκι από τον πλανόδιο παγωτατζή με το μηχανοκίνητο καροτσάκι. Έσερνε τη λαχτάρα των παιδιών για τη γλυκιά δροσιά του παγωτού. Τον περίμεναν με αγωνία κάθε απόγευμα στη στροφή του μικρού παραλιακού δρόμου. Κι εκείνος γελαστός με το ψάθινο καπέλο τριμμένο στις άκρες του βιαζόταν ποιον να πρωτοκεράσει. Με ένα διφραγκάκι, όλος ο κόσμος δικός τους.
Κάτω από το μεγάλο πλάτανο στο μικρό καφενείο οι μεγάλοι απολάμβαναν το μυρωδάτο ελληνικό καφέ ή το υποβρύχιο με τη γεύση μαστίχας στο πεντακάθαρο ποτήρι με το παγωμένο νερό της πηγής. Μα όταν παρουσιαζόταν το γλυκό βύσσινο στα μικρά εκείνα γυάλινα πιατελάκια ...μαγεία!
Σαν βράδιαζε στο μοναδικό ταβερνάκι τραγούδια του Αττίκ, του Χρηστάκη, του Καζαντζίδη από τα μικρά σαρανταπεντάρια του παλιού τζουκ μποξ με τη συνοδεία της ατέλειωτης ορχήστρας των τζιτζικιών. Μια σειρά από κόκκινες, κίτρινες, μπλε, πράσινες λάμπες άναβαν και καλούσαν για το πιο ωραίο δείπνο της ημέρας.
Ψαράκια ολόφρεσκα στο τηγάνι, ζυμωτό ψωμί, σαλάτα με εκείνες τις κατακόκκινες μοσχομυριστές ντομάτες, με ελιές, τυρί φέτα και ρίγανη και πάντα το φαγητό της κάθε μέρας γεμιστά με κουκουνάρι. Αμύθητης αξίας τερψιλαρύγγιο έδεσμα.
Σιγά σιγά η ζέστη έδειχνε να καταλαγιάζει. Αργά το βράδυ το μικρό παραλιακό ψαροχώρι έδειχνε να πηγαίνει για ύπνο. Πέρα μακριά οι ψαρόβαρκες έριχναν τα δίχτυα. Το φεγγάρι φρουρός ακοίμητος να χαμογελά στους ανθρώπους, να χαμογελά σε μια Ελλάδα που ήξερε να ζει μέσα στην απλότητα, να χαίρεται, να τραγουδά, να ελπίζει, να ονειρεύεται και να μεθά με το καλοκαίρι της.