«Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου.
Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι ένα ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη.
Ένα ψαροκάικο δίχως ρότα.
Που πάμε καπετάνιο; Με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι.
Όπου πάνε τα κύματα λέω επίσημα εγώ.
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα.
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει.
Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες.
Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Που να χωρέσουν μέσα μου όλα αυτά; Που να στριμωχτούν π΄ ανάθεμα τα ;
Αν βρισκόταν τώρα κάποιος δίπλα μου να μου ζεστάνει τα χέρια… να μου πει ψιθυριστά: «Εντάξει. Μη φοβάσαι μωρό μου».
Κι εγώ να σύρω τα δάχτυλα μου στο πρόσωπο του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του.
Να πιάσω το σχήμα του κόσμου. Και να γλυκαθώ.
Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που έχω κάνει όλες τις αγοραπωλησίες της ψυχής μου με τον πρώτο έμπορα που θα μου παρουσιαστεί.
Πουλάω τα πάντα έτσι για έναν παρά…»
Αλκυόνη Παπαδάκη